περικλυτός: Difference between revisions

From LSJ

τίς τὸν πλανήτην Οἰδίπουν καθ' ἡμέραν τὴν νῦν σπανιστοῖς δέξεται δωρήμασιν → who on this day shall receive Oedipus the wanderer with scanty gifts

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0580.png Seite 580]] eigtl. rings umher gehört, wovon man rings umher hört, weit und breit berühmt, ruhmvoll; Hephästus, Il. 1, 607 Od. 8, 287 u. öfter; [[υἱός]], Il. 18, 326; [[ἀοιδός]], Od. 1, 325. 8, 83, wo man es ohne Grund »weit tönend od. singend« übersetzen will; auch von Sachen, ἔργα, Il. 6, 324, δῶρα, 7, 299. 9, 121; bei Hes. stets Beiwort des Hephästus.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0580.png Seite 580]] eigtl. rings umher gehört, wovon man rings umher hört, weit und breit berühmt, ruhmvoll; Hephästus, Il. 1, 607 Od. 8, 287 u. öfter; [[υἱός]], Il. 18, 326; [[ἀοιδός]], Od. 1, 325. 8, 83, wo man es ohne Grund »weit tönend od. singend« übersetzen will; auch von Sachen, ἔργα, Il. 6, 324, δῶρα, 7, 299. 9, 121; bei Hes. stets Beiwort des Hephästus.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />renommé alentour, illustre.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[κλύω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''περικλῠτός''': -ή, -όν, ([[κλύω]]) ὁ [[πανταχοῦ]] φημιζόμενος, [[περιώνυμος]] «ξακουσμένος», Λατ. inclytus, ἐπὶ τοῦ θεοῦ Ἡφαίστου, Ἰλ. Α. 607, Ὀδ. Θ. 287· περικλυτὸς ἀμφιγυήεις Ἡσ. Θεογ. 571, («περικλυτὸς [[ἔνδοξος]] περισσῶς καὶ [[λίαν]] ὠνομασμένος διὰ τὴν τέχνην» Ἡσύχ.)· ἐπὶ ἡρώων, Ἰλ. Λ. 104, Σ. 326· ἐπὶ ἀοιδοῦ, Ὀδ. Δ. 325, Θ. 83, κτλ.· ἐπὶ τόπων, π. ἄστυ Δ. 9, Π. 170· ἐπὶ πραγμάτων, π. δῶρα, ἔργα, [[ἔξοχα]], λαμπρά, Ἰλ. Ζ. 324, Η. 299, Ι. 121. - Ἐπικ. λέξ. ἐν χρήσει [[ὡσαύτως]] παρὰ τοῖς Βυζ. πεζογράφοις.
|lstext='''περικλῠτός''': -ή, -όν, ([[κλύω]]) ὁ [[πανταχοῦ]] φημιζόμενος, [[περιώνυμος]] «ξακουσμένος», Λατ. inclytus, ἐπὶ τοῦ θεοῦ Ἡφαίστου, Ἰλ. Α. 607, Ὀδ. Θ. 287· περικλυτὸς ἀμφιγυήεις Ἡσ. Θεογ. 571, («περικλυτὸς [[ἔνδοξος]] περισσῶς καὶ [[λίαν]] ὠνομασμένος διὰ τὴν τέχνην» Ἡσύχ.)· ἐπὶ ἡρώων, Ἰλ. Λ. 104, Σ. 326· ἐπὶ ἀοιδοῦ, Ὀδ. Δ. 325, Θ. 83, κτλ.· ἐπὶ τόπων, π. ἄστυ Δ. 9, Π. 170· ἐπὶ πραγμάτων, π. δῶρα, ἔργα, [[ἔξοχα]], λαμπρά, Ἰλ. Ζ. 324, Η. 299, Ι. 121. - Ἐπικ. λέξ. ἐν χρήσει [[ὡσαύτως]] παρὰ τοῖς Βυζ. πεζογράφοις.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />renommé alentour, illustre.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[κλύω]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth

Revision as of 08:02, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περικλῠτός Medium diacritics: περικλυτός Low diacritics: περικλυτός Capitals: ΠΕΡΙΚΛΥΤΟΣ
Transliteration A: periklytós Transliteration B: periklytos Transliteration C: periklytos Beta Code: perikluto/s

English (LSJ)

[ή, όν, κλύω) famous, renowned, of Hephaestus, Il.1.607, Od.8.287, Hes.Th.571; of heroes, Il.11.104, 18.326; of a minstrel, Od.1.325,8.83, etc.; of places, ἄστυ π. 4.9, 16.170; of things, π. δῶρα, ἔργα, excellent, noble, Il.7.299, 6.324, cf. Orph.Fr.238, al.

German (Pape)

[Seite 580] eigtl. rings umher gehört, wovon man rings umher hört, weit und breit berühmt, ruhmvoll; Hephästus, Il. 1, 607 Od. 8, 287 u. öfter; υἱός, Il. 18, 326; ἀοιδός, Od. 1, 325. 8, 83, wo man es ohne Grund »weit tönend od. singend« übersetzen will; auch von Sachen, ἔργα, Il. 6, 324, δῶρα, 7, 299. 9, 121; bei Hes. stets Beiwort des Hephästus.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
renommé alentour, illustre.
Étymologie: περί, κλύω.

Greek (Liddell-Scott)

περικλῠτός: -ή, -όν, (κλύω) ὁ πανταχοῦ φημιζόμενος, περιώνυμος «ξακουσμένος», Λατ. inclytus, ἐπὶ τοῦ θεοῦ Ἡφαίστου, Ἰλ. Α. 607, Ὀδ. Θ. 287· περικλυτὸς ἀμφιγυήεις Ἡσ. Θεογ. 571, («περικλυτὸς ἔνδοξος περισσῶς καὶ λίαν ὠνομασμένος διὰ τὴν τέχνην» Ἡσύχ.)· ἐπὶ ἡρώων, Ἰλ. Λ. 104, Σ. 326· ἐπὶ ἀοιδοῦ, Ὀδ. Δ. 325, Θ. 83, κτλ.· ἐπὶ τόπων, π. ἄστυ Δ. 9, Π. 170· ἐπὶ πραγμάτων, π. δῶρα, ἔργα, ἔξοχα, λαμπρά, Ἰλ. Ζ. 324, Η. 299, Ι. 121. - Ἐπικ. λέξ. ἐν χρήσει ὡσαύτως παρὰ τοῖς Βυζ. πεζογράφοις.

English (Autenrieth)

highly renowned or famous.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
(επικ. τ.)
1. (ιδίως για τον Ήφαιστο) αυτός του οποίου το όνομα ακούγεται παντού, περιώνυμος, ξακουστός
2. (για ήρωα) τρισένδοξος
3. (για αοιδό) ονομαστός για την τέχνη του
4. (για τόπο) περίφημος
5. (για πράγμ.) λαμπρός, έξοχος («δῶρα δ' ἄγ' ἀλλήλοισι περικλυτὰ δώομεν ἄμφω», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + κλυτός «φημισμένος» (< κλύω «ακούω»), πρβλ. δουρικλυτός.

Greek Monotonic

περικλῠτός: -ή, -όν, ονομαστός παντού, ολόγυρα ξακουστός, φημισμένος, ένδοξος, Λατ. inclytus, σε Όμηρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περι-κλυτός -ή -όν zeer beroemd; van zaken prachtig.

Russian (Dvoretsky)

περικλῠτός: всем известный, славный, знаменитый (ἀοιδός, ἄστυ, ἔργα Hom.).

Middle Liddell

περι-κλῠτός, ή, όν
heard of all round, famous, renowned, glorious, Lat. inclytus, Hom.