πημονή: Difference between revisions

From LSJ

μὴ δὶς πρὸς τὸν αὐτὸν λίθον πταίειν → do not stumble twice on the same stone

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0611.png Seite 611]] ἡ, poet. statt [[πῆμα]]; oft bei Tragg., sing. u. plur., z. B. τοιαῖσδε πημοναῖσι κάμπτομαι Aesch. Prom. 237, [[ὅμως]] δ' [[ἀνάγκη]] πημονὰς βροτοῖς φέρειν Pers. 285, πημονὰς εὔχου [[λαβεῖν]] Soph. Trach. 1179, u. öfter, wie Eur., ἐμοὶ [[χρῆν]] πημονὰν [[γενέσθαι]] Hec. 630. In Prosa Thuc. 5, 18 in einem Dokumente.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0611.png Seite 611]] ἡ, poet. statt [[πῆμα]]; oft bei Tragg., sing. u. plur., z. B. τοιαῖσδε πημοναῖσι κάμπτομαι Aesch. Prom. 237, [[ὅμως]] δ' [[ἀνάγκη]] πημονὰς βροτοῖς φέρειν Pers. 285, πημονὰς εὔχου [[λαβεῖν]] Soph. Trach. 1179, u. öfter, wie Eur., ἐμοὶ [[χρῆν]] πημονὰν [[γενέσθαι]] Hec. 630. In Prosa Thuc. 5, 18 in einem Dokumente.
}}
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>1</b> <i>c.</i> [[πῆμα]];<br /><b>2</b> sujet d'affliction ; [[αἱ]] πημοναί les paroles propres à affliger.<br />'''Étymologie:''' [[πῆμα]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πημονή''': ἡ, ([[πήμων]]) [[τύπος]] [[ἕτερος]] τοῦ [[πῆμα]], ἐν πολλῇ χρήσει παρὰ τοῖς Τραγ., [[οἷον]] Αἰσχύλ. Πρ. 237, 276, 306, Σοφ. Τρ. 1189, κτλ.· ἐν χρήσει [[ὡσαύτως]] ἔν τινι σπονδῇ παρὰ Θουκ. 5. 18.
|lstext='''πημονή''': ἡ, ([[πήμων]]) [[τύπος]] [[ἕτερος]] τοῦ [[πῆμα]], ἐν πολλῇ χρήσει παρὰ τοῖς Τραγ., [[οἷον]] Αἰσχύλ. Πρ. 237, 276, 306, Σοφ. Τρ. 1189, κτλ.· ἐν χρήσει [[ὡσαύτως]] ἔν τινι σπονδῇ παρὰ Θουκ. 5. 18.
}}
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>1</b> <i>c.</i> [[πῆμα]];<br /><b>2</b> sujet d'affliction ; [[αἱ]] πημοναί les paroles propres à affliger.<br />'''Étymologie:''' [[πῆμα]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 08:10, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πημονή Medium diacritics: πημονή Low diacritics: πημονή Capitals: ΠΗΜΟΝΗ
Transliteration A: pēmonḗ Transliteration B: pēmonē Transliteration C: pimoni Beta Code: phmonh/

English (LSJ)

ἡ, = πῆμα, freq. in Trag., A.Pr.239 (pl.), 278, 308 (pl.), S.Tr.1189 (pl.), E.Fr.682; also ὅπλα μὴ ἐπιφέρειν ἐπὶ πημονῇ with hostile intent, Foed. ap. Th.5.18.

German (Pape)

[Seite 611] ἡ, poet. statt πῆμα; oft bei Tragg., sing. u. plur., z. B. τοιαῖσδε πημοναῖσι κάμπτομαι Aesch. Prom. 237, ὅμως δ' ἀνάγκη πημονὰς βροτοῖς φέρειν Pers. 285, πημονὰς εὔχου λαβεῖν Soph. Trach. 1179, u. öfter, wie Eur., ἐμοὶ χρῆν πημονὰν γενέσθαι Hec. 630. In Prosa Thuc. 5, 18 in einem Dokumente.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
1 c. πῆμα;
2 sujet d'affliction ; αἱ πημοναί les paroles propres à affliger.
Étymologie: πῆμα.

Greek (Liddell-Scott)

πημονή: ἡ, (πήμων) τύπος ἕτερος τοῦ πῆμα, ἐν πολλῇ χρήσει παρὰ τοῖς Τραγ., οἷον Αἰσχύλ. Πρ. 237, 276, 306, Σοφ. Τρ. 1189, κτλ.· ἐν χρήσει ὡσαύτως ἔν τινι σπονδῇ παρὰ Θουκ. 5. 18.

Greek Monolingual

ἡ, Α
1. η κατάσταση που προκύπτει από μια συμφορά, από μια δυστυχία, το πάθημα, το δυστύχημα («τοιαῑσδε πημοναῑσι κάμπτομαι», Αισχύλ.)
2. η ζημία, η βλάβη που επιδιώκει κάποιος, ο εχθρικός σκοπός («ὅπλα μὴ ἐπιφέρειν ἐπὶ πημονῇ» — να μην επιφέρονται τα όπλα με εχθρικό σκοπό, Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. του πῆμα πιθ. κατά το ἡδονή.

Greek Monotonic

πημονή: ἡ (πήμων), = πῆμα, σε Τραγ.

Russian (Dvoretsky)

πημονή:
1) Trag., Thuc. = πῆμα;
2) оскорбительное слово, обида (πημονὰς ἐρεῖν Soph.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πημονή -ῆς, ἡ [πημαίνω] schade, rampspoed:. ὅπλα ἐπιφέρειν ἐπὶ πημονῇ wapens op te nemen om schade aan te richten Thuc. 5.18.4.

Middle Liddell

πημονή, ἡ, πήμων = πῆμα, Trag.]

English (Woodhouse)

distress, grief, harm, injury, mischief, misfortune, sorrow, trouble, mental pain

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)