διπλάζω: Difference between revisions
Τί ὕπνος; Καμάτων ἀνάπαυσις, ἰατρῶν κατόρθωμα, δεδεμένων λύσις, ἀγρυπνούντων σοφία, νοσούντων εὐχή, θανάτου εἰκών, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πάσης πνοῆς ἡσυχία, πλουσίων ἐπιτήδευμα, πενήτων ἀδολεσχία, καθημερινὴ μελέτη. → What is sleep? Rest from toil, the success of physicians, the release of those who are bound, the wisdom of the wakeful, what sick men pray for, an image of death, the desire of those who toil in hardship, the rest of all the spirit, a principal occupation of the rich, the idle chatter of poor men, a daily object of concern.
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=(δῐπλάζω)<br /><b class="num">• Morfología:</b> [v. med. aor. opt. 2<sup>a</sup> sg. διπλάσσαιο Nic.<i>Th</i>.79]<br /><b class="num">I</b> tr.<br /><b class="num">1</b> [[duplicar]], [[doblar]] en tamaño ἕκαστον κῶλον ... τάφου <i>Trag.Adesp</i>.166.3, en valor, Alex.127, en número, Nic.l.c., cf. Ath.Al.M.25.528A, διπλάζειν τὴν δεξιάν hacer dos movimientos hacia la derecha</i> Simp.<i>in Cael</i>.419.34<br /><b class="num">•</b>en v. pas. [[ser doblado]], [[verse duplicado]] τιμά E.<i>Supp</i>.781, κακόν Men.<i>Fr</i>.264.10.<br /><b class="num">2</b> gram. [[geminar]] una consonante, Eust.335.38, cf. 494.3.<br /><b class="num">3</b> mat. [[multiplicar por dos]] Hero <i>Stereom</i>.1.31.<br /><b class="num">II</b> intr. [[ser doble]] τό τοι διπλάζον ... μεῖζον κακόν doble mal es mayor mal</i> S.<i>Ai</i>.268. | |dgtxt=(δῐπλάζω)<br /><b class="num">• Morfología:</b> [v. med. aor. opt. 2<sup>a</sup> sg. διπλάσσαιο Nic.<i>Th</i>.79]<br /><b class="num">I</b> tr.<br /><b class="num">1</b> [[duplicar]], [[doblar]] en tamaño ἕκαστον κῶλον ... τάφου <i>Trag.Adesp</i>.166.3, en valor, Alex.127, en número, Nic.l.c., cf. Ath.Al.M.25.528A, διπλάζειν τὴν δεξιάν hacer dos movimientos hacia la derecha</i> Simp.<i>in Cael</i>.419.34<br /><b class="num">•</b>en v. pas. [[ser doblado]], [[verse duplicado]] τιμά E.<i>Supp</i>.781, κακόν Men.<i>Fr</i>.264.10.<br /><b class="num">2</b> gram. [[geminar]] una consonante, Eust.335.38, cf. 494.3.<br /><b class="num">3</b> mat. [[multiplicar por dos]] Hero <i>Stereom</i>.1.31.<br /><b class="num">II</b> intr. [[ser doble]] τό τοι διπλάζον ... μεῖζον κακόν doble mal es mayor mal</i> S.<i>Ai</i>.268. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=être double.<br />'''Étymologie:''' [[δίπλαξ]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διπλάζω''': [[διπλασιάζω]], Ἀνδοκ. 30. 27 (ὁ Reisk. διπλασιάσειεν) Ἄλεξ. Κυπρ. 3.- Παθ., διπλασιάζομαι, στρατηλάταις δορὸς διπλάζεται τιμὴ Εὐρ. Ἱκέτ. 781, πρβλ. Μένανδ. Μεθ. 1. 10. ΙΙ. ἀμετάβ., εἶμαι [[διπλάσιος]] ἢ διπλοῦς, δύο εἰδῶν, τό τοι διπλάζον μεῖζον κακὸν Σοφ. Αἴ. 268. | |lstext='''διπλάζω''': [[διπλασιάζω]], Ἀνδοκ. 30. 27 (ὁ Reisk. διπλασιάσειεν) Ἄλεξ. Κυπρ. 3.- Παθ., διπλασιάζομαι, στρατηλάταις δορὸς διπλάζεται τιμὴ Εὐρ. Ἱκέτ. 781, πρβλ. Μένανδ. Μεθ. 1. 10. ΙΙ. ἀμετάβ., εἶμαι [[διπλάσιος]] ἢ διπλοῦς, δύο εἰδῶν, τό τοι διπλάζον μεῖζον κακὸν Σοφ. Αἴ. 268. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 18:28, 1 October 2022
English (LSJ)
A = διπλασιάζω, double, φόρον And.4.11 (s.v.l.), Alex.122: —Pass., to be doubled, στρατηλάταις δορὸς διπλάζεται τιμά E.Supp. 781 (lyr.), cf. Men.319.10. II intr., to be twofold or double, τό τοι διπλάζον μεῖζον κακόν S.Aj.268.
Spanish (DGE)
(δῐπλάζω)
• Morfología: [v. med. aor. opt. 2a sg. διπλάσσαιο Nic.Th.79]
I tr.
1 duplicar, doblar en tamaño ἕκαστον κῶλον ... τάφου Trag.Adesp.166.3, en valor, Alex.127, en número, Nic.l.c., cf. Ath.Al.M.25.528A, διπλάζειν τὴν δεξιάν hacer dos movimientos hacia la derecha Simp.in Cael.419.34
•en v. pas. ser doblado, verse duplicado τιμά E.Supp.781, κακόν Men.Fr.264.10.
2 gram. geminar una consonante, Eust.335.38, cf. 494.3.
3 mat. multiplicar por dos Hero Stereom.1.31.
II intr. ser doble τό τοι διπλάζον ... μεῖζον κακόν doble mal es mayor mal S.Ai.268.
French (Bailly abrégé)
être double.
Étymologie: δίπλαξ.
Greek (Liddell-Scott)
διπλάζω: διπλασιάζω, Ἀνδοκ. 30. 27 (ὁ Reisk. διπλασιάσειεν) Ἄλεξ. Κυπρ. 3.- Παθ., διπλασιάζομαι, στρατηλάταις δορὸς διπλάζεται τιμὴ Εὐρ. Ἱκέτ. 781, πρβλ. Μένανδ. Μεθ. 1. 10. ΙΙ. ἀμετάβ., εἶμαι διπλάσιος ἢ διπλοῦς, δύο εἰδῶν, τό τοι διπλάζον μεῖζον κακὸν Σοφ. Αἴ. 268.
Greek Monolingual
και διπλιάζω (AM διπλάζω)
διπλασιάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος συντετμημένος τ. του διπλασιάζω].
Greek Monotonic
διπλάζω: = διπλασιάζω·
I. διπλασιάζω, σε Ευρ.
II. αμτβ., τὸ διπλάζον κακόν, το δύο ειδών κακό, το διπλάσιο κακό, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
διπλάζω:
1) удваивать Men.: δορὸς διπλάζεται τιμά τινι Eur. чья-л. военная слава возросла вдвое;
2) быть двойным (τό διπλάζον κακόν Soph.).
Middle Liddell
= διπλασιάζω,]
I. to double, Eur.
II. intr., τὸ δίπλαζον κακόν the twofold evil, Soph.