Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μεταδήμιος: Difference between revisions

From LSJ

Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses

Plato, Laws, 719c
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui existe <i>ou</i> se répand parmi le peuple;<br /><b>2</b> qui est dans le pays <i>ou</i> du pays.<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[δῆμος]].
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui existe <i>ou</i> se répand parmi le peuple;<br /><b>2</b> qui est dans le pays <i>ou</i> du pays.<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[δῆμος]].
}}
{{elru
|elrutext='''μεταδήμιος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[находящийся среди]] (своих) людей, т. е. дома: οὐ γὰρ ἔθ᾽ [[Ἣφαιστος]] μ. Hom. Гефеста нет еще дома;<br /><b class="num">2)</b> [[постигающий народные массы]], [[народный]] ([[κακόν]] Hom.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μεταδήμιος:''' -ον ([[δῆμος]]), στη [[μέση]] ή [[μεταξύ]] ανθρώπων, στην [[πατρίδα]] του, σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''μεταδήμιος:''' -ον ([[δῆμος]]), στη [[μέση]] ή [[μεταξύ]] ανθρώπων, στην [[πατρίδα]] του, σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{elru
|elrutext='''μεταδήμιος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[находящийся среди]] (своих) людей, т. е. дома: οὐ γὰρ ἔθ᾽ [[Ἣφαιστος]] μ. Hom. Гефеста нет еще дома;<br /><b class="num">2)</b> [[постигающий народные массы]], [[народный]] ([[κακόν]] Hom.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=μετα-[[δήμιος]], ον [[δῆμος]]<br />in the [[midst]] of or [[among]] the [[people]], in the [[country]], Od.
|mdlsjtxt=μετα-[[δήμιος]], ον [[δῆμος]]<br />in the [[midst]] of or [[among]] the [[people]], in the [[country]], Od.
}}
}}

Revision as of 14:30, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταδήμιος Medium diacritics: μεταδήμιος Low diacritics: μεταδήμιος Capitals: ΜΕΤΑΔΗΜΙΟΣ
Transliteration A: metadḗmios Transliteration B: metadēmios Transliteration C: metadimios Beta Code: metadh/mios

English (LSJ)

ον, (δῆμος) in the midst of or among the people, μή τι κακὸν μεταδήμιον εἴη no harm be among the people, Od.13.46; in the country, οὐ γὰρ ἔθ' Ἥφαιστος μ. 8.293; οἶνος μ., = ἐπιχώριος, D.P. 744.

German (Pape)

[Seite 146] mitten im Volke; daheim, zu Hause, Od. 8, 293 οὐ γὰρ ἔθ' Ἥφαιστος μεταδήμιος, ἀλλά που ἤδη οἴχεται; allgemein, μή τι κακὸν μεταδήμιον εἴη, nichts Böses unter dem Volke, welches das Volk trifft, 13, 46; – οἶνος, einheimisch, D. Per. 744.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui existe ou se répand parmi le peuple;
2 qui est dans le pays ou du pays.
Étymologie: μετά, δῆμος.

Russian (Dvoretsky)

μεταδήμιος:
1) находящийся среди (своих) людей, т. е. дома: οὐ γὰρ ἔθ᾽ Ἣφαιστος μ. Hom. Гефеста нет еще дома;
2) постигающий народные массы, народный (κακόν Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

μεταδήμιος: -ον, (δῆμος) ὁ ἐν τῷ μέσῳ τοῦ δήμου, μεταξὺ τοῦ λαοῦ (ὡς τὸ δήμιος, ἐνδήμιος), μήτι κακὸν μεταδήμιον εἴη, νὰ μὴ ἐπέλθῃ κακόν τι εἰς τὸν δῆμον, Ὀδ. Ν. 46· οὐ γὰρ ἔθ’ Ἥφαιστος μεταδήμιος, δὲν ἐπιδημεῖ, δηλ. δὲν εἶναι ἐνταῦθα, Θ. 293· οἶνος μ., = ἐπιχώριος, Διον. Περιηγ. 774. - Καθ’ Ἡσύχ.: «μεταδήμιος· ἔνδημος. τιμητικός».

English (Autenrieth)

(δῆμος): among the people, in the community, Od. 13.46; at home, Od. 8.293.

Greek Monolingual

μεταδήμιος και μετάδημος, -ον (Α)
1. αυτός που βρίσκεται ή συμβαίνει στον λαό («καὶ μή τι κακὸν μεταδήμιον εἴη», Ομ. Οδ.)
2. αυτός που ζει, που βρίσκεται στην πατρίδα του, σε αντιδιαστολή με τον απόδημο
3. (για οίνο) επιχώριος, ντόπιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + δήμιος (< δῆμος), πρβλ. επιδήμιος, πανδήμιος.

Greek Monotonic

μεταδήμιος: -ον (δῆμος), στη μέση ή μεταξύ ανθρώπων, στην πατρίδα του, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

μετα-δήμιος, ον δῆμος
in the midst of or among the people, in the country, Od.