ἀναισθητέω: Difference between revisions
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
|||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἀναισθητέω:''' [[быть бесчувственным]], [[равнодушным или тупым]] Aesop., Dem., Plut. | |elrutext='''ἀναισθητέω:''' [[быть бесчувственным]], [[равнодушным]] или [[тупым]] Aesop., Dem., Plut. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[from [[ἀναίσθητος]]<br />to [[want]] [[perception]], Dem. | |mdlsjtxt=[from [[ἀναίσθητος]]<br />to [[want]] [[perception]], Dem. | ||
}} | }} |
Revision as of 08:36, 17 September 2022
English (LSJ)
lack perception, D.18.221; ἀναισθητέω ταλαιπωρίας = to be without sense of weariness, J.AJ11.5.8; συμφορῶν ἀναισθητέω BJ4.3.10: abs., Epicur.Ep.1p.21U., Sor.2.49, prob. in Porph.Abst.1.39.
German (Pape)
[Seite 190] dasselbe, stumssinnig sein, Dem. 18, 221, u. Sp., wie Aesop. 73 u. Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναισθητέω: στερούμαι αἰσθητικότητος ἢ ἀντιλήψεως, Δημ. 302. 3· ἀν. ταλαιπωρίας, δὲν αἰσθάνομαι κόπωσιν, Ἰωσήπ. Ἀρχ. Ἰ. 11. 5, 8.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
être insensible.
Étymologie: ἀναίσθητος.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): tb. ἀναισθητεύομαι Phryn.328
1 carecer de la facultad de la sensación, perder la sensibilidad Anon.Lond.11.27 (= Hippo A 11), Sor.127.6, ἡ ψυχή οὐδέποτε ... ἀναισθητεῖ Epicur.Ep.[2] 65
•quedarse sin conocimiento, perder el sentido ἡ (Ἀνθία) ... ἔκειτο ἀναισθητοῦσα X.Eph.3.7.4
•c. gen. no sentir, no darse cuenta de τῶν θερμῶν Plu.2.1062c, ταλαιπωρίας I.AI 11.176, συμφορῶν I.BI 4.165, ἡμῶν Ap.Ty.Ep.35, τῆς χρηστότητος αὐτοῦ Ign.Magn.10.1.
2 ser insensato ἐπεπείσμην δ' ὑπὲρ ἐμαυτοῦ τυχὸν μὲν ἀναισθητῶν, ὅμως δ' ἐπεπείσμην en lo que a mí mismo se refiere, estaba convencido, tal vez insensatamente, pero de todas formas estaba convencido D.18.221, cf. Ph.1.358, Chrys.M.57.378.
Greek Monolingual
(Α ἀναισθητέω, ἀναισθητῶ)
δεν έχω αίσθηση ή αισθητικότητα, είμαι αναίσθητος σωματικά ή ψυχικά
νεοελλ.
προκαλώ σωματική αναισθησία κατά τις εγχειρήσεις με κατάλληλα φάρμακα, αναισθητίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναίσθητος.
ΠΑΡ. νεοελλ. αναισθήτηση].
Greek Monotonic
ἀναισθητέω: μέλ. -ήσω, στερούμαι αντίληψης ή αίσθησης, σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
ἀναισθητέω: быть бесчувственным, равнодушным или тупым Aesop., Dem., Plut.
Middle Liddell
[from ἀναίσθητος
to want perception, Dem.