θελκτήριος: Difference between revisions
ἐπεὰν νῶτον ὑὸς δελεάσῃ περὶ ἄγκιστρον, μετιεῖ ἐς μέσον τὸν ποταμόν, ὁ κροκόδειλος ἵεται κατὰ τὴν φωνήν, ἐντυχὼν δὲ τῷ νώτῳ καταπίνει → when he has baited a hog's back onto a hook, he throws it into the middle of the river, ... the crocodile lunges toward the voice of a squealing piglet, and having come upon the hogback, swallows it
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''θελκτήριος:'''<br /><b class="num">1 | |elrutext='''θελκτήριος:'''<br /><b class="num">1</b> [[околдовывающий]], [[волшебный]] (φίλτρα ἔρωτος Eur.);<br /><b class="num">2</b> [[чарующий]], [[полный обаяния]] (ὄμματος [[τόξευμα]] Aesch.);<br /><b class="num">3</b> [[завлекающий]], [[обольстительный]] ([[μῦθος]] Aesch.; [[ἐπῳδή]] Plut.);<br /><b class="num">4</b> [[успокаивающий]], [[умиротворяющий]] (μύθου [[μῦθος]] θ. Aesch.). | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 14:10, 25 November 2022
English (LSJ)
ον, enchanting, soothing, μῦθοι, λόγοι, A.Eu.81, E. Hipp.478; ὄμματος θ. τόξευμα the eye's magic shaft, A.Supp.1004: c. gen., φίλτρα θ. ἔρωτος E.Hipp.509; μύθου μῦθος θ. speech that heals speech, A.Supp.447: in late Prose, θ. ἀγωνίσματα, of poems, Agath. Praef.
German (Pape)
[Seite 1193] ον, bezaubernd, beschwichtigend, anlockend; θελκτηρίους μύθους ἔχοντες Aesch. Eum. 81; Suppl. 442; ὄμματος θελκτήριον τόξευμα Suppl. 982, der Zauberpfeil des Blickes; μ ῦθοι auch Eur. Hipp. 478; ἐπῳδή Plut. amator. 16 M.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui charme, adoucit, apaise.
Étymologie: θέλγω.
Russian (Dvoretsky)
θελκτήριος:
1 околдовывающий, волшебный (φίλτρα ἔρωτος Eur.);
2 чарующий, полный обаяния (ὄμματος τόξευμα Aesch.);
3 завлекающий, обольстительный (μῦθος Aesch.; ἐπῳδή Plut.);
4 успокаивающий, умиротворяющий (μύθου μῦθος θ. Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
θελκτήριος: -ον, θέλγων, μαγεύων, καταπραΰνων, μῦθοι Αἰσχύλ. Εὐμ. 81, Εὐρ. Ἱππ. 478· ὄμματος θελκτήριον τόξευμα, τοῦ ὀφθαλμοῦ τὸ μαγικὸν βέλος, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 1004· μετὰ γεν., φίλτρα θ. ἔρωτος Εὐρ. Ἱππ. 509· μύθου μῦθος θ., λόγος θεραπεύων λόγον, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 447.
Greek Monolingual
θελκτήριος, -ον (Α) θελκτήρ
1. αυτός που θέλγει, αυτός που καταπραΰνει
2. ελκυστικός, μαγευτικός, απατηλός
(«ὄμματος θελκτήριον τόξευμα» — το μαγικό βέλος του οφθαλμού, Αισχύλ.)
3. το ουδ. ως ουσ. τo θελκτήριον
α) (για τη ζώνη της Αφροδίτης) θέλγητρο, μαγεία
β) (για άσματα) μέσο αναψυχής, διασκεδάσεως
γ) μέσο εξιλασμού («ἤ ἐάαν μέγ' ἄγαλμα θεῶν θελκτήριον εἶναι», Ομ. Οδ.)
δ) μέσο για ανακούφιση τών πόνων, τών κόπων («πόνων θελκτήριον», Αισχύλ.).
Middle Liddell
θελκτήριος, ον θέλγω
charming, enchanting, soothing, Aesch., Eur.