διάγνωσις: Difference between revisions

From LSJ

ὃ σὺ μισεῖς ἑτέρῳ μὴ ποιήσεις → don't do to others what you don't want them to do to you

Source
m (Text replacement - "(lat\. <i>)([a-zA-Zñáéíóúü\s]+)(<\/i>)" to "$1$2$3")
m (Text replacement - "l’" to "l'")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>I.</b> ([[διαγιγνώσκω]] discerner);<br /><b>1</b> action de discerner : [[οὐ]] [[ῥᾳδίως]] διάγνωσιν ἐποιοῦντο ὁποῖοι… THC ils ne distinguaient pas facilement qui…;<br /><b>2</b> pouvoir de discerner : [[διάγνωσις]] φρενῶν EUR faculté qu’a l’esprit de discerner, le discernement;<br /><b>3</b> moyen de discerner;<br /><b>II.</b> ([[διαγιγνώσκω]] décider) action de décider, décision : [[περί]] τινος au sujet de qch.<br />'''Étymologie:''' [[διαγιγνώσκω]].
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>I.</b> ([[διαγιγνώσκω]] discerner);<br /><b>1</b> action de discerner : [[οὐ]] [[ῥᾳδίως]] διάγνωσιν ἐποιοῦντο ὁποῖοι… THC ils ne distinguaient pas facilement qui…;<br /><b>2</b> pouvoir de discerner : [[διάγνωσις]] φρενῶν EUR faculté qu’a l'esprit de discerner, le discernement;<br /><b>3</b> moyen de discerner;<br /><b>II.</b> ([[διαγιγνώσκω]] décider) action de décider, décision : [[περί]] τινος au sujet de qch.<br />'''Étymologie:''' [[διαγιγνώσκω]].
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Revision as of 10:05, 5 September 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διάγνωσις Medium diacritics: διάγνωσις Low diacritics: διάγνωσις Capitals: ΔΙΑΓΝΩΣΙΣ
Transliteration A: diágnōsis Transliteration B: diagnōsis Transliteration C: diagnosis Beta Code: dia/gnwsis

English (LSJ)

εως, ἡ, A distinguishing, τὴν διάγνωσιν ποιεῖσθαι ὁποῖοι ἐκράτουν ἢ ἐκρατοῦντο Th.1.50; means of distinguishing or discerning, E.Hipp. 926; καλῶν ἢ μὴ τοιούτων τίς διάγνωσις; D.18.128; διάγνωσις φωνῆς καὶ σιγῆς Arist. Cael.290b27; of medical diagnosis, διάγνωσιν ποιεῖσθαι Hp.VC10, Gal.8.766, etc. 2 power of discernment, E.Hipp.696. II resolving, deciding, διάγνωσιν ποιεῖσθαι Antipho 6.18; περί τινος D.18.7; ταχίστην ἔχει διάγνωσιν Isoc.1.34; τοῦ ὃ πρακτέον ἐστίν Metrod.Fr.27; διάγνωσιν τῆς ἀξίας ποιεῖσθαι to determine the value, Pl.Lg.865c; = Lat. cognitio, Act.Ap.25.21, BGU19i20 (ii A. D.), 891r24 (ii A. D.); ἐπὶ διαγνώσεων τοῦ Σεβαστοῦ = Lat. a cognitionibus Augusti, IG14.1072, cf. Ephes.3 No.51 (iii A. D.).

Greek (Liddell-Scott)

διάγνωσις: -εως, ἡ, τὸ διακρίνειν, μέσον πρὸς διάκρισιν, Εὐρ. Ἱππ. 926· καλῶν ἢ μὴ τοιούτων τίς δ.; Δημ. 269. 27· δ. φωνῆς καὶ σιγῆς Ἀριστ. Οὐρ. 2. 9, 4· ἰδίως ἐπὶ τῆς ἰατρικῆς διαγνώσεως, Ἱππ. Κεφ. Τρωμ. 901, Γαλην. 5, 121. 2) δύναμις τοῦ διακρίνειν, Εὐρ. Ἱππ. 696. ΙΙ. σχηματισμὸς γνώμης, ἀπόφασις, δ. ποιεῖσθαι, διαγινώσκω, ἀποφασίζω, ὁρίζω τι, Ἀντιφῶν 143. 30, Θουκ. 1. 50· ταχίστην ἔχει δ. Ἰσοκρ. 9C· δ. τῆς ἀξίας ποιεῖσθαι, ὁρίζω τὴν ἀξίαν, Πλάτ. Νόμ. 865C· δ. περί τινος Δημ. 227. 25.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
I. (διαγιγνώσκω discerner);
1 action de discerner : οὐ ῥᾳδίως διάγνωσιν ἐποιοῦντο ὁποῖοι… THC ils ne distinguaient pas facilement qui…;
2 pouvoir de discerner : διάγνωσις φρενῶν EUR faculté qu’a l'esprit de discerner, le discernement;
3 moyen de discerner;
II. (διαγιγνώσκω décider) action de décider, décision : περί τινος au sujet de qch.
Étymologie: διαγιγνώσκω.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
I 1capacidad de discernir, distinguir o reconocer c. gen. subjet. τὸ γὰρ δάκνον σου τὴν διάγνωσιν κρατεῖ E.Hipp.696, c. gen. objet. χρῆν βροτοῖσι τῶν φίλων ... κεῖσθαι ... δ. φρενῶν los mortales deberían tener un modo de distinguir los corazones de los amigos E.Hipp.926, σαφὴς δ. Archyt.B 1, ὁ δᾶμος, περὶ τῶν ἀγαθῶν ἔχων μνᾶμαν καὶ διάγνωσιν el pueblo, que sabe recordar y reconocer las buenas acciones, SEG 32.1243.20 (Cime I a./d.C.)
fig. τὸ γὰρ ἀφανὲς ἐκ τοῦ φανεροῦ ταχίστην ἔχει διάγνωσιν lo oscuro muy pronto se puede aclarar a partir de lo claro Isoc.1.34.
2 distinción, discernimiento sensorial o mental, reconocimiento c. gen. obj. τοῦ καιροῦ Democr.B 226, ἢ καλῶν ἢ μὴ τοιούτων τίς δ.; D.18.128, φωνῆς καὶ σιγῆς Arist.Cael.290b27, τῶν φθόγγων Aristox.Harm.11.19, τοῦ πόσου Plot.2.8.1, τῆς τροφῆς Plu.2.990a, τῶν ἑκάστῳ προσώπῳ πρεπόντων λόγων Phld.Po.5.35.4, cf. Longin.6, Vett.Val.79.21, τῶν μεγίστων καὶ κυριωτάτων Porph.Marc.18, τῶν ποιητέων καὶ οὐ ποιητέων Basil.M.31.400A, cf. Metrod.27, c. or. interr. οὐ ῥᾳδίως τὴν διάγνωσιν ἐποιοῦντο ὁποῖοι ἐκράτουν ἢ ἐκρατοῦντο Th.1.50.
3 medic. diagnóstico διάγνωσιν ποιεῖσθαι hacer un diagnóstico Hp.VC 10, Gal.1.272, 8.766 (tít.), ἡ δὲ τοῦ πάθους δ. Aen.Gaz.Ep.20.
II jur. y admin.
1 decisión τῆς δὲ ἀξίας (τῆς δίκης) οἱ δικασταὶ διάγνωσιν ποιείσθωσαν Pl.Lg.865c, ἐξ αὐτῶν τῶν λόγων ... διάγνωσιν ποιεῖσθαι Antipho 6.18, cf. D.18.7, Is.1.21, c. gen. subjet. ἡ τοῦ Σεβαστοῦ δ. Act.Ap.25.21.
2 trad. de lat. rogatio, consulta al pueblo o al senado προθεῖναι τῷ πλήθει τὴν περὶ τοῦ νόμου διάγνωσιν D.H.10.15.7, cf. 11.62.2, περὶ τῶν νόμων ... διάγνωσιν ἀπέδωκαν τῇ βουλῇ D.H.10.50.3.
3 trad. de lat. cognitio, vista judicial con toma de declaración a ambas partes δικολόγῳ ... μισθὸς ... διαγνώσεως salario para el abogado en una vista, DP 7.73, δεή[σ<ε>ι] ἀφικέσθαι πρὸς τὴν αὐτοῦ διάγνωσιν PSI 1100.4 (II d.C.), περὶ ἀπελασίας ἐστὶν ἡ δ. POsl.84.4, cf. SB 7472.13, BGU 19.1.20 (todos II d.C.), POxy.3094.14 (III d.C.), Lyd.Mag.3.8, 15, 19, ἐπίτροπος ... ἐπὶ διαγνώσεων procurator a cognitionibus, IEphesos 813.7 (III d.C.), cf. IUrb.Rom.59.5 (II d.C.), IP 8(3).44, IEphesos 3051.6 (ambos III d.C.), δικαστὴς θείων διαγνώσεων iudex sacrarum cognitionum, IEphesos 1316.9 (IV d.C.).
4 p. ext. en el Egipto imper. resolución, decisión judicial emitida por el prefecto o sus subordinados tras la cognitio ἡ τοῦ κρατίστου ἡγεμόνος Οὐϊβίου Μαξίμου δ. POxy.2852.26 (II d.C.), κυρίᾳ ἔν τινι διαγνώσει PSI 281.34 (II d.C.), cf. SB 7462.19 (I d.C.), PThmouis 1.77.7, PMich.526.18, PYoutie 30.17 (todos II d.C.), POxy.1881.13 (IV d.C.).
5 crist. juicio final ἐν ἡμέρᾳ διαγνώσεως en el día del juicio LXX Sap.3.18, cf. Nil.M.79.445A, Thdt.M.81.116A.

English (Strong)

from διαγινώσκω; (magisterial) examination ("diagnosis"): hearing.

English (Thayer)

διαγνώσεως, ἡ, (see διαγινώσκω);
1. a distinguishing.
2. in a legal sense (Latin cognitio), examination, opinion, decision, (Sap. iii. 18; Plato, legg. 9, p. 865c.): Acts 25:21.

Greek Monotonic

διάγνωσις: -εως, ἡ (διαγιγνώσκω),·
I. 1. διάκριση, διαφοροποίηση, σε Ευρ., Δημ.
2. ικανότητα της διάκρισης, σε Ευρ.
II. σχηματισμός γνώμης, απόφαση, κρίση, δ.ποιεῖσθαι, παίρνω απόφαση για ένα ζήτημα, σε Θουκ.· δ.περί τινος, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

διάγνωσις: εως ἡ
1) распознавание, различение (φωνῆς καὶ σιγῆς Arst.; τῶν αἰτίων καὶ μή, γλυκέων ἢ πικρῶν Plut.): διάγνωσιν ποιεῖσθαι Thuc. распознавать, различать;
2) способность распознавания (δ. φρενῶν Eur.): τὸ δάκνον τὴν διάγνωσιν κρατεῖ Eur. душевная боль подавляет здравые суждения;
3) средство распознавания, способ различения (καλῶν ἢ μὴ τοιούτων Dem.);
4) определение, установление (διάγνωσίν τινος ποιεῖσθαι Plat.): ταχίστην ἔχειν διάγνωσιν Isocr. быть легко определимым;
5) решение, постановление (περί τινος Dem.).

Middle Liddell

διάγνωσις, εως διαγιγνώσκω
I. a distinguishing, discernment, Eur., Dem.
2. power of discernment, Eur.
II. a resolving, deciding, δ. ποιεῖσθαι to decide a matter, Thuc.; δ. περί τινος Dem.

Chinese

原文音譯:di£gnwsij 笛阿-格挪西士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:經過-知道(著)
字義溯源:訊問,決斷,審斷;源自(διαγινώσκω)=徹底的知道);而 (διαγινώσκω)又由(διά)*=通過)與(γινώσκω)*=知道)組成
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編
1) 審斷(1) 徒25:21

English (Woodhouse)

decision, discernment, judgment, judgement, legal decision, power of distinguishing, power of judging, power to distinguish

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)