περικλύζω: Difference between revisions

From LSJ

ὡς οὐδὲν γλύκιον ἧς πατρίδος οὐδὲ τοκήων γίνεται, εἴ περ καί τις ἀπόπροθι πίονα οἶκον γαίῃ ἐν ἀλλοδαπῇ ναίει ἀπάνευθε τοκήων → More than all pleasures that were ever made parents and fatherland our life still bless. Though we rich home in a strange land possess, still the old memories about us cling.

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=baigner tout autour.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[κλύζω]].
|btext=baigner tout autour.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[κλύζω]].
}}
{{elnl
|elnltext=περι-κλύζω overstromen, overspoelen; pass.. οὔτε τὸ πορθμεῖον ἐδόκει περικλυζόμενον ἀνθέξειν de veerboot leek niet bestand tegen de overslaande golven Plut. Mar. 36.2.
}}
{{elru
|elrutext='''περικλύζω:''' [[омывать со всех сторон]] (τὸ [[παιδίον]] ὕδατι Arst.): ἡ [[νῆσος]] περικλυζομένη Thuc. омываемый (морем) остров.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΜΑ<br /><b>παθ.</b> <i>περικλύζομαι</i><br /><b>1.</b> κατακλύζομαι από την [[θάλασσα]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> υπερκαλύπτομαι από [[κάτι]], σκεπάζομαι [[τελείως]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[βρέχω]] [[κάτι]] [[γύρω]] [[γύρω]], σε όλη την επιφάνειά του, [[περιλούζω]]<br /><b>2.</b> [[πλένω]] κάποιον χύνοντας [[νερό]]<br /><b>3.</b> [[βαπτίζω]]<br /><b>4.</b> <b>παθ.</b> (για [[νησί]], πορθμό, [[πόλη]]) περιβάλλομαι από [[θάλασσα]], περιβρέχομαι<br /><b>5.</b> <b>μτφ.</b> [[αποτολμώ]] και [[εξέρχομαι]] στην ανοιχτή [[θάλασσα]], [[ριψοκινδυνεύω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κλύζω]] «[[περιβρέχω]]»].
|mltxt=ΜΑ<br /><b>παθ.</b> <i>περικλύζομαι</i><br /><b>1.</b> κατακλύζομαι από την [[θάλασσα]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> υπερκαλύπτομαι από [[κάτι]], σκεπάζομαι [[τελείως]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[βρέχω]] [[κάτι]] [[γύρω]] [[γύρω]], σε όλη την επιφάνειά του, [[περιλούζω]]<br /><b>2.</b> [[πλένω]] κάποιον χύνοντας [[νερό]]<br /><b>3.</b> [[βαπτίζω]]<br /><b>4.</b> <b>παθ.</b> (για [[νησί]], πορθμό, [[πόλη]]) περιβάλλομαι από [[θάλασσα]], περιβρέχομαι<br /><b>5.</b> <b>μτφ.</b> [[αποτολμώ]] και [[εξέρχομαι]] στην ανοιχτή [[θάλασσα]], [[ριψοκινδυνεύω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κλύζω]] «[[περιβρέχω]]»].
}}
{{elru
|elrutext='''περικλύζω:''' [[омывать со всех сторон]] (τὸ [[παιδίον]] ὕδατι Arst.): ἡ [[νῆσος]] περικλυζομένη Thuc. омываемый (морем) остров.
}}
{{elnl
|elnltext=περι-κλύζω overstromen, overspoelen; pass.. οὔτε τὸ πορθμεῖον ἐδόκει περικλυζόμενον ἀνθέξειν de veerboot leek niet bestand tegen de overslaande golven Plut. Mar. 36.2.
}}
}}

Revision as of 11:30, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περικλύζω Medium diacritics: περικλύζω Low diacritics: περικλύζω Capitals: ΠΕΡΙΚΛΥΖΩ
Transliteration A: periklýzō Transliteration B: periklyzō Transliteration C: periklyzo Beta Code: periklu/zw

English (LSJ)

wash all round, τὸ παιδίον ὕδατι Arist.Mir.837b21:— Pass., to be washed all round by the sea, of an island, Th.6.3; of a boat, Plu.Mar.36; μὴ περικλύζοιο θαλάσσῃ, i.e. venture not on the sea, Arat.287: metaph., to be overwhelmed, κακοῖς Lib.Decl.30.61; τῷ πλήθει τῶν σκοπῶν Gal.15.584.

German (Pape)

[Seite 580] umspülen, pass. vom Meer umgeben sein; Thuc. 6, 3; Luc. V. H. 1, 30; μἡ περικλύζοιο θαλάττῃ, laß dich nicht vom Meer umspülen, d. i. wage dich nicht aufs Meer, Arat. 287; auch περικλύζῃ κακαῖς, Liban.

French (Bailly abrégé)

baigner tout autour.
Étymologie: περί, κλύζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περι-κλύζω overstromen, overspoelen; pass.. οὔτε τὸ πορθμεῖον ἐδόκει περικλυζόμενον ἀνθέξειν de veerboot leek niet bestand tegen de overslaande golven Plut. Mar. 36.2.

Russian (Dvoretsky)

περικλύζω: омывать со всех сторон (τὸ παιδίον ὕδατι Arst.): ἡ νῆσος περικλυζομένη Thuc. омываемый (морем) остров.

Greek (Liddell-Scott)

περικλύζω: λούω χύνων ὕδωρ ὁλόγυρα, περιλούω, τὸ παιδίον ὕδατι π. Ἀριστ. π. Θαυμασ. 91· - Παθ., περιβρέχομαι, ἐπὶ νήσου, Θουκ. 6. 3· ἐπὶ πορθμοῦ, Πλουτ. Μαρ. 36· μὴ περικλύζοιο θαλάσσης πεπταμένῳ πελάγει, δηλ. μὴ ἀποτόλμα νὰ ἐξέλθῃς εἰς ἀνοικτὸν πέλαγος, Ἄρατ. 287.

Greek Monolingual

ΜΑ
παθ. περικλύζομαι
1. κατακλύζομαι από την θάλασσα
2. μτφ. υπερκαλύπτομαι από κάτι, σκεπάζομαι τελείως
αρχ.
1. βρέχω κάτι γύρω γύρω, σε όλη την επιφάνειά του, περιλούζω
2. πλένω κάποιον χύνοντας νερό
3. βαπτίζω
4. παθ. (για νησί, πορθμό, πόλη) περιβάλλομαι από θάλασσα, περιβρέχομαι
5. μτφ. αποτολμώ και εξέρχομαι στην ανοιχτή θάλασσα, ριψοκινδυνεύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + κλύζω «περιβρέχω»].