μεταρρυθμίζω: Difference between revisions
Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνον → Anaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''μεταρρυθμίζω:''' перестраивать, изменять, переделывать (τὰ γράμματα Her.; πόρον Aesch., Plut.). | |elrutext='''μεταρρυθμίζω:''' [[перестраивать]], [[изменять]], [[переделывать]] (τὰ γράμματα Her.; πόρον Aesch., Plut.). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=fut. σω<br />to [[change]] the [[fashion]] of a [[thing]], to [[remodel]], Hdt., Aesch.:— to [[reform]], [[amend]], Xen. | |mdlsjtxt=fut. σω<br />to [[change]] the [[fashion]] of a [[thing]], to [[remodel]], Hdt., Aesch.:— to [[reform]], [[amend]], Xen. | ||
}} | }} |
Revision as of 10:50, 20 August 2022
English (LSJ)
A change the form or fashion of a thing, remodel, τὰ γράμματα Hdt.5.58; πόρον A.Pers.747; τὴν λέξιν Arist.Ph.185b28; τὸ ἀμφίβολον τῆς προαιρέσεως εἰς βεβαιότητα Hierocl. in CA2p.422M., cf. 19p.460M.:—Pass., have one's form changed, Pl.Ti.46a, Arist.Cael.306b13. 2 esp. reform, amend, X.Oec.11.2,3, Arist.EN1179b16, Epicur.Nat.82 G.; cure, τινὰ τῶν ἁμαρτημάτων Philostr.VA 1.13:—Pass., οὐδὲ μετερρύθμισθέ πω ib.6.11. II make in a different form, Pl.Ti.91d (Pass.).
Greek (Liddell-Scott)
μεταρρυθμίζω: ὡς καὶ νῦν, μεταβάλλω τὴν μορφὴν ἢ τὸ σχῆμα πράγματός τινος, μεταπλάττω, μεταβάλλω, τὰ γράμματα Ἡρόδ. 5. 58· πόρον Αἰσχύλ. Πέρσ. 747· τὴν λέξιν Ἀριστ. Φυσ. 1. 2, 11. - Παθ., μεταβάλλομαι τὸ σχῆμα, μεταμορφοῦμαι, ἀλλοιοῦμαι, ὁ αὐτ. π. Οὐρ. 3. 8, 2. 2) ἰδίως, ἀναμορφώνω, διορθώνω, Ξεν. Οἰκ. 11. 2 καὶ 3, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 10. 9, 5. ΙΙ. σχηματίζω κατὰ διάφορον σχῆμα ἢ μορφήν, Πλάτ. Τίμ. 46Α, 91D, ἐν τῷ παθ.
French (Bailly abrégé)
changer la mesure ou la forme, transformer, acc. ; particul. réformer, améliorer.
Étymologie: μετά, ῥυθμίζω.
Greek Monolingual
(ΑΜ μεταρρυθμίζω)
μεταβάλλω τον ρυθμό, τη μορφή, το σχήμα ή την τάξη, μετασχηματίζω, τροποποιώ, αναπλάθω, αναδιοργανώνω, αναμορφώνω (α. «οἱ παραλαβόντες διδαχῇ παρὰ Φοινίκων τὰ γράμματα, μεταρρυθμίσαντες σφέων ὀλίγα», Ηρόδ.
β. «μεταρρυθμίζω την επίπλωση του διαμερίσματός μου» γ. «μεταρρύθμισε το σύστημα της παιδείας»)
αρχ.
1. διορθώνω, επανορθώνω
2. δίδω σε κάτι διαφορετικό σχήμα ή μορφή («τὸ δὲ τῶν ὀρνέων φῡλον μετερρυθμίζετο ἀντὶ τριχῶν, πτερὰ φύον», Πλάτ.).
Greek Monotonic
μεταρρυθμίζω: μέλ. -σω, αλλάζω τον ρυθμό, τη μορφή ενός πράγματος, ανακατασκευάζω, σε Ηρόδ., Αισχύλ.· αναμορφώνω, τροποποιώ, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
μεταρρυθμίζω: перестраивать, изменять, переделывать (τὰ γράμματα Her.; πόρον Aesch., Plut.).
Middle Liddell
fut. σω
to change the fashion of a thing, to remodel, Hdt., Aesch.:— to reform, amend, Xen.