πότημα: Difference between revisions

From LSJ

χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=potima
|Transliteration C=potima
|Beta Code=po/thma
|Beta Code=po/thma
|Definition=(A), ατος, τό, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[flight]], <span class="bibl">A.<span class="title">Eu.</span>250</span> ([[πωτήμασι]] codd.).</span><br />(B), ατος, τό, ([[πίνω]]) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[draught]], [[potion]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Aff.</span>18</span> (pl.), Erasistr. ap. Gal.11.200, Dsc.2.159 (pl.), Orib.<span class="title">Fr.</span>50 (pl.). </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[pill]], <span class="bibl">Paul.Aeg.3.20</span>.</span>
|Definition=(A), -ατος, τό,<br><span class="bld">A</span> [[flight]], A.''Eu.''250 ([[πωτήμασι]] codd.).<br /><br />(B), -ατος, τό, ([[πίνω]])<br><span class="bld">A</span> [[draught]], [[potion]], Hp.''Aff.''18 (pl.), Erasistr. ap. Gal.11.200, Dsc.2.159 (pl.), Orib.''Fr.''50 (pl.).<br><span class="bld">II</span> [[pill]], Paul.Aeg.3.20.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 15:56, 24 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πότημᾰ Medium diacritics: πότημα Low diacritics: πότημα Capitals: ΠΟΤΗΜΑ
Transliteration A: pótēma Transliteration B: potēma Transliteration C: potima Beta Code: po/thma

English (LSJ)

(A), -ατος, τό,
A flight, A.Eu.250 (πωτήμασι codd.).

(B), -ατος, τό, (πίνω)
A draught, potion, Hp.Aff.18 (pl.), Erasistr. ap. Gal.11.200, Dsc.2.159 (pl.), Orib.Fr.50 (pl.).
II pill, Paul.Aeg.3.20.

German (Pape)

[Seite 689] τό, das Getrunkene, Hippocr. u. Sp., wie LXX.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
c. πόμα.
Étymologie: ποτάομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πότημα -ατος, τό [πέτομαι] vlucht:. ὑπέρ... πόντον ἀπτέροις ποτήμασιν ἦλθον ik kwam over zee in een vleugelloze vlucht Aeschl. Eum. 250.
πότημα -ατος, τό [πίνω] drankje. Hp. Dec. 10.

Russian (Dvoretsky)

πότημα: ατος τό Aesch. v.l. = πώτημα.

Greek (Liddell-Scott)

πότημα: πτῆσις, ἀπτέροις ποτήμασι Αἰσχύλ. Εὐμ. 250, ὡς ὁ Δινδ. ἀντὶ τῆς γραφῆς τοῦ Ἀντιγράφου πωτήμασι, διότι οἱ Τραγ. ἔχουσιν ἀείποτε ποτάομαι, οὐχὶ πωτ-.

Greek Monolingual

(I)
-ήματος, τὸ, Α
το πέταγμαὑπέρ τε πόντον ἀπτέροις ποτήμασιν ἦλθον διώκουσ'», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ποτ- της ετεροιωμένης βαθμίδας της ρίζας του πέτομαι + κατάλ. -ημα].
(II)
-ήματος, τὸ, ΝΜΑ
καθετί που πίνεται, ποτό
νεοελλ.
υγρό φάρμακο που δίνεται για εσωτερική χρήση και λαμβάνεται με κουτάλι
(μσν-αρχ.) το καταπότι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πο- του πίνω (πρβλ. πο-τ-ός, βλ. λ. πίνω) + κατάλ. -ημα (πρβλ. τρόφημα)].

Greek Monotonic

πότημα: -ατος, τό (ποτάομαι), πτήση, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

πότημα, ατος, τό, ποτάομαι
a flight, Aesch.