ἀμεύομαι: Difference between revisions

From LSJ

ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), acc\." to "$1 $2, $3, acc.")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ameyomai
|Transliteration C=ameyomai
|Beta Code=a)meu/omai
|Beta Code=a)meu/omai
|Definition=Dor. <span class="sense"><span class="bld">A</span> = [[ἀμείβομαι]], only fut. and aor. 1, [[surpass]], [[outstrip]], ἀμεύσασθ' ἀντίους <span class="bibl">Pi.<span class="title">P.</span>1.45</span>; ἀμεύσεσθε Τίσανδρον <span class="bibl">Id.<span class="title">Fr.</span>23</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[pass over]], ὕδατα <span class="bibl">Euph.119</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[purchase]](?), <span class="title">GDI</span>4964 (Gortyn).</span>
|Definition=Dor.<br><span class="bld">A</span> = [[ἀμείβομαι]], only fut. and aor. 1, [[surpass]], [[outstrip]], ἀμεύσασθ' ἀντίους Pi.''P.''1.45; ἀμεύσεσθε Τίσανδρον Id.''Fr.''23.<br><span class="bld">2</span> [[pass over]], ὕδατα Euph.119.<br><span class="bld">II</span> [[purchase]](?), ''GDI''4964 (Gortyn).
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Revision as of 10:40, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμεύομαι Medium diacritics: ἀμεύομαι Low diacritics: αμεύομαι Capitals: ΑΜΕΥΟΜΑΙ
Transliteration A: ameúomai Transliteration B: ameuomai Transliteration C: ameyomai Beta Code: a)meu/omai

English (LSJ)

Dor.
A = ἀμείβομαι, only fut. and aor. 1, surpass, outstrip, ἀμεύσασθ' ἀντίους Pi.P.1.45; ἀμεύσεσθε Τίσανδρον Id.Fr.23.
2 pass over, ὕδατα Euph.119.
II purchase(?), GDI4964 (Gortyn).

Spanish (DGE)

• Prosodia: [ᾰ-]
• Morfología: [act. EM 1060, 1152]
• Morfología: [cret. aor. inf. ἀμεϝύσασθαι ICr.4.4.1 (Gortina VII/VI a.C.)]
1 franquear, pasar al otro lado de ὕδατα Euph.146, ἀμεύσασθαι· ἀμείβεσθαι. διελθεῖν. περαιώσασθαι Hsch.
2 c. ac. de pers. sobrepasar, superar, aventajar ἀντίους Pi.P.1.45, Νάξιον Τείσανδρον Pi.Fr.23, cf. τοναμευσα Alcm.3.fr.11.4.
3 adquirir, trocar, ICr.1.18.1 (Lito), 4.4.1 (Gortina VII/VI a.C.).
• Etimología: Cf. ἀμύνω.

German (Pape)

[Seite 123] (dasselbe W. mit ἀμείβω), Pind. P. 1, 45, ἀμεύσασθαι ἀντίους, die Gegner übertreffen; auch im frg. bei Eusth. (Schol. παρελθεῖν καὶ νικῆσαι); ὕδατα ἀμευσάμενος Euphor. fr. 70.

French (Bailly abrégé)

seul. f. et ao.
1 passer de l'autre côté de, franchir, acc.;
2 fig. surpasser.
Étymologie: dor. c. ἀμείβομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἀμεύομαι: (ᾰμ) только fut. и aor. превосходить, побеждать (ἀμεύσασθαι ἀντίους Pind.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀμεύομαι: ἀντὶ ἀμείβομαι, παρ’ Αἰολ. ποιηταῖς (ἴδε ἀμείβω ἐν τέλ.), ἀλλὰ δὲν εὑρίσκεται κατ’ ἐνεστ., ὑπερτερῶ, νικῶ, ἀμεύσασθ’ ἀντίους Πινδ. Π. 1. 86, πρβλ. Π. 6 ἐν τέλ. ἀμεύσεσθε Τίσσανδρον Ἀποσπ. ἐν Εὐστ. Πονηματίοις 56. 85.

English (Slater)

ᾰμεύομαι surpass ἔλπομαι μὴ χαλκοπάρᾳον ἄκονθ' ὡσείτ ἀγῶνος βαλεῖν ἔξω μακρὰ δὲ ῥίψαις ἀμεύσασθ ἀντίους (v.l. ἀμεύσεσθ) (P. 1.45) ἀμεύσεσθαι Νάξιον Τείσανδρον (-σασθαι Bergk.) fr. 23.

Greek Monolingual

ἀμεύομαι (Α) (δωρικός τύπος σε χρήση μόνο στον μέλλοντα και αόριστο)
1. ξεπερνώ, νικώ
2. διέρχομαι, διαπερνώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Διαλεκτικός ρηματικός τ. που αρχικά σήμαινε «κινώ, διακινώ», κατόπιν «ανταλλάσσω» και τελικά προσέλαβε, κατ’ επέκταση, τη σημασία «υπερτερώ, υπερέχω, αξίζω». Ετυμολογικά η λ. είναι άγνωστης προελεύσεως. Πιθ. να συνδέεται με το ρ. ἀμύνω, καθώς και με τα: λατ. moveo «κινώ», αρχ. ινδ. mīivati «μετακινώ, σπρώχνω», χεττιτ. maušzi «πέφτω» κ.λπ.
ΠΑΡ. αρχ. ἀμευσιεπής, ἀμεύσιμος, ἀμευσίπορος.

Greek Monotonic

ἀμεύομαι: Αιολ. αντί ἀμείβομαι, υπερτερώ, νικώ, κυριαρχώ, σε Πίνδ.

Middle Liddell

[aeolic for ἀμείβομαι]
to conquer, Pind.