ἐξεταστικός: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) <i>" to "$1 $2 <i>")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=eksetastikos
|Transliteration C=eksetastikos
|Beta Code=e)cetastiko/s
|Beta Code=e)cetastiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[capable of examining into]], τῶν ἔργων <span class="bibl">X.<span class="title">Mem.</span>1.1.7</span>; ἐ. καὶ κριτικός <span class="bibl">Luc.<span class="title">Herm.</span>64</span>; ἐ. πρὸς ἀκρίβειαν [[exacting]], <span class="bibl">Hierocl.<span class="title">in CA</span>7p.429M.</span>: abs., [[fitted for inquiry]], of Dialectic, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Top.</span>101b3</span> (in <span class="bibl"><span class="title">Po.</span>1455a34</span> [[ἐκστατικοί]] is prob. l.). Adv. -κῶς <span class="bibl">D.17.13</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[ἐ]]. (''[[sc.]]'' [[ἀργύριον]]), τό, [[salary of an]] [[ἐξεταστής]], <span class="bibl">Id.13.4</span>.</span>
|Definition=ἐξεταστική, ἐξεταστικόν,<br><span class="bld">A</span> [[capable of examining into]], τῶν ἔργων [[Xenophon|X.]]''[[Memorabilia|Mem.]]''1.1.7; ἐ. καὶ κριτικός Luc.''Herm.''64; ἐ. πρὸς ἀκρίβειαν [[exacting]], Hierocl.''in CA''7p.429M.: abs., [[fitted for inquiry]], of Dialectic, Arist.''Top.''101b3 (in ''Po.''1455a34 [[ἐκστατικοί]] is prob. l.). Adv. [[ἐξεταστικῶς]] D.17.13.<br><span class="bld">II</span> [[ἐ]]. (''[[sc.]]'' [[ἀργύριον]]), τό, [[salary of an]] [[ἐξεταστής]], Id.13.4.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 10:27, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξεταστικός Medium diacritics: ἐξεταστικός Low diacritics: εξεταστικός Capitals: ΕΞΕΤΑΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: exetastikós Transliteration B: exetastikos Transliteration C: eksetastikos Beta Code: e)cetastiko/s

English (LSJ)

ἐξεταστική, ἐξεταστικόν,
A capable of examining into, τῶν ἔργων X.Mem.1.1.7; ἐ. καὶ κριτικός Luc.Herm.64; ἐ. πρὸς ἀκρίβειαν exacting, Hierocl.in CA7p.429M.: abs., fitted for inquiry, of Dialectic, Arist.Top.101b3 (in Po.1455a34 ἐκστατικοί is prob. l.). Adv. ἐξεταστικῶς D.17.13.
II . (sc. ἀργύριον), τό, salary of an ἐξεταστής, Id.13.4.

German (Pape)

[Seite 879] ή, όν, zum Prüfen, Untersuchen gehörig, geschickt; τῶν ἔργων Xen. Mem. 1, 1, 7; Arist. poet. 17; εἶδος λόγων Anaxim. rhet. 1; καὶ κριτικὴ παρασκευή Luc. Hermot. 64. – Bei Dem. 13, 4 ist τὸ ἐξεταστικόν der Richtersold für eine gerichtliche Untersuchung. – Adv., παρέργως ἀλλ' οὐκ ἐξεταστικῶς ἐκκλησιάζειν, genau, Dem. 17, 13.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 propre à rechercher, à examiner;
2 qui recherche ou examine.
Étymologie: ἐξετάζω.

Russian (Dvoretsky)

ἐξεταστικός:
1 умеющий исследовать, тщательно разбирающий (τῶν ἔργων Xen.; κριτικὸς καὶ ἐ. Luc.);
2 исследующий (διαλεκτική Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐξεταστικός: -ή, -όν, ὁ ἐπιτήδειοςἁρμόδιος νὰ ἐξετάζῃ, μετὰ γεν., τῶν ἔργων ἐξεταστικὸς Ξεν. Ἀπομν. 1. 1, 7· ἐξ. καὶ κριτικὸς Λουκ. Ἑρμότ. 64· ‒ ἀπολ., ἐρευνητικός, περὶ τῆς διαλεκτικῆς, Ἀριστ. Τοπ. 1. 2, 2· ἐν τῇ Ποιητ. 17, 5, ἐκστατικοὶ φαίνεται νὰ εἶναι ἡ ὀρθὴ γραφή. ‒ Ἐπίρρ. -κῶς, Δημ. 215. 9. ΙΙ. ἐξεταστικὸν (ἐνν. ἀργύριον), τό, ὁ μισθὸς ἐξεταστοῦ, Δημ. 167. 17.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἐξεταστικός, -ή, -όν) εξεταστής
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εξέταση, ο ικανός να εξετάζει («εξεταστική επιτροπή»)
αρχ.
1. ο κατάλληλος ν' αναζητεί την αλήθεια
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐξεταστικόν
αμοιβή εξεταστή, εξέταστρα.

Greek Monotonic

ἐξεταστικός: -ή, -όν (ἐξετάζω),
I. ικανός, αρμόδιος να εξετάζει, τινος, σε Ξεν.· απόλ., ερευνητικός, στον ίδ.· επίρρ. -κῶς, σε Δημ.
II. ἐξ. (ενν. ἀργύριον), τό, ο μισθός ενός ἐξεταστοῦ, στον ίδ.

Middle Liddell

ἐξεταστικός, ή, όν ἐξετάζω
I. capable of examining into, τινός Xen.:—absol. inquiring, Xen.:—adv. -κῶς, Dem.
II. ἐξ. (sc. ἀργύριον), the salary of an ἐξεταστής, Dem.