Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀντίστασις: Difference between revisions

From LSJ
Sophocles, Antigone, 781
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />résistance, opposition, parti opposé.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνθίστημι]].
|btext=εως (ἡ) :<br />résistance, opposition, parti opposé.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνθίστημι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀντίστᾰσις:''' εως ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[противная сторона]], [[враждебная партия]] ([[στάσις]] καὶ ἀ. Plat.);<br /><b class="num">2)</b> [[сопротивление]]: τύχης ἀ. Plut. превратности судьбы, неблагоприятные обстоятельства; ἡ ἴση ἀ. πρός τι [[καί]] τι Arst. равновесие между чем-л. и чем-л.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[ἀντίστασις]])<br />[[αντίδραση]], [[εναντίωση]] σε κάποια [[ενέργεια]] ή στις θελήσεις κάποιου<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η [[αντίδραση]] την οποία προβάλλει κάποιο [[σώμα]] όταν δέχεται [[ενέργεια]] άλλου σώματος («[[αντίσταση]] της ύλης», «[[αντίσταση]] του αέρα»)<br /><b>2.</b> το να αρνείται [[κάποιος]] να υποταγεί ή να υποχωρήσει<br /><b>3.</b> (ως κύριο όνομα) <i>Αντίσταση</i><br />ο [[αγώνας]] που διεξάγεται [[είτε]] ενεργητικά [[είτε]] παθητικά [[εναντίον]] τυραννικού καθεστώτος, ξένου κατακτητή κ.λπ.<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> η [[στάση]], η [[ανταρσία]]<br /><b>2.</b> [[αντίθετος]] [[ισχυρισμός]], [[αντεπιχείρημα]]<br /><b>3.</b> <b>(Μουσ.)</b> [[ισορροπία]], [[αρμονία]].
|mltxt=η (AM [[ἀντίστασις]])<br />[[αντίδραση]], [[εναντίωση]] σε κάποια [[ενέργεια]] ή στις θελήσεις κάποιου<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η [[αντίδραση]] την οποία προβάλλει κάποιο [[σώμα]] όταν δέχεται [[ενέργεια]] άλλου σώματος («[[αντίσταση]] της ύλης», «[[αντίσταση]] του αέρα»)<br /><b>2.</b> το να αρνείται [[κάποιος]] να υποταγεί ή να υποχωρήσει<br /><b>3.</b> (ως κύριο όνομα) <i>Αντίσταση</i><br />ο [[αγώνας]] που διεξάγεται [[είτε]] ενεργητικά [[είτε]] παθητικά [[εναντίον]] τυραννικού καθεστώτος, ξένου κατακτητή κ.λπ.<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> η [[στάση]], η [[ανταρσία]]<br /><b>2.</b> [[αντίθετος]] [[ισχυρισμός]], [[αντεπιχείρημα]]<br /><b>3.</b> <b>(Μουσ.)</b> [[ισορροπία]], [[αρμονία]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀντίστᾰσις:''' εως ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[противная сторона]], [[враждебная партия]] ([[στάσις]] καὶ ἀ. Plat.);<br /><b class="num">2)</b> [[сопротивление]]: τύχης ἀ. Plut. превратности судьбы, неблагоприятные обстоятельства; ἡ ἴση ἀ. πρός τι [[καί]] τι Arst. равновесие между чем-л. и чем-л.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br /><b class="num">I.</b> an [[opposite]] [[party]], Plat.<br /><b class="num">II.</b> a [[standing]] [[against]], [[resistance]], Plut.
|mdlsjtxt=<br /><b class="num">I.</b> an [[opposite]] [[party]], Plat.<br /><b class="num">II.</b> a [[standing]] [[against]], [[resistance]], Plut.
}}
}}

Revision as of 17:55, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντίστᾰσις Medium diacritics: ἀντίστασις Low diacritics: αντίστασις Capitals: ΑΝΤΙΣΤΑΣΙΣ
Transliteration A: antístasis Transliteration B: antistasis Transliteration C: antistasis Beta Code: a)nti/stasis

English (LSJ)

εως, ἡ, A counter-faction, στάσις καὶ ἀντίστασις καὶ μάχη Pl.R.560a. II opposition, αἰώνιος Ph.1.577; ἐπὶ τῇ ἀρχῇ J.AJ 17.11.2; τύχης Plu.Aem.36; ἐξ ἀντιστάσεως ἀγωνίζεσθαι = in pitched battle, Hdn. 5.4.4; ἴσην ἀντίστασιν ἔχειν weigh equally, Arist.Mu.397a1. III counterplea, set-off, e.g. benefit conferred balanced against injury done, Hermog.Stat.2, cf. 6 (pl.), Arg.Lycurg.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
1 partido contrario στάσις δὴ καὶ ἀντίστασις καὶ μάχη ἐν αὐτῷ πρὸς αὑτὸν τότε γίγνεται Pl.R.560a.
2 rivalidad, oposición ἀντίστασιν αἰώνιον Ph.1.577, ἔγκλημα τῆς ἀντιστάσεως ἐπὶ τῇ ἀρχῇ προσφερόμενον I.AI 17.313, τύχης ἀ. oposición de la fortuna Plu.Aem.36, cf. Chrys.M.59.379, PMonac.6.45 (VI d.C.)
ἐξ ἀντιστάσεως ἀγωνίζεσθαι = luchar en batalla campal Hdn.5.4.4
ataque c. argumentos παντὶ ἀντιστάσεως τρόπῳ κεχρημένοι οἱ Ἕλληνες Iust.Phil.Qu.Gr.M.6.1489B.
3 de ahí c. adj. de igualdad diferencia u oposición equivalente de los sonidos de las cuerdas de una lira πᾶσαι (αἱ χορδαί) κατὰ τὴν ἴσην ἀντίστασιν ἀλλήλαις συνηχοῦσι todas (las cuerdas de la lira) forman un sonido armónico oponiéndose entre sí con iguales intervalos Ath.Al.M.25.77A
equilibrio ἴσην ἀντίστασιν ἔχειν equivaler Arist.Mu.397a1, ἐξ ἀντιρρόπου τῶν διαλογισμῶν ἀντιστάσεως Iambl.Myst.1.3.
4 ret. compensación de un acto malo mediante uno bueno, Lycurg.argumen., Hermog.Stat.12.

German (Pape)

[Seite 261] ἡ, Gegenpartei, Plat. Rep. VIII, 560 a; Arist. u. Sp.; Widerstand, Plut. Aem. Paull. 36. Bei Rhetoren das Gegenüberstellen, Vergleichung.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
résistance, opposition, parti opposé.
Étymologie: ἀνθίστημι.

Russian (Dvoretsky)

ἀντίστᾰσις: εως ἡ
1) противная сторона, враждебная партия (στάσις καὶ ἀ. Plat.);
2) сопротивление: τύχης ἀ. Plut. превратности судьбы, неблагоприятные обстоятельства; ἡ ἴση ἀ. πρός τι καί τι Arst. равновесие между чем-л. и чем-л.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντίστᾰσις: -εως, ἡ, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ στάσις, στάσις καὶ ἀντίστασις καὶ μάχη Πλάτ. Πολ. 560Α. ΙΙ. τὸ ἀνθίστασθαί τινι, ἀντίστασις ὡς παρ’ ἡμῖν, τύχης Πλουτ. Αἰμίλ. 36· ἐξ ἀντιστάσεως ἀγωνίζεσθαι, συστάδην, Ἡρωδιαν. 5. 4, 6· ἴση ἀντίστασις, ἰσορροπία, Ἀριστ. π. Κόσμ. 5. 7. ΙΙI. ἀντίθετος ἰσχυρισμός, Ρήτ.

Greek Monotonic

ἀντίστᾰσις: -εως, ἡ,
I. αντίπαλο κόμμα, σε Πλάτ.
II. αντίσταση, αντοχή, σε Πλούτ.

Greek Monolingual

η (AM ἀντίστασις)
αντίδραση, εναντίωση σε κάποια ενέργεια ή στις θελήσεις κάποιου
νεοελλ.
1. η αντίδραση την οποία προβάλλει κάποιο σώμα όταν δέχεται ενέργεια άλλου σώματος («αντίσταση της ύλης», «αντίσταση του αέρα»)
2. το να αρνείται κάποιος να υποταγεί ή να υποχωρήσει
3. (ως κύριο όνομα) Αντίσταση
ο αγώνας που διεξάγεται είτε ενεργητικά είτε παθητικά εναντίον τυραννικού καθεστώτος, ξένου κατακτητή κ.λπ.
αρχ.-μσν.
1. η στάση, η ανταρσία
2. αντίθετος ισχυρισμός, αντεπιχείρημα
3. (Μουσ.) ισορροπία, αρμονία.

Middle Liddell


I. an opposite party, Plat.
II. a standing against, resistance, Plut.