πλακοῦς: Difference between revisions

From LSJ

ὤμοι, πέπληγμαι καιρίαν πληγὴν ἔσω → Alas! I am struck deep with a mortal blow! | Ah me! I am struck—a right-aimed stroke within me (Aeschylus, Agamemnon 1343)

Source
mNo edit summary
m (Text replacement - ".[[" to ". [[")
Line 27: Line 27:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πλᾰκοῦς:''' -οῦντος, ὁ, συνηρ. [[τύπος]] από το [[πλακόεις]] ([[πλάξ]]), πλατύ [[ζυμαρικό]], Λατ.[[placenta]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''πλᾰκοῦς:''' -οῦντος, ὁ, συνηρ. [[τύπος]] από το [[πλακόεις]] ([[πλάξ]]), πλατύ [[ζυμαρικό]], Λατ. [[placenta]], σε Αριστοφ.
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 08:20, 21 September 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλᾰκοῦς Medium diacritics: πλακοῦς Low diacritics: πλακούς Capitals: ΠΛΑΚΟΥΣ
Transliteration A: plakoûs Transliteration B: plakous Transliteration C: plakoys Beta Code: plakou=s

English (LSJ)

πλακοῦντος, ὁ, voc.
A πλακοῦ Theodos.Can.p.3 H.:—contr. from πλακόεις, flat cake (perhaps shaped like the mallow-seed, Phan.Hist.29), freq. in Com., πλακοῦντος κύκλος Ar.Ach.1125, cf. Alex.22 (pl., hex.); πλακοῦς ἄρτος Ath.14.645d: also resolved πλακόεις, AP6.155 (Theodorid.).
II the seed of the mallow, which seeds children call cheeses, Phan.Hist.29, Gal.10.113.

German (Pape)

[Seite 624] οῦντος, ὁ, zsgz. aus πλακόεις, vgl. Ath. XIV, 644, Kuchen, wegen der breiten Gestalt, Ar. oft, πλακοῦς πέπεπται, Pax 834, ὀπτᾶν, Ran. 508; oft bei Ath. XIV.

Greek (Liddell-Scott)

πλακοῦς: οῦντος, ὁ· κλητ. πλακοῦ Α. Β. 975· ― συνῃρ. ἐκ τοῦ πλακόεις, πλακωτόν, πλατὺ ζυμαρικόν, Λατ. placenta (ἴσως, ἔχων τὸ σχῆμα τοῦ σπόρου μαλάχης, Ἀθήν. 58Ε), συχν. παρ’ Ἀριστοφ., οἷον πλακοῦντος κύκλος Ἀχ. 1125· πρβλ. Ἀθήν. σελ. 644-6· π. ἄρτος Φιλητ. αὐτόθι 645D· ― ὡσαύτως ἀσυναίρ. πλακόεις, Ἀνθ. Π. 6. 155. ΙΙ. ὁ σπερματικὸς τύπος τῆς ἡμέρου μαλάχης, Φανίας παρ’ Ἀθην. 58Ε.

French (Bailly abrégé)

v. πλακόεις.

Spanish

torta

Greek Monolingual

ο / πλακοῦς, -οῦν τος, ΝΜΑ, και πλακούντας Ν
είδος εδέσματος που παρασκευάζεται από ζύμη με την προσθήκη άλλων υλικών, και το οποίο έχει σχήμα πλατύ, η πίτα
νεοελλ.
1. κάθε είδος μικρού γλυκίσματος από ζυμάρι
2. κάθε πεπιεσμένη και πεπλατυσμένη μάζα
3. (ανατ.-φυσιολ.) το αγγειοβριθές ὁργανο που συνδέει το έμβρυο με τη μήτρα της μητέρας, διά μέσου του οποίου γίνονται οι μεταβολικές ανταλλαγές του αναπτυσσόμενου ατόμου με τη στενή συνεργασία εμβρυϊκών και ορισμένων ιστών της μήτρας
4. βοτ. α) το τμήμα της επιφάνειας ενός καρπόφυλλου στο οποίο είναι προσκολλημένες οι σπερματικές βλάστες
β) (κατ' επέκτ.) ο ιστός με τον οποίο τα σπόρια και τα σποριάγγεια συνδέονται με τον μητρικό ιστό
γ) (χημ.-τεχνολ.) ακατέργαστο υπόλειμμα το οποίο παραμένει μετά την απομάκρυνση, με τη μέθοδο της έκθλιψης, τών ελαιωδών ουσιών από τους διάφορους ελαιούχους καρπούς ή σπέρματα, η ελαιόπιτα ή ο ελαιοπλακούντας
αρχ.
ο σπερματικός τύπος της μολόχας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλακόεις με συναίρεση (βλ. και -όεις)].

Greek Monotonic

πλᾰκοῦς: -οῦντος, ὁ, συνηρ. τύπος από το πλακόεις (πλάξ), πλατύ ζυμαρικό, Λατ. placenta, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

πλᾰκοῦς: οῦντος ὁ стяж. = πλακόεις II.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πλακοῦς -οῦσσα -οῦν, zonder contr. πλακόεις -όεσσα -όεν [πλάξ] plat; subst. ὁ πλακοῦς platte koek.

Middle Liddell

πλᾰκοῦς, οῦντος, ὁ, πλάξ
a flat cake, Lat. placenta, Ar.