πλουτίζω: Difference between revisions
ἔστιν δέ που ἡ μὲν ἐπὶ σώμασι γυμναστική, ἡ δ' ἐπὶ ψυχῇ μουσική → I think I am right in saying that we have physical exercise for the body and the arts for the soul
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=enrichir ; <i>Pass.</i> s'enrichir, être enrichi.<br />'''Étymologie:''' [[πλοῦτος]]. | |btext=enrichir ; <i>Pass.</i> s'enrichir, être enrichi.<br />'''Étymologie:''' [[πλοῦτος]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=πλουτίζω [πλοῦτος] fut. πλουτιῶ act. met acc. rijk maken, verrijken (met); met dat. of met gen.. ἄλλην τιν’ ἄτης ἀντ’ ἐμοῦ πλουτίζετε maak maar een ander in mijn plaats rijk aan verblinding Aeschl. Ag. 1268. med.-pass. rijk worden (van), met ἀπό + gen.; zich verrijken (met), met dat.; overdr.. Ἅιδης στεναγμοῖς καὶ γόοις πλουτίζεται Hades verrijkt zich met jammerklachten en geween Soph. OT 30. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πλουτίζω:''' (атт. fut. πλουτιῶ) обогащать (π. καὶ εὐεργετεῖν ἀνθρώπους Xen.; πολλούς NT; перен. ἀρετῇ τινα Xen.); pass. обогащаться, богатеть (ἀπὸ или ἔκ τινος Xen. и ἔν τινι NT): [[Ἃιδης]] στεναγμοῖς καὶ γόοις πλουτίζεται Soph. Гадес переполняется стенаниями и вздохами (во время мора). | |||
}} | }} | ||
{{StrongGR | {{StrongGR | ||
Line 31: | Line 34: | ||
|lsmtext='''πλουτίζω:''' μέλ. Αττ. <i>-ιῶ</i> ([[πλοῦτος]]), κάνω κάποιον πλούσιο, [[πλουτίζω]], σε Αισχύλ., Ξεν.· ειρωνικά, [[πλουτίζω]] τινὰ ἄταις, σε Αισχύλ. — Παθ. [[Ἅιδης]] γόοι πλουτίζεται, σε Σοφ.· [[πλουτίζω]] ἀπὸ βοσκημάτων, <i>ἐκ τῆς πόλεως</i>, [[κερδίζω]] τα πλούτη μου από..., σε Ξεν. | |lsmtext='''πλουτίζω:''' μέλ. Αττ. <i>-ιῶ</i> ([[πλοῦτος]]), κάνω κάποιον πλούσιο, [[πλουτίζω]], σε Αισχύλ., Ξεν.· ειρωνικά, [[πλουτίζω]] τινὰ ἄταις, σε Αισχύλ. — Παθ. [[Ἅιδης]] γόοι πλουτίζεται, σε Σοφ.· [[πλουτίζω]] ἀπὸ βοσκημάτων, <i>ἐκ τῆς πόλεως</i>, [[κερδίζω]] τα πλούτη μου από..., σε Ξεν. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''πλουτίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, ([[πλοῦτος]]) ὡς καὶ νῦν, [[κάμνω]] τινὰ πλούσιον, Αἰσχύλ. Ἀγ. 586, Ξεν. Κύρ. 8. 2, 22· εἰρωνικ., πλ. τινὰς ἄταις Αἰσχύλ. Ἀγ. 1268· τὰς γνώμας ἀρετῇ Ξεν. Ἀπομν. 4. 2, 9. ― Παθ., [[Ἅιδης]] στεναγμοῖς καὶ γόοις πλ. Σοφ. Ο. Τ. 30· τούτοις πλ. ὑπὸ σοῦ Ξεν. Κύρ. 5, 5, 27· ἀπὸ βοσκημάτων, ἐκ τῆς πόλεως, πλουτίζομαι, κτῶμαι πλοῦτον ἐκ.., ὁ αὐτ. ἐν Ἀπομν. 2. 1, 28, Πόροις 4, 14. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατ. σ. 42. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 21:30, 2 October 2022
English (LSJ)
Att. fut. -ιῶ Timocl.4.8:— make wealthy, enrich, τινα A.Ag.586, X.Cyr.8.2.22; ἀρετῇ τινας Id.Mem.4.2.9; τὴν πατρίδα IGRom.3.199 (Ancyra): iron., π. τινὰ ἄτης (ἄτην codd.) A.Ag.1268:—Pass., Ἅιδης στεναγμοῖς καὶ γόοις π. S.OT30; τούτοις π. ὑπὸ σοῦ X.Cyr.5.5.27; ἀπὸ βοσκημάτων, ἐκ τῆς πόλεως, gain one's wealth from... Id.Mem.2.1.28, Vect.4.14.
German (Pape)
[Seite 638] reich machen, bereichern, übh. beglücken, erfreuen; Aesch. Ag. 572. 1240; ὑφ' οὗ (λοιμοῦ) Ἅιδης στεναγμοῖς καὶ γόοις πλουτίζεται, Soph. O. R. 30; Xen. Cyr. 5, 1, 27; ἀπό τινος, Mem. 3, 8, 7; ἀρετῇ, 4, 2, 9.
French (Bailly abrégé)
enrichir ; Pass. s'enrichir, être enrichi.
Étymologie: πλοῦτος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πλουτίζω [πλοῦτος] fut. πλουτιῶ act. met acc. rijk maken, verrijken (met); met dat. of met gen.. ἄλλην τιν’ ἄτης ἀντ’ ἐμοῦ πλουτίζετε maak maar een ander in mijn plaats rijk aan verblinding Aeschl. Ag. 1268. med.-pass. rijk worden (van), met ἀπό + gen.; zich verrijken (met), met dat.; overdr.. Ἅιδης στεναγμοῖς καὶ γόοις πλουτίζεται Hades verrijkt zich met jammerklachten en geween Soph. OT 30.
Russian (Dvoretsky)
πλουτίζω: (атт. fut. πλουτιῶ) обогащать (π. καὶ εὐεργετεῖν ἀνθρώπους Xen.; πολλούς NT; перен. ἀρετῇ τινα Xen.); pass. обогащаться, богатеть (ἀπὸ или ἔκ τινος Xen. и ἔν τινι NT): Ἃιδης στεναγμοῖς καὶ γόοις πλουτίζεται Soph. Гадес переполняется стенаниями и вздохами (во время мора).
English (Strong)
from πλοῦτος; to make wealthy (figuratively): en- (make) rich.
English (Thayer)
passive, present participle πλουτιζόμενος; 1st aorist ἐπλουτίσθην; (πλοῦτος); to make rich, to enrich: τινα, passive, τινα, ἐν with a dative of the thing (see πλουτέω, a.), passive, to be richly furnished, Aeschylus, Sophicles, Xenophon, Plutarch; the Sept. for הֶעֱשִׁיר.)
Greek Monolingual
ΝΜΑ πλούτος
κάνω κάποιον πλούσιο
νεοελλ.
γίνομαι πλούσιος, πλουταίνω
αρχ.
μέσ. πλουτίζομαι
αποκτώ πλούτο, γίνομαι πλούσιος.
Greek Monotonic
πλουτίζω: μέλ. Αττ. -ιῶ (πλοῦτος), κάνω κάποιον πλούσιο, πλουτίζω, σε Αισχύλ., Ξεν.· ειρωνικά, πλουτίζω τινὰ ἄταις, σε Αισχύλ. — Παθ. Ἅιδης γόοι πλουτίζεται, σε Σοφ.· πλουτίζω ἀπὸ βοσκημάτων, ἐκ τῆς πόλεως, κερδίζω τα πλούτη μου από..., σε Ξεν.
Greek (Liddell-Scott)
πλουτίζω: μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, (πλοῦτος) ὡς καὶ νῦν, κάμνω τινὰ πλούσιον, Αἰσχύλ. Ἀγ. 586, Ξεν. Κύρ. 8. 2, 22· εἰρωνικ., πλ. τινὰς ἄταις Αἰσχύλ. Ἀγ. 1268· τὰς γνώμας ἀρετῇ Ξεν. Ἀπομν. 4. 2, 9. ― Παθ., Ἅιδης στεναγμοῖς καὶ γόοις πλ. Σοφ. Ο. Τ. 30· τούτοις πλ. ὑπὸ σοῦ Ξεν. Κύρ. 5, 5, 27· ἀπὸ βοσκημάτων, ἐκ τῆς πόλεως, πλουτίζομαι, κτῶμαι πλοῦτον ἐκ.., ὁ αὐτ. ἐν Ἀπομν. 2. 1, 28, Πόροις 4, 14. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατ. σ. 42.
Middle Liddell
πλουτίζω, πλοῦτος
to make wealthy, enrich, Aesch., Xen.; ironic., πλ. τινὰ ἄταις Aesch.:—Pass., Ἅιδης γόοις πλουτίζεται Soph.; πλ. ἀπὸ βοσκημάτων, ἐκ τῆς πόλεως to gain one's wealth from…, Xen.
Chinese
原文音譯:plout⋯zw 普魯提索
詞類次數:動詞(3)
原文字根:富有的 相當於: (עָשַׁר)
字義溯源:使其富足,叫其富足,富足;源自(πλοῦτος)=財富);而 (πλοῦτος)出自(πίμπλημι)*=充滿)
出現次數:總共(3);林前(1);林後(2)
譯字彙編:
1) 使你們⋯富足(1) 林後9:11;
2) 你們⋯都富足(1) 林前1:5;
3) 富足的(1) 林後6:10