ἔναγχος: Difference between revisions
ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην, πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → hard it is to learn the mind of any mortal or the heart, 'till he be tried in chief authority | it is impossible to know fully any man's character, will, or judgment, until he has been proved by the test of rule and law-giving
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0824.png Seite 824]] jüngst, vor Kurzem (der Zeit nach nahe, [[ἄγχι]]) Ar. Nubb. 639; Lys. 19, 50; Plat. Gorg. 462 b u. Folgde; [[ἔναγχος]] τοῦ χρόνου D. Hal. 7, 45; Ggstz [[πάλαι]], Isocr. 19, 43. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0824.png Seite 824]] jüngst, vor Kurzem (der Zeit nach nahe, [[ἄγχι]]) Ar. Nubb. 639; Lys. 19, 50; Plat. Gorg. 462 b u. Folgde; [[ἔναγχος]] τοῦ χρόνου D. Hal. 7, 45; Ggstz [[πάλαι]], Isocr. 19, 43. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>adv.</i><br />tout à l'heure, il y a un instant ; ἔναγχός ποτε l'autre jour.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[ἄγχι]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἔναγχος''': Ἐπίρρ.: (ἴδε ἀγχω)· ἄρτι, [[ἀρτίως]], πρὸ ὀλίγου, προσφάτως, Ἀριστοφ. Νεφ. 639, Ἐκκλ. 823, Εὔπολ. ἐν «Μαρικᾷ» 5, καὶ ἐν τῷ Ἀττικῷ πεζῷ λόγῳ (τὸ [[ἀρτίως]], νεωστὶ καὶ προσφάτως [[εἶναι]] ποητικώτερα), Λυσ. 156. 21, Πλάτ. Γοργ. 462Β κ. ἀλλ., Δημ. 525. 28· τὸ [[ἔναγχος]] [[πάθος]], τὸ τελευταῖον [[δυστύχημα]], Ἀππ. Ἐμφύλ. 1. 9· μετὰ γεν., [[ἔναγχος]] τοῦ χρόνου Διον. Ἁλ. 7. 45. | |lstext='''ἔναγχος''': Ἐπίρρ.: (ἴδε ἀγχω)· ἄρτι, [[ἀρτίως]], πρὸ ὀλίγου, προσφάτως, Ἀριστοφ. Νεφ. 639, Ἐκκλ. 823, Εὔπολ. ἐν «Μαρικᾷ» 5, καὶ ἐν τῷ Ἀττικῷ πεζῷ λόγῳ (τὸ [[ἀρτίως]], νεωστὶ καὶ προσφάτως [[εἶναι]] ποητικώτερα), Λυσ. 156. 21, Πλάτ. Γοργ. 462Β κ. ἀλλ., Δημ. 525. 28· τὸ [[ἔναγχος]] [[πάθος]], τὸ τελευταῖον [[δυστύχημα]], Ἀππ. Ἐμφύλ. 1. 9· μετὰ γεν., [[ἔναγχος]] τοῦ χρόνου Διον. Ἁλ. 7. 45. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 17:05, 2 October 2022
English (LSJ)
Adv. just now, lately, Ar.Nu.639, Eup.181.2, Lys.19.50, Pl.Grg.462c, D.21.36; τὸ ἔναγχος Ar.Ec.823; opp. πάλαι, Isoc.19.43; τὸ ἔναγχος πάθος = the recent misfortune, App.BC1.9: c. gen., ἔ. τοῦ Χρόνου D.H.7.45.
Spanish (DGE)
adv.
1 c. valor temp. recientemente, hace poco, últimamente ἔ. ... παρεκόπην διχοινίκῳ hace poco fui engañado en dos quénices Ar.Nu.639, cf. Ec.823, Eup.193.2, ἔ. ἠκούετε ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ Lys.19.50, ἔ. ... κατέλαβέ με ὀρχούμενον X.Smp.2.19, cf. Pl.Smp.172a, Phdr.257c, Grg.462c, Arist.Rh.1375b31, ἔ. μὲν ξένους εἰσπέμψαντες D.11.5, op. πάλαι ‘hace tiempo’ οὐ περὶ τῶν πάλαι τεθνεώτων, ἀλλὰ περὶ τῶν ἔ. τὸν κλῆρον καταλιπόντων Isoc.19.43, cf. Paus.4.21.10, ἔγημ' ἔ. Men.Epit.fr.1, cf. I.AI 6.81, Gal.1.657, Plu.Cam.38, D.C.39.33.2, στρατιώτη τῶν ἔ. ἀπολυθέντων PLond.198.6, cf. PBeatty Panop.2.80 (IV d.C.), τῷ ἔ. γενομ(ένῳ) τοῦ νομ(οῦ) διαλογισμῷ PHeid.398.5, cf. PMerton 18.33 (II d.C.), ἔ. ἐωνημένος ... τὰς ὑπογεγραμμένας (ἀρούρας) POxy.78.12 (II/III d.C.), Eus.PE 1.1.10, Gr.Nyss.Eun.1.22, Hsch.H.Hom.9.12.8
•en constr. adnom. τὸ ἔ. πάθος la desgracia reciente App.BC 1.9, ὁ ἔ. ἀγών IAphrodisias 3.91.1.34 (II d.C.), cf. PMich.623.13 (III d.C.), c. rég. de gen. τὰ ... ἔ. τοῦ χρόνου προσκρούματα D.H.7.45, cf. 6.77.
2 c. valor local muy cerca τῷ πελάγει ἔ. προσελθών Aesop.307.
German (Pape)
[Seite 824] jüngst, vor Kurzem (der Zeit nach nahe, ἄγχι) Ar. Nubb. 639; Lys. 19, 50; Plat. Gorg. 462 b u. Folgde; ἔναγχος τοῦ χρόνου D. Hal. 7, 45; Ggstz πάλαι, Isocr. 19, 43.
French (Bailly abrégé)
adv.
tout à l'heure, il y a un instant ; ἔναγχός ποτε l'autre jour.
Étymologie: ἐν, ἄγχι.
Greek (Liddell-Scott)
ἔναγχος: Ἐπίρρ.: (ἴδε ἀγχω)· ἄρτι, ἀρτίως, πρὸ ὀλίγου, προσφάτως, Ἀριστοφ. Νεφ. 639, Ἐκκλ. 823, Εὔπολ. ἐν «Μαρικᾷ» 5, καὶ ἐν τῷ Ἀττικῷ πεζῷ λόγῳ (τὸ ἀρτίως, νεωστὶ καὶ προσφάτως εἶναι ποητικώτερα), Λυσ. 156. 21, Πλάτ. Γοργ. 462Β κ. ἀλλ., Δημ. 525. 28· τὸ ἔναγχος πάθος, τὸ τελευταῖον δυστύχημα, Ἀππ. Ἐμφύλ. 1. 9· μετὰ γεν., ἔναγχος τοῦ χρόνου Διον. Ἁλ. 7. 45.
Greek Monolingual
ἔναγχος (Α)
επίρρ.
1. πρόσφατα, πριν από λίγο (α. «αὐτοὶ γὰρ ἔναγχος ἠκούετε ἐν τῇ ἐκκλησία», Λυσ.
β. [και με το άρθρο το] «τὸ δ' ἔναγχος οὐχ ἅπαντες ἡμεῖς ὤμνυμεν», Αριστοφ.)
2. φρ. α) «τὸ ἔναγχος πάθος» — η πρόσφατη δυστυχία
β) «ἔναγχος τοῦ χρόνου» — σε πρόσφατο χρόνο, πρόσφατα.
Russian (Dvoretsky)
ἔναγχος: adv. недавно Arph., Lys., Isocr., Plat., Arst.
Frisk Etymological English
See also: s. ἄγχι
Middle Liddell
adverbἄγχι
just now, lately, Ar., Plat.
Frisk Etymology German
ἔναγχος: {énagkhos}
Grammar: Adv.
Meaning: neuerdings, jetzt, vor kurzem (att.).
Etymology: Von ἐν und ἄγχι, aber im einzelnen unklar. Zu ἐν- vgl. ἔμπλην, ἔμπαλιν, ἔναντι u. a.; der Ausgang -ος erinnert an πάρος, ist aber nicht befriedigend erklärt. Nicht überzeugend Schwyzer 633: aus *ἀγχος Gen. zu ἄγχι mit verstärkendem ἐν.
Page 1,509