σκῆνος: Difference between revisions
τὸ πλῆθος οὐκ εὐαρίθμητον ἦν → the crowd wasn't easy to count, the crowd was not small, it was not a small crowd
(CSV import) |
m (Text replacement - "down" to "down") |
||
Line 32: | Line 32: | ||
}} | }} | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=σκήνους, τό ([[Hippocrates]], [[Plato]], others), a tabernacle, a [[tent]], [[everywhere]] ([[except]] Boeckh, Corpus inscriptions vol. ii., no. 3071) used [[metaphorically]], of the [[human]] [[body]], in [[which]] the [[soul]] dwells as in a [[tent]], and [[which]] is taken | |txtha=σκήνους, τό ([[Hippocrates]], [[Plato]], others), a tabernacle, a [[tent]], [[everywhere]] ([[except]] Boeckh, Corpus inscriptions vol. ii., no. 3071) used [[metaphorically]], of the [[human]] [[body]], in [[which]] the [[soul]] dwells as in a [[tent]], and [[which]] is taken down at [[death]]: ἡ [[ἐπίγειος]] [[ἡμῶν]] [[οἰκία]] [[τοῦ]] σκήνους, i. e. ho esti τό [[σκῆνος]] (Winer's Grammar, § 59,7d., 8a.), [[which]] is the [[well-known]] [[tent]], ibid. 1 (R. V. the [[earthly]] [[house]] of [[our]] tabernacle). Cf. [[Plato]]) Tim. Locr., p. 100ff and [[often]] in [[other]] [[philosophic]] writings; cf. Fischer, Index to [[Aeschines]] [[dial]]. Socrates; Passow, [[under]] the [[word]]; (Field, Otium Norv. pars iii., p. 113 (on 2 Corinthians 5:1)). | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 08:45, 20 October 2022
English (LSJ)
Dor. σκᾶνος, εος, τό,= σκηνή, A hut, tent, CIG3071 (Teos). II the body (as the tabernacle of the soul), Hp.Cord.7, Anat.1, Democr.37,187,223, al., Pl.Ax.366a, Ti.Locr.100a,101c, 101e, 2 Ep.Cor.5.1; σ. [μελίσσης] AP9.404 (Antiphil.). 2 dead body, corpse, IG3.1330, 12(5).591 (Ceos), CIG3123 (Teos), etc.; of an animal, μόσχου, ταύρων, Nic.Al.447, Th.742 (pl.).
German (Pape)
[Seite 895] τό, Zelt, Hütte, jeder bedeckte, beschattende od. bedeckende Ort. – Bei den Doriern, bes. bei den Pythagoreern ist σκῆνος der Leib als Behausung, Hülle der Seele, Tim. Locr. 100 a ff., u. öfter, u. Sp., wie Nic. Th. 742 Ael. H. A. 5, 3. 12, 17; sogar σκῆνος μελίσσης, Antiphil. 29 (IX, 404).
French (Bailly abrégé)
ion. -εος, att. -ους (τό) :
tente ; fig. le corps, enveloppe de l'âme ; p. ext. corps mort, cadavre.
Étymologie: σκηνή.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σκῆνος -εος, contr. -ους, τό [σκηνή] tent, behuizing; overdr. van het menselijk lichaam:. ἡ ἐπίγειος ἡμῖν οἰκία τοῦ σκήνους de tent waarin wij op aarde wonen NT 2 Cor. 5.1.
Russian (Dvoretsky)
σκῆνος: дор. σκᾶνος, εος τό досл. шатер, перен. вместилище, тело (τὸ σ. τῶν ζῴων Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
σκῆνος: Δωρικ. σκᾶνος, εως, τό, ὡς τὸ σκηνή, καλύβη, σκηνή, κτλ., Συλλ. Ἐπιγρ. 3071. ΙΙ. τὸ σῶμα (ὡς κατοικητήριον τῆς ψυχῆς), Ἱππ. 269. 22., 916Α, Δημόκρ. παρὰ Στοβ. 133, 40, Πλάτ. παρὰ Κλήμ. Ἀλ. 703, Τίμ. Λοκρ. 100Α, 101C, Ε, Β΄ Ἐπιστ. πρ. Κορινθ. ε΄, 1· σκ. μελίσσης Ἀνθ. Π. 9. 404. 2) νεκρὸν σῶμα, πτῶμα, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 97, 226, 422, κ. ἀλλ.· ἔτι καὶ ἐπὶ ζῴου, σκ. μόσχου Νικ. Ἀλεξιφ. 447, πρβλ. Θηρ. 742· πρβλ. σκεῦος ΙΙ.
Spanish
English (Strong)
from σκηνή; a hut or temporary residence, i.e. (figuratively) the human body (as the abode of the spirit): tabernacle.
English (Thayer)
σκήνους, τό (Hippocrates, Plato, others), a tabernacle, a tent, everywhere (except Boeckh, Corpus inscriptions vol. ii., no. 3071) used metaphorically, of the human body, in which the soul dwells as in a tent, and which is taken down at death: ἡ ἐπίγειος ἡμῶν οἰκία τοῦ σκήνους, i. e. ho esti τό σκῆνος (Winer's Grammar, § 59,7d., 8a.), which is the well-known tent, ibid. 1 (R. V. the earthly house of our tabernacle). Cf. Plato) Tim. Locr., p. 100ff and often in other philosophic writings; cf. Fischer, Index to Aeschines dial. Socrates; Passow, under the word; (Field, Otium Norv. pars iii., p. 113 (on 2 Corinthians 5:1)).
Greek Monolingual
το / σκῆνος, -ήνους και -ήνεος, ΝΜΑ, και δωρ. τ. σκᾱνος Α
λείψανο, σορός του ανθρώπου, σκήνωμα
αρχ.
1. κατοικία
2. το σώμα του ανθρώπου ως κατοικία της ψυχής («ἐὰν ἡ ἐπίγειος ἡμῶν οἰκία τοῦ σκήνους καταλυθῇ», ΚΔ)
3. πτώμα ζώου, ιδίως μοσχαριού ή ταύρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. του σκηνή, κατά το γένος του συνώνυμου σῶμα και κατά τη μορφή τών ουδ. σε -ος (πρβλ. κτῆνος)].
Greek Monotonic
σκῆνος: Δωρ. σκᾶνος, -εως, τό = σκηνή· μεταφ., το σώμα (ως έδρα, κατοικία της ψυχής), σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
= σκηνή
metaph. the body (as the tabernacle of the soul), NTest.
Chinese
原文音譯:skÁnoj 士咳挪士
詞類次數:名詞(2)
原文字根:帳棚
字義溯源:茅舍,臨時小屋,會幕,帳棚,帳棚式;源自(σκηνή)=帳棚),而 (σκηνή)出自(σκεῦος)*=器具),或出自(σκιά)=蔭,影子*)
出現次數:總共(2);林後(2)
譯字彙編:
1) 帳棚(1) 林後5:4;
2) 帳棚式(1) 林後5:1
Mantoulidis Etymological
(=καλύβα, τό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου ὡς κατοικία τῆς ψυχῆς). Ἀπό τό σκηνή, ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα.
Léxico de magia
τό cadáver para consultas Πίτυος Θεσσαλοῦ ἀνάκρισις σκήνους consulta de Pitis el tesalio a un cadáver P IV 2141 πέμψον δαίμονα τοῦτον τῇ δεῖνα μεσάταισι ὥραις, οὗπερ ἀπὸ σκήνους κατέχω τόδε λείψανον ἐν χερσίν envíale a fulana, en las horas intermedias, este demon, de cuyo cadáver retengo este resto en mis manos P IV 448 P IV 1951 P IV 1970
French (New Testament)
tabernacle