λεκτικός: Difference between revisions

From LSJ

οὔποτε ποιήσεις τὸν καρκίνον ὀρθὰ βαδίζειν → thou shalt never make the crab walk straight

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+), ([\p{Cyrillic}]+) (\()" to "$1 $2, $3 $4")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $3")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''λεκτικός:'''<br /><b class="num">1)</b> умеющий говорить (περί τι Xen.);<br /><b class="num">2)</b> [[речевой]], [[разговорный]] (μέτρος Arst.).
|elrutext='''λεκτικός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[умеющий говорить]] (περί τι Xen.);<br /><b class="num">2)</b> [[речевой]], [[разговорный]] (μέτρος Arst.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[λεκτικός]], ή, όν [λέγω3]<br /><b class="num">I.</b> [[able]] to [[speak]], Xen.<br /><b class="num">II.</b> suited for [[speaking]], Dem.
|mdlsjtxt=[[λεκτικός]], ή, όν [λέγω3]<br /><b class="num">I.</b> [[able]] to [[speak]], Xen.<br /><b class="num">II.</b> suited for [[speaking]], Dem.
}}
}}

Revision as of 19:20, 19 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεκτικός Medium diacritics: λεκτικός Low diacritics: λεκτικός Capitals: ΛΕΚΤΙΚΟΣ
Transliteration A: lektikós Transliteration B: lektikos Transliteration C: lektikos Beta Code: lektiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A good at speaking, able to speak, X.Mem.4.3.1, Cyr. 5.5.46 (Sup.); ἡ -κή (sc. τέχνη) the art of speaking, Pl.Plt.304d. II suited for speaking, οἱ λ. τῶν λόγων speeches in common colloquial style, opp. ποιητικῶς συγκείμενοι, D.61.2; μάλιστα λ. τῶν μέτρων τὸ ἰαμβεῖόν ἐστι Arist.Po.1449a24, cf. Rh.1408b33. Adv. -κῶς in prose, D.H.Comp.25. 2 related to expression, stylistic, ὁ λ. τόπος the province of expression, ib.1, 4; opp. πραγματικός, of style, opp. matter, ἀρεταί Id.Pomp.1; μέρος Id.Th.34. III Adv. -κῶς with the force of a word, of the termination -θεν, A.D.Adv.195.16; verbally, Stoic.3.214.

German (Pape)

[Seite 27] zum Reden, zum Ausdruck gehörig, bes. sich für die Rede eignend; ἡ λεκτική, Plat. Polit. 304 d; τῶν ῥυθμῶν ὁ ἡρῷος σεμνὸς καὶ οὐ λεκτικός Arist. rhet. 3, 8; λεκτικὸν τῶν μέτρων τὸ ἰαμβικόν poet. 4, 18; vgl. Xen. Cyr. 5, 5, 46 Hem. 4, 3, 1. Von einer Maske, Poll. 4, 151. – Auch adv., D. Hal.

Greek (Liddell-Scott)

λεκτικός: -ή, -όν, ἱκανὸς περὶ τὸ λέγειν, περί τι Ξεν. Ἀπομν. 4. 3, 1, Κύρ. 5. 5, 46· - ἡ λεκτικὴ (δηλ. τέχνη), ἡ τέχνη τοῦ ὁμιλεῖν, Πλάτ. Πολιτικ. 305D. ΙΙ. ἁρμόδιος εἰς τὴν ὁμιλίαν, οἱ λ. τῶν λόγων, οἱ συντεταγμένοι εἰς κοινὸν τῆς συνηθείας ὕφος, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τοὺς ποιητικῶς συγκειμένους Δημ. 1401. 20· μάλιστα λεκτικὸν τῶν μέτρων τὸ ἰαμβεῖόν ἐστι Ἀριστ. Ποιητ. 4, ἐν τέλ., πρβλ. Ρητ. 3. 8, 4· - Ἐπίρρ. -κῶς, ἐν πεζῷ λόγῳ Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 25, σ. 201R.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
apte à la parole, d’où
1 capable de parler;
2 qui convient au dialogue, aux entretiens familiers;
Sp. λεκτικώτατος.
Étymologie: λεκτός.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM λεκτικός, -ή, -όν) λεκτός
1. αυτός πού ανήκει ή αναφέρεται στην έκφραση διά του λόγου (α. «τοῖς μὲν γὰρ λεκτικοῖς τῶν λόγων ἁπλῶς καὶ ὁμοίως οἷς ἂν ἐκ τοῦ παραχρῆμά τις εἴποι πρέπει γεγράφθαι», Δημοσθ.
β. «ὁ λεκτικὸς τρόπος» — η δυνατότητα έκφρασης, Διον.Αλ.)
2. ο ικανός στην έκφραση, εκφραστικός («τὸ μὲν οὖν λεκτικοὺς καὶ πρακτικοὺς γίγνεσθαι τοὺς συνόντας οὐκ ἔσπευδεν», Ξεν.)
νεοελλ.
1. το ουδ. ως ουσ. το λεκτικό
ο προσωπικός τρόπος προφορικής ή γραπτής έκφρασης, το ύφος
2. φρ. α) «λεκτικά ρήματα» — τα ρήματα που έχουν την έννοια του λέγω
β) «λεκτικοί τρόποι» — τα σχήματα του λόγου που προκύπτουν ανάλογα με την ποικίλη σημασιολογική χρήση λέξεων ή φράσεων και τα οποία είναι: η συνεκδοχή, η μετωνυμία, η υπαλλαγή, η αντονομασία, η αντίφραση, η υπερβολή και η αλληγορία
αρχ.
το θηλ. ως ουσ. ἡ λεκτική
η τέχνη του να εκφράζεται κάποιος προφορικά ή γραπτά.
επίρρ...
λεκτικώς και -ά (Α λεκτικῶς)
νεοελλ.
από λεκτική άποψη
αρχ.
1. με εκφραστική ικανότητα
2. προφορικά.

Greek Monotonic

λεκτικός: -ή, -όν (λέγω Γ)·
I. ικανός να αρθρώσει λόγο, σε Ξεν.
II. κατάλληλος, ικανός στην ομιλία, ευφραδής, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

λεκτικός:
1) умеющий говорить (περί τι Xen.);
2) речевой, разговорный (μέτρος Arst.).

Middle Liddell

λεκτικός, ή, όν [λέγω3]
I. able to speak, Xen.
II. suited for speaking, Dem.