γλάφω: Difference between revisions

From LSJ

Τραφὲν ὄρεσι καὶ φάραγξιν ἀγρίαις, κήρυξ πέφυκα τῆς λόγου ὑμνῳδίας. Φωνήν μὲν οὐκ ἔναρθρον, εὔηχον δ' ἔχω (Byzantine riddle) → Raised in the mountains and wild ravines, I have become the herald of hymns that are sung. I have no articulate voice...

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
(CSV import)
Line 30: Line 30:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[from [[γλαφυρός]]<br />to [[scrape]] up the [[ground]], of a [[lion]], Hes.
|mdlsjtxt=[from [[γλαφυρός]]<br />to [[scrape]] up the [[ground]], of a [[lion]], Hes.
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=σκάβω, [[λαξεύω]]). Ἀπό ρίζα γλαφ-.<br><b>Παράγωγα:</b> τό [[γλάφυ]] (=[[κοιλότης]], σπηλιά), [[γλαφυρός]] (=βαθουλός, [[στιλπνός]], [[κομψός]]), [[γλαφυρία]] (=[[στιλπνότης]]), [[γλαφυρότης]].
}}
}}

Revision as of 15:05, 14 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γλάφω Medium diacritics: γλάφω Low diacritics: γλάφω Capitals: ΓΛΑΦΩ
Transliteration A: gláphō Transliteration B: glaphō Transliteration C: glafo Beta Code: gla/fw

English (LSJ)

[ᾰ], A scrape up, dig up, hollow, ποσσὶ γλάφει, of a lion, Hes. Sc.431. II engrave, CR12.282 (ii A. D.).

Spanish (DGE)

• Prosodia: [-ᾰ-]
1 escarbar el suelo ποσσὶν γλάφει de un león, Hes.Sc.431, cf. Hsch.γ 240, Sch.D.T.319.35, 320.1.
2 grabar en la piedra γλυφίδι γλάψας IMEG 105.2 (Coptos II d.C.), cf. Hsch.γ 619, Phot.γ 133; cf. tb. γλάπτω.

French (Bailly abrégé)

creuser le sol du pied en parl. d'un lion.
Étymologie: R. Γλαφ gratter, lat. scalpo ; cf. γλύφω‖sculpo.

Russian (Dvoretsky)

γλάφω: (ᾰ) рыть, разгребать (землю) (ποσσί Hes.).

Greek (Liddell-Scott)

γλάφω: [ᾰ], ξέω, ἀνασκάπτω, κοιλαίνω, ποσσὶ γλάφει, ἐπὶ λέοντος, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 431· ἴδε ἀπο-, δια-γλάφω. (Ἐκ √ ΓΛΑΦ παράγονται ὡσαύτως γλάφυ, γλαφυρός, πρβλ. Λατ. glaber, Glabrio· - γλάφω ἔχει πρὸς τὸ γλύφω ὡς τὸ Λατ. scalpo πρὸς τὸ sculpo).

Greek Monolingual

γλάφω (Α)
σκάβω, κοιλαίνω κάτι («ποσσὶ γλάφει» —ο λέωνΗσίοδ.)
2. χαράζω με τη γλυφίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. γλαφυρός.

Greek Monotonic

γλάφω: [ᾰ], ανασκάπτω, ξύνω, σκάβω το έδαφος, λέγεται για λιοντάρι, σε Ησίοδ.

Middle Liddell

[from γλαφυρός
to scrape up the ground, of a lion, Hes.

Mantoulidis Etymological

(=σκάβω, λαξεύω). Ἀπό ρίζα γλαφ-.
Παράγωγα: τό γλάφυ (=κοιλότης, σπηλιά), γλαφυρός (=βαθουλός, στιλπνός, κομψός), γλαφυρία (=στιλπνότης), γλαφυρότης.