ἀκροπόρος: Difference between revisions
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$5$3$1$2$4") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />qui perce avec la pointe, à la pointe aiguë.<br />'''Étymologie:''' [[ἄκρος]], [[πείρω]]. | |btext=ος, ον :<br />qui perce avec la pointe, à la pointe aiguë.<br />'''Étymologie:''' [[ἄκρος]], [[πείρω]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=[[ἀκροπόρος]] -ον [[ἄκρος]], [[πείρω]] die met de punt doorboort. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀκροπόρος:''' [[остроконечный]], [[насквозь пронзающий]] (ὀβελοί Hom.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 30: | Line 36: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀκροπόρος:''' -ον ([[πείρω]]), αυτός που τρυπά, διαπερνά με την [[αιχμή]], σε Ομήρ. Οδ. | |lsmtext='''ἀκροπόρος:''' -ον ([[πείρω]]), αυτός που τρυπά, διαπερνά με την [[αιχμή]], σε Ομήρ. Οδ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[πείρω]]<br />[[piercing]] with the [[point]], Od. | |mdlsjtxt=[[πείρω]]<br />[[piercing]] with the [[point]], Od. | ||
}} | }} |
Revision as of 10:55, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, A boring through, piercing with the point, ὀβελοί Od.3.463. 2 proparox., ἀκρόπορος, ον, Pass., with opening at end, σῦριγξ Nonn.D.2.2. II (πορεύομαι) going on high, ib.46.136.
Spanish (DGE)
-ον
de punta que atraviesa ὀβελοί Od.3.463, χαλκός Nonn.D.5.26.
German (Pape)
[Seite 84] mit der Spitze durchbohrend, Hom. einmal, Od. 3, 463 ἀκροπόρους όβελούς; – Nonn. D. 2, 2 σῦριγξ ἀκρόπορος, die oben durchbohrte; ἴχνεα ακρ. 46, 136, hochwandelnde.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui perce avec la pointe, à la pointe aiguë.
Étymologie: ἄκρος, πείρω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ἀκροπόρος -ον ἄκρος, πείρω die met de punt doorboort.
Russian (Dvoretsky)
ἀκροπόρος: остроконечный, насквозь пронзающий (ὀβελοί Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀκροπόρος: -ον, ὁ διὰ μέσου διερχόμενος, διὰ τῆς αἰχμῆς διατρυπῶν, ὀβελοί, Ὀδ. Γ. 463. 2) προπαροξ., ἀκρόπορος, ον, παθ. μὲ πόρον, ἄνοιγμα κατὰ τὸ ἄκρον, σῦριγξ, Νόνν. Δ. 22. ΙΙ. (πορεύομαι) ὁ εἰς ὕψος ἀνερχόμενος, ὑψηλὰ περιπατῶν, αὐτόθι 46, 136.
English (Autenrieth)
(πείρω): with piercing point, acc. pl., Od. 3.463†.
Greek Monolingual
(I)
ἀκροπόρος, -ον (Α)
1. αυτός που περνά μέσα από κάτι, που διατρυπά με την αιχμή
2. (προπαροξ.) ακρόπορος
αυτός που έχει άνοιγμα στην άκρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο- (Ι) + -πόρος < πείρω.
(II)
ἀκροπόρος, -ον (Α)
εκείνος που ανεβαίνει ψηλά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο- (Ι) + -πόρος < πορεύομαι.
ΠΑΡ. αρχ. ἀκροπορία].
Greek Monotonic
ἀκροπόρος: -ον (πείρω), αυτός που τρυπά, διαπερνά με την αιχμή, σε Ομήρ. Οδ.