γάϊος: Difference between revisions
κράτιστοι δ᾽ ἂν τὴν ψυχὴν δικαίως κριθεῖεν οἱ τά τε δεινὰ καὶ ἡδέα σαφέστατα γιγνώσκοντες καὶ διὰ ταῦτα μὴ ἀποτρεπόμενοι ἐκ τῶν κινδύνων → the bravest are surely those who have the clearest vision of what is before them, glory and danger alike, and yet notwithstanding, go out to meet it | and they are most rightly reputed valiant who, though they perfectly apprehend both what is dangerous and what is easy, are never the more thereby diverted from adventuring
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0470.png Seite 470]] dor. für [[γήϊος]], im Lande befindlich, Aesch. Suppl. 806; aber ibd. 147 ist es in der Bdtg unterirdisch nur Conj. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0470.png Seite 470]] dor. für [[γήϊος]], im Lande befindlich, Aesch. Suppl. 806; aber ibd. 147 ist es in der Bdtg unterirdisch nur Conj. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>dor. c.</i> [[γήϊος]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''γάϊος''': -ον, Δωρ. ἀντὶ γήϊος, ὁ ἐπὶ τῆς γῆς, ἐπὶ τῆς ξηρᾶς, Αἰσχύλ. Ἱκ. 826, πρβλ. Herm. εἰς Θήβ. 736· [[παῖς]] [[γάϊος]], [[τέκνον]] τῆς γῆς, ἐπὶ δούλου μὴ δυναμένου νὰ ὁρίσῃ τινὰ ὡς πατέρα του, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 606· πρβλ. γῆς ὢν [[πρόσθε]] [[γόνος]] μητέρα γαῖαν ἔχω [[αὐτόθι]] 4· γῆς [[παῖς]] [[αὐτόθι]] 1037. 6· πρβλ. Ἀνθ. II. 7. 371. ΙΙ. τὸν γάϊον Αἰσχύλ. Ἱκ. 156, = καταχθόνιον, [[εἶναι]] [[διόρθωσις]] κατ’ εἰκασίαν τοῦ Wellauer ἀντὶ τοῦ ἐφθαρμένου τόνταιον, ἴδε Δινδ. Ἀποσπ. 229. | |lstext='''γάϊος''': -ον, Δωρ. ἀντὶ γήϊος, ὁ ἐπὶ τῆς γῆς, ἐπὶ τῆς ξηρᾶς, Αἰσχύλ. Ἱκ. 826, πρβλ. Herm. εἰς Θήβ. 736· [[παῖς]] [[γάϊος]], [[τέκνον]] τῆς γῆς, ἐπὶ δούλου μὴ δυναμένου νὰ ὁρίσῃ τινὰ ὡς πατέρα του, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 606· πρβλ. γῆς ὢν [[πρόσθε]] [[γόνος]] μητέρα γαῖαν ἔχω [[αὐτόθι]] 4· γῆς [[παῖς]] [[αὐτόθι]] 1037. 6· πρβλ. Ἀνθ. II. 7. 371. ΙΙ. τὸν γάϊον Αἰσχύλ. Ἱκ. 156, = καταχθόνιον, [[εἶναι]] [[διόρθωσις]] κατ’ εἰκασίαν τοῦ Wellauer ἀντὶ τοῦ ἐφθαρμένου τόνταιον, ἴδε Δινδ. Ἀποσπ. 229. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 18:25, 1 October 2022
English (LSJ)
[ᾱ], α, ον, Dor. for γήϊος,
A onland, A.Supp.826(lyr.); earthy, γ. κόνις Id.Th.736; of the land, κόγχοι Epich.42.9; παῖς γάϊος = child of earth, terrae filius, of a slave, prob. in IG14.1432 (cf. γάϊος παρὰ Ἰταλιώταις καὶ Ταραντίνοις ὁ μίσθιος Eust.188.30, cf. EM223.24); ἄνεμος a land wind, Hsch.; also, = ἐργάτης βοῦς, Id., EMl.c.
II τὸν γάϊον, = καταχθόνιον, prob. in A.Supp.156(lyr.).
Spanish (DGE)
-α, -ον
• Alolema(s): γέϊος Eust.188.30
• Grafía: graf. γάειος IUrb.Rom.1164 (II/III d.C.)
I 1de tierra como elemento κόνις A.Th.736.
2 que procede de la tierra ref. al viento, de tierra Hsch., cf. Eust.188.29
•de seres vivos γάϊαι κόγχοι moluscos de tierra, e.e. que viven enterrados Epich.12.9
•prob. como pred. que está en la tierra, que ataca desde la tierra A.Supp.826, γ. παῖς terrae filius, e.e. esclavo, IUrb.Rom.l.c., cf. Eust.188.30, EM 223.24G.
3 prob. que habita en el interior de la tierra, subterráneo, infernal ὁ γ. ... Ζεύς A.Supp.156.
II para el trabajo de la tierra βοῦς γ. buey de labor Hsch., Eust.188.29.
German (Pape)
[Seite 470] dor. für γήϊος, im Lande befindlich, Aesch. Suppl. 806; aber ibd. 147 ist es in der Bdtg unterirdisch nur Conj.
French (Bailly abrégé)
dor. c. γήϊος.
Greek (Liddell-Scott)
γάϊος: -ον, Δωρ. ἀντὶ γήϊος, ὁ ἐπὶ τῆς γῆς, ἐπὶ τῆς ξηρᾶς, Αἰσχύλ. Ἱκ. 826, πρβλ. Herm. εἰς Θήβ. 736· παῖς γάϊος, τέκνον τῆς γῆς, ἐπὶ δούλου μὴ δυναμένου νὰ ὁρίσῃ τινὰ ὡς πατέρα του, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 606· πρβλ. γῆς ὢν πρόσθε γόνος μητέρα γαῖαν ἔχω αὐτόθι 4· γῆς παῖς αὐτόθι 1037. 6· πρβλ. Ἀνθ. II. 7. 371. ΙΙ. τὸν γάϊον Αἰσχύλ. Ἱκ. 156, = καταχθόνιον, εἶναι διόρθωσις κατ’ εἰκασίαν τοῦ Wellauer ἀντὶ τοῦ ἐφθαρμένου τόνταιον, ἴδε Δινδ. Ἀποσπ. 229.
Greek Monolingual
γάϊος, -ον (δωρ. τ. του γήϊος). (Α)
1. γήϊος, επίγειος
2. δούλος, υπηρέτης
3. χοντροκέφαλος και αναίσθητος άνθρωπος.
Greek Monotonic
γάϊος: [ᾱ], α, ον, Δωρ. αντί γήϊος, αυτός που βρίσκεται πάνω στη στεριά, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
γάϊος: дор. = γήϊος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γάϊος -α -ον γαῖα Dor. van de aarde:. ὅδε μάρπτις νάϊος γάϊος daar is de rover van het schip al op het land Aeschl. Suppl. 825.