μελέδημα: Difference between revisions
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ατος (τό) :<br />inquiétude, souci, soin ; μελεδήματα [[θεῶν]] EUR sollicitude des dieux (pour les hommes).<br />'''Étymologie:''' [[μελεδαίνω]]. | |btext=ατος (τό) :<br />inquiétude, souci, soin ; μελεδήματα [[θεῶν]] EUR sollicitude des dieux (pour les hommes).<br />'''Étymologie:''' [[μελεδαίνω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μελέδημα:''' ατος τό<br /><b class="num">1)</b> [[забота]], [[тревога]], [[огорчение]] (ἔχειν μελεδήματα θυμῷ Hom.): μελεδήματα πατρός Hom. тревоги об отце;<br /><b class="num">2)</b> [[забота]], [[попечение]] (τὰ [[θεῶν]] μελεδήματα Eur.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μελέδημα:''' -ατος, τό ([[μελεδαίνω]]), [[φροντίδα]], [[αγωνία]], [[έγνοια]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>μελεδήματα πατρός</i>, έγνοιες κάποιου για τον [[πατέρα]] του, σε Ομήρ. Οδ.· μελεδήματα [[θεῶν]], η [[φροντίδα]] των θεών για τους ανθρώπους, σε Ευρ. | |lsmtext='''μελέδημα:''' -ατος, τό ([[μελεδαίνω]]), [[φροντίδα]], [[αγωνία]], [[έγνοια]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>μελεδήματα πατρός</i>, έγνοιες κάποιου για τον [[πατέρα]] του, σε Ομήρ. Οδ.· μελεδήματα [[θεῶν]], η [[φροντίδα]] των θεών για τους ανθρώπους, σε Ευρ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[μελέδημα]], ατος, τό, [[μελεδαίνω]]<br />[[care]], [[anxiety]], Il.; μελεδήματα πατρός anxieties [[about]] one's [[father]], Od.:— μελεδήματα [[θεῶν]] the [[care]] of gods [for men], Eur. | |mdlsjtxt=[[μελέδημα]], ατος, τό, [[μελεδαίνω]]<br />[[care]], [[anxiety]], Il.; μελεδήματα πατρός anxieties [[about]] one's [[father]], Od.:— μελεδήματα [[θεῶν]] the [[care]] of gods [for men], Eur. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:25, 3 October 2022
English (LSJ)
ατος, τό, (μελεδαίνω) A care, anxiety, Hom. always in plural, μελεδήματα πατρός anxieties about his father, Od.15.8; of sleep, λύων μ. θυμοῦ Il.23.62; μελεδήματα θεῶν the care of the gods [for men], E.Hipp.1103 (lyr.). II object of care, Χαρίτων Ibyc.5; ἐμοὶ μ. ἰσχάς Alex.162.15 (anap.); Μοισάων Epigr.Gr.238 (Smyrna).
German (Pape)
[Seite 121] τό, 1) die Sorge, Bekümmerniß, Hom. im plur., ἀνὴρ ἔχων μελεδήματα θυμῷ, Od. 4, 650, öfter, μελεδήματα πατρός, Sorge um den Vater, 15, 8. Der Schlaf heißt λύων μελεδήματα θυμοῦ, Il. 23, 62; μελ. θεῶν, Eur. Hipp. 1103, die Fürsorge der Götter. – 2) der Gegenstand, um den man sorgt, der Einem am Herzen liegt, Χαρίτων, Ibyc. 4 bei Ath. XIII, 564 e.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
inquiétude, souci, soin ; μελεδήματα θεῶν EUR sollicitude des dieux (pour les hommes).
Étymologie: μελεδαίνω.
Russian (Dvoretsky)
μελέδημα: ατος τό
1) забота, тревога, огорчение (ἔχειν μελεδήματα θυμῷ Hom.): μελεδήματα πατρός Hom. тревоги об отце;
2) забота, попечение (τὰ θεῶν μελεδήματα Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
μελέδημα: τό, (μελεδαίνω), φροντίς, μέριμνα, Ὅμ., ὅστις ἀείποτε ἔχει τὸν πληθ. μελεδήματα πατρός, ἀνησυχίαι, φροντίδες περὶ τοῦ πατρός, Ὀδ. Ο. 8· ἐπὶ τοῦ ὕπνου, λύων μελεδήματα θυμοῦ Ἰλ. Ψ. 62· πρβλ. λυσιμελής· - μελεδήματα θεῶν, αἱ μέριμναι τῶν θεῶν [περὶ τῶν ἀνθρώπων], Εὐρ. Ἱππ. 1102. ΙΙ. τὸ περὶ οὗ μεριμνᾷ τις, μέλημα, Ἴβυκ. 4· τό τε θειοφανὲς μητρῷον ἐμοὶ μελέδημ’ ἰσχάς, Φρυγίας εὑρήματα συκῆς Ἄλεξις ἐν «Ὀλυνθίᾳ» 1. 15· πρβλ. μέλημα.
English (Autenrieth)
ατος (μέλω): care, anxiety, only pl.
Greek Monolingual
μελέδημα, -ατος, τὸ (Α)
1. φροντίδα, μέριμνα
2. έγνοια, ανησυχία («ἀλλ' ἐνὶ θυμῷ νύκτα δι' ἀμβροσίην μελεδήματα πατρὸς ἔγειρεν», Ομ. Οδ.)
2. αυτό για το οποίο φροντίζει ή μεριμνά κάποιος, μέλημα, αντικείμενο φροντίδας («Χαρίτων μελέδημα», Ίβυκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μελεδαίνω + κατάλ. -ημα (πρβλ. μέλημα, νόημα)].
Greek Monotonic
μελέδημα: -ατος, τό (μελεδαίνω), φροντίδα, αγωνία, έγνοια, σε Ομήρ. Ιλ.· μελεδήματα πατρός, έγνοιες κάποιου για τον πατέρα του, σε Ομήρ. Οδ.· μελεδήματα θεῶν, η φροντίδα των θεών για τους ανθρώπους, σε Ευρ.
Middle Liddell
μελέδημα, ατος, τό, μελεδαίνω
care, anxiety, Il.; μελεδήματα πατρός anxieties about one's father, Od.:— μελεδήματα θεῶν the care of gods [for men], Eur.