ἐξαρτίζω: Difference between revisions
Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b> [a-zA-Z]+\.) ([\p{Cyrillic}]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2 $3") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b> [a-zA-Z]+\.) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 , $3 $4") |
||
Line 35: | Line 35: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἐξαρτίζω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[завершать]], [[оканчивать]], (о времени) проводить (τὰς ἡμέρας NT);<br /><b class="num">2)</b> med. [[готовиться]] (πρός τι NT);<br /><b class="num">3)</b> med. готовить себе, устраивать для себя (στιβάδας ἐνοικοδομεῖσθαι καὶ τὰ ἄλλα ἐ. Luc.). | |elrutext='''ἐξαρτίζω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[завершать]], [[оканчивать]], (о времени) проводить (τὰς ἡμέρας NT);<br /><b class="num">2)</b> med. [[готовиться]] (πρός τι NT);<br /><b class="num">3)</b> med. [[готовить себе]], [[устраивать для себя]] (στιβάδας ἐνοικοδομεῖσθαι καὶ τὰ ἄλλα ἐ. Luc.). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 16:35, 22 August 2022
English (LSJ)
A complete, finish, τὰς ἡμέρας Act.Ap.21.5; finish a building, IG12(2).538 (Mytilene); (βιβλία) POxy.296.7 (i A. D.):—Pass., πόδες (sc. τραπέζης) ἕως τῶν κάτω τελέως ἐξηρτισμένοι J.AJ3.6.6. II equip and dispatch, σκάφας εἰς . . Peripl.M.Rubr.33:—Pass., πλοῖα, γένη, ib.19,14; simply, equip, ναῦς ἐξηρτισμένας D.S.19.77; furnish, supply, Wilcken Chr.176.10 (i A. D.):— Pass., ἐξηρτισμένον ἅπασι completely furnished, PAmh.2.93.8 (ii A. D.); πρὸς πᾶν ἔργον ἀγαθὸν ἐξηρτισμένος 2 Ep.Ti.3.17: c. acc., provide oneself with, τὰ ἄλλα ἐξήρτιστο Luc.VH1.33.
German (Pape)
[Seite 873] vollständig machen, vollenden, Sp.; bes. pass., ἐξήρτιστο, er hatte sich versehen, ausgerüstet, Luc. V. H. 1, 33; ἐξηρτισμένος πρός τι, bes. auch πλοῖα, ausgerüstet, befrachtet.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξαρτίζω: μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ: - συμπληρῶ, τελειώνω, ὅτε δὲ ἐγένετο ἡμᾶς ἐξαρτῆσαι τὰς ἡμέρας Πράξεις Ἀποστ. κα΄, 5. ΙΙ. τελειώνω οἰκοδόμημα, Συλλ. Ἐπιγρ. 2208· ἐξ. πλοῖα, παρασκευάζειν προσηκόντως, ἐφοπλίζειν, Ἀρρ. Περίπλους Ἐρυθρ. Θαλάσσ. σ. 11. - Παθ., εἶμαι ἐντελῶς παρεσκευασμένος, ἕτοιμος, σῖτος αὐτόθι σ. 8· πρὸς πᾶν ἔργον ἀγαθὸν ἐξηρτισμένος πρὸς Τιμόθ. Β΄, Ἐπιστ. γ΄, 17: - Μέσ., προμηθεύομαί τι, ἐφοδιάζομαι μέ τι, καὶ τὰ ἄλλα ἐξήρτιστο Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. Α, 33.
French (Bailly abrégé)
1 mettre en état ; Pass. être préparé;
2 compléter, accomplir;
Moy. ἐξαρτίζομαι (pqp. 3ᵉ sg. ἐξήρτιστο) se pourvoir de, acc..
Étymologie: ἐξ, ἀρτίζω.
Spanish (DGE)
I 1proveer de, entregar, aprovisionar de mercancías comerciales, en v. pas. ἐξαρτίζεται ... ἀπὸ τῶν ἔσω τόπων ... εἰς τὰ ... τοῦ πέρα<ν> ἐμπόρια γένη Peripl.M.Rubri 14, cf. PGot.15.3 (IV d.C.)
•proveer de, equipar con los implementos necesarios una factoría τὰ ἄλλα ἃ ἔδει ... ἐξαρτίσαι Wilcken Chr.176.10 (I d.C.)
•en v. med. mismo sent. τὰ ἄλλα ἐξήρτιστο todo lo necesario para un banquete, Luc.VH 1.33.
2 equipar, poner a punto, dotar o proveer de lo necesario
a) naves de carga para expediciones comerciales armar, fletar ἐξαρτίζουσι δὲ εἰς αὐτήν ... οἱ ἀπὸ Κανῆς σκάφας καὶ ἐφόλκια Peripl.M.Rubri 33, en v. pas. τὰ ἀπὸ τῆς Ἀραβίας ἐξαρτιζόμενα εἰς αὐτὴν (Πέτραν) πλοῖα Peripl.M.Rubri 19, cf. SB 8754.31 (I a.C.), tb. naves de guerra ναῦς ἐξηρτισμένας πρὸς τὸν πόλεμον D.S.19.77;
b) factorías o maquinaria: ἐλαιουργεῖον ἐνεργὸν ἐξηρτισμένον una almazara en buen uso y perfectamente equipada, PAmh.93.8 (II d.C.), frec. c. dat. ἐλαιουργεῖον ἐξηρτισμένον ὀργάνοις καὶ ἑτέροις χρηστηρίοις πᾶσιν PMonac.80.11 (II d.C.), ὄργανον ἐξηρτισμένον ἄξωσι una prensa (de aceite) provista de ejes, SB 12518.7 (II d.C.), cf. POxy.3955.11 (VII d.C.);
c) locales: κελλάριον ἐξηρτισμένον un almacén bien acondicionado, PSI 133.30 (III d.C.), τόπος POsl.55.12 (II/III d.C.);
d) personas: πρὸς πᾶν ἔργον ἀγαθὸν ἐξηρτισμένος 2Ep.Ti.3.17.
II 1acabar, rematar, poner a punto
a) obras de arquitectura o artesanía nuevas o necesitadas de arreglo τὴ[ν σ] τοὰν [ἐ] ξήρτισαν ἐκ [τ] ῶν ἰδ[ί] ων IG 12(2).538 (Ereso), cf. IUrb.Rom.303.4 (imper.), ICallatis 94 (III d.C.), ἠγόρασα τὴν σορὸν καὶ ἐξήρτι[σα] σὺν τῷ ἐνδορώματι ... τῇ μητρί μου ISmyrna 243.2 (imper.), cf. CIRB 1247.10 (Tanais III d.C.), en v. pas. ἦσαν δ' αὐτῇ πόδες ... τελέως ἐξηρτισμένοι (la mesa) tenía unas patas con un acabado perfecto I.AI 3.139;
b) documentos POxy.296.7 (I d.C.).
2 concluir, dar por finalizado un período de tiempo ὅτε δὲ ἐγένετο ἡμᾶς ἐξαρτίσαι τὰς ἡμέρας Act.Ap.21.5
•terminar, rematar, coronar οἶνον δὲ πολυτελῆ, καθὼς πρέπει ἐξαρτίσαι τὸ δεῖπνον λαμπρῶς PMag.1.111.
English (Strong)
from ἐκ and a derivative of ἄρτιος; to finish out (time); figuratively, to equip fully (a teacher): accomplish, thoroughly furnish.
English (Thayer)
1st aorist infinitive ἐξαρτίσαι; perfect passive participle ἐξηρτισμένος; (see ἄρτιος, 2); rare in secular authors; to complete, finish;
a. to furnish perfectly: τινα, passive, πρός τί, πολεμεῖν ... τοῖς ἅπασι καλῶς ἐξηρτίσμενοι, Josephus, Antiquities 3,2, 2).
b. τάς ἡμέρας, to finish, accomplish (as it were, to render the days complete): ἀπαρτίζειν τήν ὀκταμηνον, Hipp. epid. ii. 180 (cf. Lob. ad Phryn., p. 447f)).
Greek Monolingual
(AM ἐξαρτίζω) αρτίζω
μσν.- νεοελλ.
εφοδιάζω κάτι και ειδικότερα πλοίο ή στόλο με όλα τα απαραίτητα εξαρτήματα, αρματώνω, εξοπλίζω
αρχ.
1. κάνω κάτι άρτιο, τέλειο, συμπληρώνω
2. παρασκευάζω, ετοιμάζω («ἵνα ἄρτιος ᾖ ὁ τοῦ θεοῦ ἄνθρωπος, πρὸς πᾶν ἔργον ἀγαθὸν ἐξηρτισμένος», ΚΔ)
3. εφοδιάζω μηχανικό σύνολο με όλα τα απαραίτητα («μηχανή ἐξηρτισμένη πάσῃ ξυλικῇ καταρτείᾳ», πάπ.)
4. στολίζω, διακοσμώ («πέμψον ἡμῖν περὶ τῶν βιβλίων ᾖ ἐξήρτισας», πάπ.)
5. φρ. «ἐξαρτίζω ἡμέρας» — συμπληρώνω κάποιο χρονικό διάστημα, φθάνω στο τέλος του.
Greek Monotonic
ἐξαρτίζω: μέλ. Αττ. -ιῶ, συμπληρώνω, ολοκληρώνω, τελειώνω, τὰς ἡμέρας, σε Καινή Διαθήκη — Παθ., είμαι εντελώς προετοιμασμένος ή εφοδιασμένος, εξοπλισμένος, στον ίδ. — Μέσ., προμηθεύομαι, εφοδιάζομαι, τι, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἐξαρτίζω:
1) завершать, оканчивать, (о времени) проводить (τὰς ἡμέρας NT);
2) med. готовиться (πρός τι NT);
3) med. готовить себе, устраивать для себя (στιβάδας ἐνοικοδομεῖσθαι καὶ τὰ ἄλλα ἐ. Luc.).
Middle Liddell
fut. attic ιῶ
to complete, finish, τὰς ἡμέρας NTest.:—Pass. to be thoroughly prepared or furnished, NTest.:—Mid. to provide oneself with, τι Luc.
Chinese
原文音譯:™xart⋯zw 誒克士-阿而提索
詞類次數:動詞(2)
原文字根:出去-裝備
字義溯源:備妥,預備行,裝備完整,滿了,過了;由(ἐκ / ἐκπερισσῶς / ἐκφωνέω)*=出)與(ἄρτιος)=完備的)組成;其中 (ἄρτιος)出自(ἄρτι)=現在), (ἄρτι)出自(αἴρω)*=懸掛)。參讀 (ἀναπληρόω)同義字參讀 (ἄρτιος)同源字
出現次數:總共(2);徒(1);提後(1)
譯字彙編:
1) 裝備完整(1) 提後3:17;
2) 滿了(1) 徒21:5