ἁβροδίαιτος: Difference between revisions
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
(CSV import) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[δίαιτα]]<br />[[living]] [[delicately]], Aesch.; τὸ ἁβροδίαιτον [[effeminacy]], Thuc. | |mdlsjtxt=[[δίαιτα]]<br />[[living]] [[delicately]], Aesch.; τὸ ἁβροδίαιτον [[effeminacy]], Thuc. | ||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=(=αὐτός πού ζεῖ μέ [[πολυτέλεια]]). Ἀπό τό [[ἁβρός]] (=[[κομψός]], [[λεπτός]], [[τρυφερός]]) + [[δίαιτα]] (=[[τρόπος]] ζωῆς). Ἁβροδίαιτα (=πολυδάπανη [[ζωή]]), [[ἁβροδιαιτάομαι]] -ῶμαι (=ζῶ μέ [[πολυτέλεια]]). | |||
}} | }} |
Revision as of 14:30, 14 October 2022
English (LSJ)
ον, living delicately, ἁβροδιαίτων Λυδῶν ὄχλος A.Pers.41, cf. Epigr.ap Clearch.4: τὸ ἁβροδίαιτον = effeminacy Th.1.6, Ath.12.513c; ἁβροδίαιτος βίος, luxurious life, Diog.Oen.23. Adv. ἁβροδιαίτως = luxuriously Ph.1.324.
Spanish (DGE)
-ον
I 1que vive con regalo o refinamiento ἁβροδιαίτων Λυδῶν ὄχλος A.Pers.41, ἀνήρ Parrhas.1, ἔθνος D.H.9.16
•subst. τὸ ἁβροδίαιτον = molicie, refinamiento Th.1.6, Ath.513b, D.C.62.1 (p.286), περὶ τὸν βίον Zen.1.68.
2 regalado, de molicie βίος Ph.1.37, Diog.Oen.29.2.8, ἀπόλαυσις Gr.Nyss.M.46.424C, τράπεζα Gr.Nyss.Paup.1.105.10.
II adv. ἁβροδιαίτως = regaladamente, muellemente ζῶντες Ph.1.324.
German (Pape)
[Seite 4] üppig lebend (VLL. τρυφητής, περὶ τὴν δίαιταν δαψιλής), Λυδοί Aesch. Pers. 41; διὰ τὸτον Thuc. 1, 6, von den alten Athenern, vorher steht ἀνειμένῃ τῇ διαίτῃ ἐς τὸ τρυφερώτερον μετέστησαν. So τὸ τῶν Φαιάκωντον Ath. XII, 513 c; D. Hal. 9, 16; Hdn. 2, 7, 1. – Adv., Philo.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
efféminé : τὸ ἁβροδίαιτον, vie molle et efféminée.
Étymologie: ἁβρός, δίαιτα.
Russian (Dvoretsky)
ἁβροδίαιτος: ведущий утонченный образ жизни, утопающий в неге (Λυδοί Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
ἁβροδίαιτος: -ον, = ζῶν μαλθακῶς, ὁ περὶ τὴν δίαιταν δαψιλής· ἁβροδιαίτων Λυδῶν ὄχλος. Αἰσχύλ. Πέρσ. 41. Πρβ. Ἀνθ. Π. παραρτ. 59: τὸ ἁβρ. = ἐκθήλυνσις, Θουκ. 1. 6. Ἀθ. 513C. Ἐπίρρ. -τως, Φίλων 1, 324.
Greek Monotonic
ἁβροδίαιτος: -ον (δίαιτα), αυτός που ζει με κομψότητα, αβρότητα, σε Αισχύλ.· τὸ ἁβροδίαιτον, εκθηλυσμός, μαλθακότητα, θηλυπρέπεια, σε Θουκ.
Middle Liddell
δίαιτα
living delicately, Aesch.; τὸ ἁβροδίαιτον effeminacy, Thuc.
Mantoulidis Etymological
(=αὐτός πού ζεῖ μέ πολυτέλεια). Ἀπό τό ἁβρός (=κομψός, λεπτός, τρυφερός) + δίαιτα (=τρόπος ζωῆς). Ἁβροδίαιτα (=πολυδάπανη ζωή), ἁβροδιαιτάομαι -ῶμαι (=ζῶ μέ πολυτέλεια).