inexorable: Difference between revisions

From LSJ

Ψυχῆς γὰρ οὐδέν ἐστι τιμιώτερον → Nil reperiri carius vita potest → Kein Gut ist als das Leben wertvoller

Menander, Monostichoi, 552
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 5: Line 5:
}}
}}
{{esel
{{esel
|sltx=[[ἄγναμπτος]], [[ἀγνώμων]], [[ἀδάμαστος]], [[ἀδέητος]], [[ἀδιάστροφος]], [[ἀδιάφυκτος]], [[ἀδυσώπητος]], [[ἄθεστος]], [[αἰπύς]], [[ἄκαμπτος]], [[ἀκήλητος]], [[ἀκίχητος]], [[ἀκρότομος]], [[ἄλιστος]], [[ἀλιτάνευτος]], [[ἄλλιστος]], [[ἀλλιτάνευτος]], [[ἄλλιτος]], [[ἀμάλακτος]], [[ἀμάλθακτος]], [[ἀμείλικτος]], [[ἀμείλιχος]], [[ἀμετάπειστος]], [[ἀναγκαστικός]], [[ἀνεκδυσώπητος]], [[ἀνεπιστρεφής]], [[ἀνοικτίρμων]], [[ἄνοικτος]], [[ἀνουθέτητος]], [[ἀπαραίτητος]], [[ἀπαράκλητος]], [[ἀπαραμύθητος]], [[ἀπαράμυθος]], [[ἀπαράπειστος]], [[ἀπαράτρεπτος]], [[ἀπαρηγόρητος]], [[ἀπειθής]], [[ἀπροσωπόληπτος]], [[ἀσκελής]], [[ἄσπονδος]], [[ἀστεμφής]], [[ἀστυφέλικτος]], [[ἀσυγγνώμων]], [[ἀσύγγνωστος]], [[ἀσυγχώρητος]], [[ἄτεγκτος]], [[ἀτενής]], [[ἀφειδής]], [[δυσάλγητος]], [[δυσαξίωτος]], [[δυσκίνητος]], [[δυσπαραίτητος]], [[δυσπαράκλητος]], [[δυσπαρήγορος]], [[δυσχίνητος]], [[νηλής]], [[πανάθεστος]], [[σχέτλιος]]
|sltx=[[ἄγναμπτος]], [[ἀγνώμων]], [[ἀδάμαστος]], [[ἀδέητος]], [[ἀδιάστροφος]], [[ἀδιάφυκτος]], [[ἀδυσώπητος]], [[ἄθεστος]], [[αἰπύς]], [[ἄκαμπτος]], [[ἀκήλητος]], [[ἀκίχητος]], [[ἀκρότομος]], [[ἄλιστος]], [[ἀλιτάνευτος]], [[ἄλλιστος]], [[ἀλλιτάνευτος]], [[ἄλλιτος]], [[ἀμάλακτος]], [[ἀμάλθακτος]], [[ἀμείλικτος]], [[ἀμείλιχος]], [[ἀμετάπειστος]], [[ἀναγκαστικός]], [[ἀνεκδυσώπητος]], [[ἀνεπιστρεφής]], [[ἀνοικτίρμων]], [[ἄνοικτος]], [[ἀνουθέτητος]], [[ἀπαραίτητος]], [[ἀπαράκλητος]], [[ἀπαραμύθητος]], [[ἀπαράμυθος]], [[ἀπαράπειστος]], [[ἀπαράτρεπτος]], [[ἀπαρηγόρητος]], [[ἀπειθής]], [[ἀπροσωπόληπτος]], [[ἀσκελής]], [[ἄσπονδος]], [[ἀστεμφής]], [[ἀστυφέλικτος]], [[ἀσυγγνώμων]], [[ἀσύγγνωστος]], [[ἀσυγχώρητος]], [[ἄτεγκτος]], [[ἀτενής]], [[ἀφειδής]], [[δυσάλγητος]], [[δυσαξίωτος]], [[δυσκίνητος]], [[δυσπαραίτητος]], [[δυσπαράκλητος]], [[δυσπαρήγορος]], [[δυσκίνητος]], [[νηλής]], [[πανάθεστος]], [[σχέτλιος]]
}}
}}

Revision as of 11:18, 26 December 2022

English > Greek (Woodhouse)

Woodhouse page for inexorable - Opens in new window

adjective

P. ἀπαραίτητος, P. and V. σχέτλιος, Ar. and V. ἄτεγκτος, ἄνοικτος, V. νηλής, ἀνοικτίρμων (Sophocles, Fragment), δυσπαραίτητος, δυσάλγητος.

Spanish > Greek

ἄγναμπτος, ἀγνώμων, ἀδάμαστος, ἀδέητος, ἀδιάστροφος, ἀδιάφυκτος, ἀδυσώπητος, ἄθεστος, αἰπύς, ἄκαμπτος, ἀκήλητος, ἀκίχητος, ἀκρότομος, ἄλιστος, ἀλιτάνευτος, ἄλλιστος, ἀλλιτάνευτος, ἄλλιτος, ἀμάλακτος, ἀμάλθακτος, ἀμείλικτος, ἀμείλιχος, ἀμετάπειστος, ἀναγκαστικός, ἀνεκδυσώπητος, ἀνεπιστρεφής, ἀνοικτίρμων, ἄνοικτος, ἀνουθέτητος, ἀπαραίτητος, ἀπαράκλητος, ἀπαραμύθητος, ἀπαράμυθος, ἀπαράπειστος, ἀπαράτρεπτος, ἀπαρηγόρητος, ἀπειθής, ἀπροσωπόληπτος, ἀσκελής, ἄσπονδος, ἀστεμφής, ἀστυφέλικτος, ἀσυγγνώμων, ἀσύγγνωστος, ἀσυγχώρητος, ἄτεγκτος, ἀτενής, ἀφειδής, δυσάλγητος, δυσαξίωτος, δυσκίνητος, δυσπαραίτητος, δυσπαράκλητος, δυσπαρήγορος, δυσκίνητος, νηλής, πανάθεστος, σχέτλιος