συρράπτω: Difference between revisions

From LSJ

κατ' ἐπιταγήν τοῦ αἰωνίου Θεοῦ → by command of the eternal God, by command of God eternal

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 13: Line 13:
|btext=coudre ensemble.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ῥάπτω]].
|btext=coudre ensemble.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ῥάπτω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''συρράπτω''': μέλλ. –ψω, [[ῥάπτω]] [[ὁμοῦ]], Λατ. consuo, δέρματα νεύρῳ βοὸς Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 542· [[οὕτως]], Ἡρόδ. 2. 86., 4. 64· ῥαφίδα καὶ [[λίνον]] λαβὼν τὸ [[ῥῆγμα]] σύρραψον τόδε Ἄρχιππος ἐν «Πλούτῳ» 4· ἀτεχνῶς μὲν τῷ ὄντι ξύρραπτε τὰ στόματα τῶν ἀνθρώπων, κάμνε τα νὰ μὴ ὁμιλῶσι, Πλάτ. Εὐθύδ. 303Ε· ποθεῖ τὰς ἐπιθυμίας συρράψαι ταῖς ἀπολαύσεσι, νὰ τὰς συνάψῃ μετὰ τῶν ἀπολαύσεων, δηλ. νὰ ἐκπληροῖ αὐτὰς ἀμέσως, Πλούτ. 2. 565D· σ. τὶ [[πρός]] τι Θεμίστ. 252D· Βάκχον μηρῷ συνέρραφεν, δηλ. ὁ Ζεύς, Νόνν. Δ. 7. 152. ΙΙ. μεταφορ., σ. τοιαῦτα, μηχανῶμαι, ἐπινοῶ, [[πλέκω]] τοιαῦτα, Δίων Κ. 38. 14.
|elnltext=συρράπτω [σύν, ῥάπτω] aan elkaar naaien;; δέρματα σ. νεύρῳ βοός huiden met een runderpees aan elkaar naaien Hes. Op. 544; overdr.. σ. τὰ στόματα τῶν ἀνθρώπων de mensen de mond snoeren Plat. Euthyd. 303e.
}}
{{elru
|elrutext='''συρράπτω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[сшивать]] (δέρματα νεύρῳ Hes.);<br /><b class="num">2)</b> [[зашивать]] (τὴν νηδύν Her.; перен. σ. τὰ στόματα τῶν ἀνθρώπων Plat.);<br /><b class="num">3)</b> [[связывать]], [[сочетать]]: σ. ἐπιθυμίας ἀπολαύσεσι Plut. связывать (свои) вожделения с наслаждениями, т. е. немедленно удовлетворять их.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 22: Line 25:
|lsmtext='''συρράπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[ράβω]] μαζί, [[ράβω]] [[σφιχτά]], Λατ. [[consuo]], σε Ησίοδ., Ηρόδ.
|lsmtext='''συρράπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[ράβω]] μαζί, [[ράβω]] [[σφιχτά]], Λατ. [[consuo]], σε Ησίοδ., Ηρόδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''συρράπτω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[сшивать]] (δέρματα νεύρῳ Hes.);<br /><b class="num">2)</b> [[зашивать]] (τὴν νηδύν Her.; перен. σ. τὰ στόματα τῶν ἀνθρώπων Plat.);<br /><b class="num">3)</b> [[связывать]], [[сочетать]]: σ. ἐπιθυμίας ἀπολαύσεσι Plut. связывать (свои) вожделения с наслаждениями, т. е. немедленно удовлетворять их.
|lstext='''συρράπτω''': μέλλ. –ψω, [[ῥάπτω]] [[ὁμοῦ]], Λατ. consuo, δέρματα νεύρῳ βοὸς Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 542· [[οὕτως]], Ἡρόδ. 2. 86., 4. 64· ῥαφίδα καὶ [[λίνον]] λαβὼν τὸ [[ῥῆγμα]] σύρραψον τόδε Ἄρχιππος ἐν «Πλούτῳ» 4· ἀτεχνῶς μὲν τῷ ὄντι ξύρραπτε τὰ στόματα τῶν ἀνθρώπων, κάμνε τα νὰ μὴ ὁμιλῶσι, Πλάτ. Εὐθύδ. 303Ε· ποθεῖ τὰς ἐπιθυμίας συρράψαι ταῖς ἀπολαύσεσι, νὰ τὰς συνάψῃ μετὰ τῶν ἀπολαύσεων, δηλ. νὰ ἐκπληροῖ αὐτὰς ἀμέσως, Πλούτ. 2. 565D· σ. τὶ [[πρός]] τι Θεμίστ. 252D· Βάκχον μηρῷ συνέρραφεν, δηλ. ὁ Ζεύς, Νόνν. Δ. 7. 152. ΙΙ. μεταφορ., σ. τοιαῦτα, μηχανῶμαι, ἐπινοῶ, [[πλέκω]] τοιαῦτα, Δίων Κ. 38. 14.
}}
{{elnl
|elnltext=συρράπτω [σύν, ῥάπτω] aan elkaar naaien;; δέρματα σ. νεύρῳ βοός huiden met een runderpees aan elkaar naaien Hes. Op. 544; overdr.. σ. τὰ στόματα τῶν ἀνθρώπων de mensen de mond snoeren Plat. Euthyd. 303e.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ψω<br />to sew or [[stitch]] [[together]], sew up, Lat. [[consuo]], Hes., Hdt.
|mdlsjtxt=fut. ψω<br />to sew or [[stitch]] [[together]], sew up, Lat. [[consuo]], Hes., Hdt.
}}
}}

Revision as of 22:25, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συρράπτω Medium diacritics: συρράπτω Low diacritics: συρράπτω Capitals: ΣΥΡΡΑΠΤΩ
Transliteration A: syrráptō Transliteration B: syrraptō Transliteration C: syrrapto Beta Code: surra/ptw

English (LSJ)

A sew or stitch together, δέρματα νεύρῳ βοός Hes.Op.544, cf. Hdt.2.86, 4.64, Sor.Fasc.46; τὴν ῥῖνα Hp.Morb.2.36; ῥῆγμα Archipp.38; [κοιλίαν], γαστέρα, IG42(1).122.18,33 (Epid., iv B.C.); σ. τὰ στόματα τῶν ἀνθρώπων sew men's mouths up, i.e. stop their mouths, muzzle them, Pl.Euthd.303e; τὰς ἐπιθυμίας σ. ταῖς ἀπολαύσεσι bring appetites into connection with enjoyment, i.e. gratify them immediately, Plu.2.565d; σ. ῥήματα πρὸς ἕκαστα Them.Or.21.252d; σ. Βάκχον μηρῷ sew him up in... Nonn.D.7.152. II metaph., put together, compose, of a treatise, Phld.Ind.Sto.4 (Pass.); σ. τοιαῦτα form such machinations, dub. cj. for συνέγραψε in D.C.38.14.

French (Bailly abrégé)

coudre ensemble.
Étymologie: σύν, ῥάπτω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συρράπτω [σύν, ῥάπτω] aan elkaar naaien;; δέρματα σ. νεύρῳ βοός huiden met een runderpees aan elkaar naaien Hes. Op. 544; overdr.. σ. τὰ στόματα τῶν ἀνθρώπων de mensen de mond snoeren Plat. Euthyd. 303e.

Russian (Dvoretsky)

συρράπτω:
1) сшивать (δέρματα νεύρῳ Hes.);
2) зашивать (τὴν νηδύν Her.; перен. σ. τὰ στόματα τῶν ἀνθρώπων Plat.);
3) связывать, сочетать: σ. ἐπιθυμίας ἀπολαύσεσι Plut. связывать (свои) вожделения с наслаждениями, т. е. немедленно удовлетворять их.

Greek Monolingual

ΝΜΑ ῥάπτω
1. ράβω μαζί δύο ή περισσότερα πράγματα, συνενώνω με ραφή («δέρματα συρράπτειν νεύρῳ βοός», Ησίοδ.)
2. συνάπτω, συνδέω, συνενώνωσυρράπτω τα φύλλα χαρτιού»)
3. συναρμολογώ από διάφορα τεμάχια, ιδίως συνθέτω σύγγραμμα παίρνοντας ύλη από διάφορες πηγές («εἴ τις ὀλίγα ἐκ τῆς γραφῆς συνερανίσαιτο ῥήματα καὶ ταῦτα συγκολλᾱν πειρῷτο ἀεὶ καὶ συρράπτειν πρὸς ἕκαστα», Θεμίστ.)
μσν.-αρχ.
μηχανορραφώ, σκευωρώ
αρχ.
φρ. α) «ξυρράπτω τὰ στόματα τῶν ἀνθρώπων» — αποστομώνω τους ανθρώπους (Πλάτ.)
β) «συρράπτω τὰς ἐπιθυμίας ταῖς ἀπολαύσεσι» — ικανοποιώ τις επιθυμίες μου αμέσως (Πλούτ.).

Greek Monotonic

συρράπτω: μέλ. -ψω, ράβω μαζί, ράβω σφιχτά, Λατ. consuo, σε Ησίοδ., Ηρόδ.

Greek (Liddell-Scott)

συρράπτω: μέλλ. –ψω, ῥάπτω ὁμοῦ, Λατ. consuo, δέρματα νεύρῳ βοὸς Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 542· οὕτως, Ἡρόδ. 2. 86., 4. 64· ῥαφίδα καὶ λίνον λαβὼν τὸ ῥῆγμα σύρραψον τόδε Ἄρχιππος ἐν «Πλούτῳ» 4· ἀτεχνῶς μὲν τῷ ὄντι ξύρραπτε τὰ στόματα τῶν ἀνθρώπων, κάμνε τα νὰ μὴ ὁμιλῶσι, Πλάτ. Εὐθύδ. 303Ε· ποθεῖ τὰς ἐπιθυμίας συρράψαι ταῖς ἀπολαύσεσι, νὰ τὰς συνάψῃ μετὰ τῶν ἀπολαύσεων, δηλ. νὰ ἐκπληροῖ αὐτὰς ἀμέσως, Πλούτ. 2. 565D· σ. τὶ πρός τι Θεμίστ. 252D· Βάκχον μηρῷ συνέρραφεν, δηλ. ὁ Ζεύς, Νόνν. Δ. 7. 152. ΙΙ. μεταφορ., σ. τοιαῦτα, μηχανῶμαι, ἐπινοῶ, πλέκω τοιαῦτα, Δίων Κ. 38. 14.

Middle Liddell

fut. ψω
to sew or stitch together, sew up, Lat. consuo, Hes., Hdt.