ἔντεχνος: Difference between revisions
Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνον → Anaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui est du domaine de l'art;<br /><b>2</b> habile, industrieux;<br /><b>3</b> disposé <i>ou</i> travaillé avec art ; [[ἔντεχνος]] [[μέθοδος]] ARSTT méthode habile <i>ou</i> régulière.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[τέχνη]]. | |btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui est du domaine de l'art;<br /><b>2</b> habile, industrieux;<br /><b>3</b> disposé <i>ou</i> travaillé avec art ; [[ἔντεχνος]] [[μέθοδος]] ARSTT méthode habile <i>ou</i> régulière.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[τέχνη]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἔντεχνος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[искусный]], [[умелый]] ([[δημιουργός]] Plat.);<br /><b class="num">2)</b> [[требующий технической или специальной подготовки]] (πίστεις Arst.);<br /><b class="num">3)</b> [[искусный]], [[искусно разработанный]] ([[μέθοδος]] Arst.) или сделанный ([[ἔργον]] Plut.);<br /><b class="num">4)</b> [[сведущий в искусствах]] ([[σοφία]] Plat.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἔντεχνος:''' -ον ([[τέχνη]]), αυτός που είναι [[εντός]] των ορίων της τέχνης, που εμπίπτει στο [[πεδίο]] της, [[καλλιτεχνικός]], σε Πλάτ. | |lsmtext='''ἔντεχνος:''' -ον ([[τέχνη]]), αυτός που είναι [[εντός]] των ορίων της τέχνης, που εμπίπτει στο [[πεδίο]] της, [[καλλιτεχνικός]], σε Πλάτ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=ἔν-τεχνος, ον [[τέχνη]]<br />[[within]] the [[province]] of art, [[artificial]], [[artistic]], Plat. | |mdlsjtxt=ἔν-τεχνος, ον [[τέχνη]]<br />[[within]] the [[province]] of art, [[artificial]], [[artistic]], Plat. | ||
}} | }} |
Revision as of 20:20, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, A within the range or province of art, αἱ πίστεις ἔντεχνόν ἐστι μόνον Arist.Rh. 1354a13. 2 furnished or invented by art, artificial, artistic, Pl. Prt.321d, al.; opp. ἄτεχνος, πίστεις Arist.Rh.1355b36; ἡ ἔ. μέθοδος the regular method, ib.a4. Adv. -ως Id.SE172a35 (condemned by Phryn.327 (who however cites Adv. -ῶς from Lys.Fr.314 S.)). II of persons, skilled, ἔ. δημιουργός a cunning workman, Pl.Lg.903c, cf. Plt.300e.
Spanish (DGE)
-ον
I 1técnico, profesional, experto en o sujeto a las reglas de un arte u oficio de pers. πᾶς ἔ. δημιουργός Pl.Lg.903c, cf. Plt.300e, Thphr.HP 9.16.8, junto a τρίβων Luc.Merc.Cond.7, de nombres rel. c. actividades ὁ Προμηθεὺς ... κλέπτει Ἡφαίστου καὶ Ἀθηνᾶς τὴν ἔντεχνον σοφίαν σὺν πυρί Pl.Prt.321d, δύναμις ref. la actividad guerrera, Pl.Plt.304e, χρῆσις ... καταπλάσματος ... ἔ. Hp.Medic.12, ἡ ἰατρικὴ ἔ. la medicina técnica o científica Anon.Lond.9.32, de la música, Ph.1.591, ἔντεχνον δὲ τὸ τὴν μέσην ἐν ἅπασι τέμνειν ἐμμελές τε tender en todas las cosas al punto medio es una actitud profesional y moderada Plu.2.7b, cf. D.H.Comp.12.6, Ath.256a
•c. gen. experto en ἔ. λύρης IUrb.Rom.1154.1 (II/III d.C.)
•neutr. subst. τὸ ἔ. técnica, arte τῆς δημιουργίας ref. la creación Hom.Clem.6.19, οὔτι γε τὸ ἔντεχνον διαπονητέον Clem.Al.Paed.3.10.51, τὸ ἔντεχνον τοῦ διαβολικοῦ πολέμου Basil.Ep.139.1.
2 ret. propio o característico de la disciplina retórica, objeto específico de la actividad retórica ἡ μὲν ἔ. μέθοδος περὶ τὰς πίστεις ἐστίν el método propio de la disciplina retórica es el que se refiere a las pruebas por persuasión Arist.Rh.1355a4, cf. 1354a13, op. ἄτεχνος Arist.Rh.1355b36, αἱ ἔντεχνοι πίστεις D.H.Lys.19.1, ἀποδείξεις Ph.1.355, cf. D.H.Rh.10.19.
II adv. -ως
1 hábilmente, de modo diestro o experto τῶν δὲ κυβερνητῶν ἐ. τοῖς οἴαξι χρωμένων manejando los pilotos con destreza los timones D.S.13.45, ἐργάζεσθ' ἐπὶ γαίης ἐ. Orac.Sib.1.58, cf. Tat.Orat.34.8, Longus 3.18.4, Gr.Thaum.Pan.Or.13.23
•de modo artístico κόσμιον ἐ. ... κείμενον ἄγγος ISelge 66.1 (III d.C.).
2 ret. técnicamente, con conocimiento del arte o la técnica retórica op. ἄτεχνως Arist.SE 172a35, ἡγούμεθα ... ῥήτορας πάντας ἀνυμνεῖν θεοὺς ἔ. Men.Rh.344, cf. Lys.Fr.314S., Demetr.Eloc.67, Clem.Al.Strom.1.2.20, Anaximen.Rh.1445a29.
German (Pape)
[Seite 856] kunstmäßig, künstlich; σοφία Plat. Prot. 321 d; ἐπιχείρησις Legg. IV, 722 d; πίστεις, Beweise, die durch rhetorische Kunst geführt werden, im Ggstz der ἄτεχνοι, wie Zeugenaussagen u. Documente, Arist. rhet. 1, 2 u. Sp. – Von Personen, kunstgeübt, geschickt, δημιουργός Plat. Legg. X, 903 c; Luc. de merc. cond. 7 u. a. Sp. – Adv. ἐντέχνως, von den Atticisten für τεχνικῶς verworfen, von Phryn. 344 aus Lys. angeführt, Sp., vgl. Lob. zu Phryn. a. a. O.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui est du domaine de l'art;
2 habile, industrieux;
3 disposé ou travaillé avec art ; ἔντεχνος μέθοδος ARSTT méthode habile ou régulière.
Étymologie: ἐν, τέχνη.
Russian (Dvoretsky)
ἔντεχνος:
1) искусный, умелый (δημιουργός Plat.);
2) требующий технической или специальной подготовки (πίστεις Arst.);
3) искусный, искусно разработанный (μέθοδος Arst.) или сделанный (ἔργον Plut.);
4) сведущий в искусствах (σοφία Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
ἔντεχνος: -ον, ὁ ἐντὸς τοῦ κύκλου ἢ τῶν ὁρίων τῆς τέχνης, Ἀριστ. Ρητ. 1. 1, 3. 2) ἡ ἔντεχνος σοφία, ἡ ἔχουσα ἐν ἑαυτῇ τὴν τέχνην, ἡ ἐν τῇ τέχνῃ σοφία, κλέπτει (ὁ Προμηθεὺς) Ἡφαίστου καὶ Ἀθηνᾶς τὴν ἔντεχνον σοφίαν σὺν πυρὶ Πλάτ. Πρωτ. 321D, κ. ἀλλ.· ὁ διὰ τέχνης καὶ μεθόδου κατασκευασθείς, ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ ἄτεχνος, Ἀριστ. Ρητ. 1, 2, 2, κτλ., ἡ ἔντεχνος μέθοδος αὐτόθι 1. 1, 11: ― Ἐπίρρ. ἐντέχνως, ὁ αὐτ. Σοφ. Ἔλεγχ. 11. 12, πρβλ. Φρύν. 344. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, πεπειραμένος, ἔμπειρος, δεξιός, ἔντεχνος δημιουργός, δεξιός, ἐπιδέξιος τεχνίτης, Πλάτ. Νόμ. 903C, πρβλ. Πολιτικ. 300Ε.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἔντεχνος, -ον)
1. αυτός που γίνεται ή έχει γίνει με τέχνη και επιδεξιότητα (σε αντίθεση προς τον άτεχνο ή τον κακότεχνο)
2. εκείνος που βρίσκεται μέσα στα όρια της τέχνης, που πληρεί τις απαιτήσεις της τέχνης
μσν.- νεοελλ.
προσχεδιασμένος, προμελετημένος
αρχ.
(για πρόσ.) έμπειρος, επιδέξιος.
επίρρ...
έντεχνα (AM ἐντέχνως)
με τέχνη, επιδέξια
μσν.- νεοελλ.
προμελετημένα, προσχεδιασμένα
μσν.
με επάρκεια.
Greek Monotonic
ἔντεχνος: -ον (τέχνη), αυτός που είναι εντός των ορίων της τέχνης, που εμπίπτει στο πεδίο της, καλλιτεχνικός, σε Πλάτ.
Middle Liddell
ἔν-τεχνος, ον τέχνη
within the province of art, artificial, artistic, Plat.