ἀβλαβής: Difference between revisions
μὴ εἴπῃς ὠς οὐκ ἔστι Ζεύς → don't say that there is no Zeus
m (Text replacement - "<br \/> <b>1<\/b> (?s)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "") |
m (Text replacement - "n’é" to "n'é") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ής, ές :<br /><b>I. 1</b> qui ne nuit pas, qui ne fait pas de mal;<br /><b>2</b> qui écarte, prévient le danger;<br /><b>II.</b> qui | |btext=ής, ές :<br /><b>I. 1</b> qui ne nuit pas, qui ne fait pas de mal;<br /><b>2</b> qui écarte, prévient le danger;<br /><b>II.</b> qui n'éprouve aucune atteinte ; tranquille.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[βλάπτω]]. | ||
}} | }} | ||
{{Slater | {{Slater |
Revision as of 17:15, 5 September 2022
English (LSJ)
ές, A without harm, i.e., I Pass., unharmed, unhurt, Sapph. Supp.1.1, Pi.O.13.27, P.8.54, A.Th.68, X.Cyr.4.1.3, Pl.R.342b, etc.; ζῶσαν ἀβλαβεῖ βίῳ S.El.650. Adv. ἀβλαβῶς, Ion. ἀβλαβέως, safely, ζώειν Thgn.1154; ἔχειν Dexipp.p.148D., cf. Arr.An.6.19.2: Sup. ἀβλαβέστατα X.Eq.6.1:—securely, ἐδήσατο σάνδαλα h.Merc.83. II Act., not harming, harmless, innocent, ξυνουσία A.Eu.285; ἡδοναί Pl.R.357b, etc.; ἀ. σπασμοί = doing no serious injury, Hp.Epid.1.6; τὸ πρὸς ἀνθρώπους ἀ. Phld.Piet.65: c. gen., ἀ. τῶν πλησίον Porph Sent.32: c. dat., Eus.Mynd.1. Adv. ἀβλαβῶς, c. dat., without harm to, τῇ γαστρί Metrod.41. 2 averting or preventing harm, ὕδωρ Theoc.24.98:—in Pl.Lg.953b we have the act. and pass. senses conjoined, ἀ. τοῦ δρᾶσαί τε καὶ παθεῖν. 3 in treaties, without violating the terms, ἀβλαβῶς σπονδαῖς ἐμμένειν, coupled with δικαίως and ἀδόλως, Th.5.18 and 47: so in Adj., ξύμμαχοι πιστοὶ . . καὶ ἀ. IG1.33.
German (Pape)
[Seite 3] ές, (βλάβη), 1) unversehrt, unbeschädigt, Pind. λαός P. 8, 56 Ol. 13, 26; Aesch. Hpt. 68; häufig in Prosa, σπονδαί, unverletzt, Thuc. 5, 18; mit ἀκέραιος verh. Plat. Rep. I, 342 b. – 2) nicht verletzend, unschädlich, unschuldig; συνουσία Aesch. Eum. 275; ἱκέτης 452; βίος Soph. El. 640. Plat. verbindet es mit ὠφέλιμος, Phil. 63 a; Schadenabwehrend, ὕδωρ Theocr. 24, 96; λουτρά Ep. ad. 206 (App. 373). Aehnl. Plat. Legg. IX, 865 c; ἀβλαβῆ καὶ ἀζήμιον παρέχειν, den Verlust jemandem ersetzen; vergl. ἢν γὰρ καί τι δάκῃς τὸ μὲν ἀβλαβὲς εὐθὺς ἔθηκας Theocr. 12, 25. Beide Bdtgn hat es bei Plat. Legg. XII, 853 a: ἀβλ. τοῦ δρᾶσαί τε καὶ παθεῖν, ohne Schaden zuzufügen und zu nehmen. – Adv. ἀβλαβέως ὑπὸ ποσσὶν ἐδήσατο, er band die Sohlen so unter, daß sie ihn nicht hinderten, H. h. Mere. 83; δικαίως καὶ ἀβ. καὶ ἀδόλως ἐμμένειν τῇ συμμαχίᾳ, unverbrüchlich, Thuc. 5, 47; ohne Schaden zu thun, Plut. Mar. 37.
Greek (Liddell-Scott)
ἀβλᾰβής: -ές, ἄνευ βλάβης, ὅ ἐ. Ι. παθ. μὴ ὑποστὰς βλάβην. Πινδ. Ο. 13. 37, -λαὸς Π. 8. 77, Αἰσχύλ. Θηβ. 68, κτλ. ζῶσαν ἀβλαβεῖ βίῳ. Σοφ. Ἠλ. 650. πρβλ. 649. ΙΙ. ἐνεργ. μὴ προξενῶν βλάβην, ἀθῷος: ξυνουσία Αἰσχύλ. Εὐμ. 285. ἡδοναὶ Πλάτ. Πολ. 357 Β, κτλ. ἀβλ. σπασμοὶ μὴ προξενοῦντες σπουδαίαν βλάβην. Ἱππ. Ἐπιδ. 1. 944. 2) ἀποκρούων ἢ προλαμβάνων βλάβην· -ὕδωρ Θεόκρ. 24. 96: ― Παρὰ Πλάτ. Νόμ. 953Α. ἔχομεν τὴν ἐνεργ. καὶ τὴν παθ. σημασ. ἐν συνδυασμῷ. ἀβλ. τοῦ δρᾶσαί τε καὶ παθεῖν· = χωρὶς νὰ προξενήσῃ καὶ νὰ πάθῃ βλάβην· ― ἐπίρρ. ἀβλαβῶς, Ἐπ. -έως, ὕμ. Ὁμηρ. εἰς Ἑρμ. 83. 3) ἐν Ἀττ. τυπικαῖς φράσεσιν: ἀβλαβῶς σπονδαῖς ἐμμένειν, μετὰ τῶν ἐπιρρ. δικαίως καὶ ἀδόλως φαίνεται ἀποκλεῖον φανερὰν βίαν ὡς καὶ ἀπάτην· Θουκ. 5. 18 καὶ 47· οὕτω καὶ αὐταὶ αἱ σπονδαὶ ἀποκαλοῦνται ἄδολοι καὶ ἀβλ. ὁ αὐτ. 4. 118, 5. 18. ὡσαύτ. εὕρ. ξύμμαχοι πιστοὶ… καὶ ἀβλ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 74. 14.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
I. 1 qui ne nuit pas, qui ne fait pas de mal;
2 qui écarte, prévient le danger;
II. qui n'éprouve aucune atteinte ; tranquille.
Étymologie: ἀ, βλάπτω.
English (Slater)
ἀβλᾰβής unscathed, secure τόνδε λαὸν ἀβλαβῆ νέμων pr. (O. 13.27) “ἀφίξεται λαῷ σὺν ἀβλαβεῖ” (P. 8.54)
Spanish (DGE)
(ἀβλᾰβής) -ές
• Morfología: [ac. ἀβλάβην Sapph.5.1, ἀβλαβῆν POsl.61.4 (III d.C.)]
I 1sent. fís. no dañado, indemne, ileso gener. como pred. ἀβλάβην μοι τὸν κασί γνητον δ[ό] τε τυίδ' ἴκεσθαι Sapph.5.1, τόνδε λαὸν ἀβλαβῆ νέμων Pi.O.13.27, cf. P.8.54, αὐτὸς ἀ. καὶ τοὺς αὑτοῦ ἄνδρας ἀβλαβεῖς ... παρέχεται como lo propio del buen comandante, X.Cyr.4.1.3, cf. IStratonikeia 10.18 (I a.C.), ἵνα σοι παῖδες φυλαχθῶσιν ἀβλαβεὶς LXX Sap.19.6, cf. D.C.68.24.2, ἀβλαβῆ ... ἐποιήσατο τὴν ἀναχώρησιν hizo la retirada sin bajas Plb.5.110.11, τὴν ν[ο] μὴν τῆς ... οἰκίας ἄτρωτον ἀβλαβῆ παραδοῦναι PSI 709.25, cf. POxy.1963.11 (ambos VI d.C.), ἀβλαβῆ διαμένειν τὸν καρπόν Gp.1.14.10
•c. rég. prep. διατελοῦσιν ἀβλαβεῖς ὑπ' ἀλλήλων viven sin recibir daño unos de otros, e.e., conviven pacíficamente, D.Chr.36.47
•sent. no estrictamente fís. ἀ. βίος una vida sin perjuicio, sin daño S.El.650, τέχνη ... ἀ. καὶ ἀκέραιος Pl.R.342b, διοίκησις Plot.2.1.4
•no violado σπονδαί Th.5.18.
2 no perjudicado, en sent. econ. indemnizado τὸν τοῦ τελευτήσαντος δεσπότην ἀβλαβῆ παρεχέτω καὶ ἀζήμιον ha de indemnizar y pagar al amo del (esclavo) muerto Pl.Lg.865c.
II 1no dañino, inofensivo, benigno ξυνουσία A.Eu.285, ἡδοναί Pl.R.357b, cf. Phlb.63a, σπασμοί Hp.Epid.1.6, cf. Arist.EN 1154b4, ἀβλαβῆ ... τὴν κατὰ τὸν ἥλιον ἀνατολήν (a ninguno de los dos ejércitos) fue molesta la salida del sol Plb.3.114.8, ἥλιος ἀ. LXX Sap.18.3, παλίρροια Str.7.2.1, ἡμέρῳ καὶ ἀβλαβεῖ D.Chr.1.25, (φάρμακα) ἀβλαβέστερα πρὸς τὸ μέλλον Gal.10.818, πεποίηκεν ἀβλαβὲς καὶ ἡδὺ τὸ βρῶμα Vit.Prophet.96.7, ἡμῖν ἀβλαβὴν χάριν ποιῆσαι concedernos un favor no lesivo (para tí), e.d., que no te cuesta nada POsl.l.c., ἀβλαβοῦς ὄντος τοῦ ἀξιώματος no perjudicando la demanda, IFayoum 114.32 (I a.C.)
•c. dat. ἀ. δόμοις A.Eu.474, βαιὸς ὄλβος ἀ. βροτοῖς una fortuna humilde no es dañina para los mortales E.Fr.825, τῷ σώματι Thphr.HP 7.9.4, ἀ. τοῖς χρωμένοις Plb.11.29.10, τῷ στομάχῳ Gal.6.697
•c. gen. κοινωνία ἡ ἀ. τῶν πλησίον Porph.Sent.32
•de pers. que no causa perjuicio, benéfico χσύμμαχοι ἐσόμεθα πισ[τοὶ] ... καὶ ἀβλαβε͂ς IG 13.53.14 (V a.C.)
•sent. I 1 y II 1 neutralizados por el cont. ἀ. τοῦ δρᾶσαί τε καὶ παθεῖν Pl.Lg.953a
•subst. benignidad τὸ πρὸς ἀνθρώπους ἀ. Phld.Piet.65.
2 que evita o aleja el daño ὕδωρ Theoc.24.98.
III adv. ἀβλαβῶς, ἀβλαβέως
1 de manera segura ἀ. ἐδήσατο σάνδαλα h.Merc.83
•sin riesgos, sin sufrir daño ζώειν Thgn.1154, πορευθεὶς ἀ. GVI 999.4 (II a.C.)
•en relatos de batallas sin bajas Plb.5.96.3.
2 sin dañar, sin hacer daño, inocuamente de anim. λέοντα ἰδεῖν ἥμερον μὲν καὶ σαίνοντα καὶ προσίοντα ἀ. ἀγαθὸν ἂν εἴη Artem.2.12, ἀ. ὡς ἐμισθωσάμην PSI 934.14 (VI d.C.), cf. Arr.An.1.1.9, ἀ. ἂν τρέφοις Gal.10.689, ἀ. τῇ γαστρί Metrod.41
•sin violar lo pactado ἐμμενῶ τῇ ξυμμαχίᾳ ... ἀ. καὶ ἀδόλως Th.5.47
•sin culpa χρεῖαν ἔχειν PSI 392.13 (III a.C.).
• Etimología: Cf. ἀβλοπές.
Greek Monotonic
ἀβλᾰβής: -ές (βλάβη), αβλαβής, αυτός που δεν έχει υποστεί φθορά, δηλ.·
I. Παθ., σώος, ασφαλής, άθικτος, αυτός που δεν υπέστη βλάβη, σε Αισχύλ. κ.λπ.
II. 1. Ενεργ., αυτός που δεν επιφέρει βλάβη, άκακος, ακίνδυνος, καλοήθης, αθώος, σε Αισχύλ., σε Πλάτ.
2. αυτός που αποκρούει ή προλαμβάνει τη βλάβη, σε Θεόκρ.
3. επίρρ., ἀβλαβῶς· στις Αττ. φρ.: ἀβλαβῶς σπονδαῖς ἐμμένειν, χωρίς να προκαλούν βλάβη, σε Θουκ.· ομοίως οι ίδιες οι σπονδαὶ αποκαλούνται ἄδολοι καὶ ἀβλαβεῖς, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ἀβλᾰβής:
1) безвредный, безобидный, безопасный (ξυνουσία Aesch.; ἡδοναί Plat.; σπονδαὶ ἀβλαβεῖς Thuc.); ἀ. τοῦ δρᾶσαί τε καὶ παθεῖν Plat. неспособный ни причинить вреда, ни понести ущерба; ἀβλαβέστατον ζῴων ἁπάντων Plut. самое безобидное из животных;
2) предотвращающий опасность (τέχναι Plat.; ὕδωρ Theocr.);
3) не потерпевший ущерба, невредимый: ἀβλαβῆ τινα παρέχειν Plat. возместить кому-л. убытки.
Middle Liddell
βλάβη
without harm, i.e.,
I. pass. unharmed, unhurt, secure, Aesch., etc.
II. act. not harming, harmless, innocent, Aesch., Plat.
2. averting or preventing harm, Theocr.
3. adv. in attic formularies, ἀβλαβῶς σπονδαῖς ἐμμένειν without doing harm, Thuc.; so the σπονδαί themselves are entitled ἄδολοι καὶ ἀβλαβεῖς, Thuc.