ὀφιόπους: Difference between revisions
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0426.png Seite 426]] ποδος, schlangenfüßig, Luc. Philops. 22. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0426.png Seite 426]] ποδος, schlangenfüßig, Luc. Philops. 22. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ὀφιόποδος<br />aux pieds en forme de serpent.<br />'''Étymologie:''' [[ὄφις]], [[πούς]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀφιόπους''': -ποδος, ἐπὶ γυναικομόρφου φάσματος ἢ τῆς Ἑκάτης, ἡ ἔχουσα ἀντὶ ποδῶν ὄφεις, Λουκ. Φιλοψ. 22. - [[Κατὰ]] Σουΐδ.: «[[ὀφιόπους]] [[γυνή]], ἕρπουσα». | |lstext='''ὀφιόπους''': -ποδος, ἐπὶ γυναικομόρφου φάσματος ἢ τῆς Ἑκάτης, ἡ ἔχουσα ἀντὶ ποδῶν ὄφεις, Λουκ. Φιλοψ. 22. - [[Κατὰ]] Σουΐδ.: «[[ὀφιόπους]] [[γυνή]], ἕρπουσα». | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 17:50, 2 October 2022
English (LSJ)
ποδος, ὁ, ἡ, with serpents for legs, Luc.Philops.22, Suid.
German (Pape)
[Seite 426] ποδος, schlangenfüßig, Luc. Philops. 22.
French (Bailly abrégé)
ὀφιόποδος
aux pieds en forme de serpent.
Étymologie: ὄφις, πούς.
Greek (Liddell-Scott)
ὀφιόπους: -ποδος, ἐπὶ γυναικομόρφου φάσματος ἢ τῆς Ἑκάτης, ἡ ἔχουσα ἀντὶ ποδῶν ὄφεις, Λουκ. Φιλοψ. 22. - Κατὰ Σουΐδ.: «ὀφιόπους γυνή, ἕρπουσα».
Greek Monolingual
ὀφιόπους, -οδος, ὁ, ἡ (Α)
(για γυναικόμορφο φάντασμα) αυτός που έχει οφιοειδή πόδια ή που αντί για πόδια έχει φίδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄφις, -ιος + πους].
Greek Monotonic
ὀφιόπους: -ποδος, αυτός που έχει φίδια στη θέση των ποδιών, λέγεται για την Εκάτη, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
ὀφιόπους: 2, gen. ποδος змееногий (γυνή Luc.).
Middle Liddell
ὀφιό-πους,
with serpents for legs, Luc.