κηδεστής: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κηδεστής -οῦ, ὁ, Dor. [[καδεστάς]] [κήδος] [[aanverwant]], spec. [[schoonzoon]], [[schoonvader]], [[schoonbroer]].
|elnltext=κηδεστής -οῦ, ὁ, Dor. [[καδεστάς]] [[κήδος]] [[aanverwant]], spec. [[schoonzoon]], [[schoonvader]], [[schoonbroer]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 14:34, 8 December 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κηδεστής Medium diacritics: κηδεστής Low diacritics: κηδεστής Capitals: ΚΗΔΕΣΤΗΣ
Transliteration A: kēdestḗs Transliteration B: kēdestēs Transliteration C: kidestis Beta Code: khdesth/s

English (LSJ)

Dor. καδεστάς AP7.712 (Erinna), οῦ, ὁ: (κῆδος, κηδεύω): —
A connection by marriage, Pl.Lg.773b, X.Mem.1.1.8, Arist. Pol.1312b16, Cerc.17.25 (pl.), Ph.2.555 (pl.), etc.; esp.
1 son-in-law, Antipho 6.12, Isoc.10.43.
2 father-in-law, Ar.Th.74, 210, D.19.118, etc.; also, step-father, Id.36.31.
3 brother-in-law, E. Hec.834, And.1.50, Lys.13.1, Is.6.27, D.30.12, Timae.84.

German (Pape)

[Seite 1429] ὁ, Jeder durch Heirath Verwandte, Verschwägerte, Plat. Legg. VI, 773 b; – Schwiegersohn, Antiph. 6, 12, Πάρις ἐπεθύμησε Διὸς γενέσθαι καὶ κληθῆναι κηδεστής Isocr. 10, 42, Plut. Pericl. 11 u. A.; – Schwiegervater, Ar. Th. 74, Andoc. 4, 15, D. Hal. 4, 28; – Schwager, sowohl Frauenbruder, Eur. Hec. 834 Lys. 13, 1 u. 40 Andoc. 1, 50, als Mannesbruder, Dem. 30, 12 u. A.; – auch Stiefvater, Dem. 36, 31. – An vielen Stellen tritt der eigentliche Verwandtschaftsgrad nicht deutlich hervor. Vgl. κηδεμών.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
I. tout parent par alliance;
II. particul.
1 beau-père;
2 beau-frère, mari de la sœur ou frère de la femme;
3 gendre, beau-fils;
4 beau-père, second mari de la mère.
Étymologie: κήδομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κηδεστής -οῦ, ὁ, Dor. καδεστάς κήδος aanverwant, spec. schoonzoon, schoonvader, schoonbroer.

Russian (Dvoretsky)

κηδεστής: дор. κᾱδεστάς, οῦ ὁ состоящий в свойстве, свойственник (тесть Arph.; зять Lys.; шурин Eur.; отчим Dem.).

Greek Monolingual

ο (Α κηδεστής, -οῦ, δωρ. τ. καδεστάς)
συγγενής εξ επιγαμίας, εξ αγχιστείας, πλάγιος συγγενής, όχι εξ αίματος
αρχ.
(ειδικότερα)
1. γαμπρός, σύζυγος της θυγατέρας ή της αδελφής («ἐπεθύμησε Διός γενέσθαι κηδεστής» — θέλησε [ο Πάρις] να γίνει γαμπρός του Διός, Ισοκρ.)
2. πεθερός («τῷ δὲ κηδεστής ἐκεῖνος» — εκείνος είναι πεθερός του, Δημοσθ.
3. μητριός
4. ανδράδελφος ή γυναικάδελφος, κουνιάδος («κηδεστὴς γάρ μοι ἦν Διονυσόδωρος» — γιατί ο Διονυσόδωρος ήταν αδελφός της γυναίκας μου, Λυσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κηδεσ- του κήδος + κατάλ. -της (πρβλ. ακρηστής, αργεσ-στής)].

Greek Monotonic

κηδεστής: -οῦ, ὁ (κῆδος), συγγενής μέσω γάμου, Λατ. offinis, σε Ξεν. κ.λπ.· ιδίως, γαμπρός (από γάμο), πεθερός, πατριός, σε Δημ.· κουνιάδος, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

κηδεστής: -οῦ, ὁ, (κῆδος, κηδεύω) συγγενὴς ἐξ ἀγχιστείας ἢ ἐξ ἐπιγαμίας, Λατ. affinis, Πλάτ. Νόμ. 773Β, Ξεν. Ἀπομν. 1. 1, 8, κτλ.· ― ἰδίως, 1) γαμβρός, Ἀντιφῶν 142. 43, Ἰσοκρ. 216C. 2) πενθερός, Ἀριστ. Θεσμ. 74. 210, Δημ. 377. 6, κτλ.· ὡσαύτως, «μητρυιός», ὁ αὐτ. 954. 7. 3) ἀνδράδελφοςγυναικάδελφος, Εὐρ. Ἑκ. 834 Ἀνδοκ. 7. 36, Λυσ. 129. 40, πρβλ. 133. 24, Δημ. 867. 12, Τίμαιος 84.

Middle Liddell

κηδεστής, οῦ, κῆδος
a connection by marriage, Lat. affinis, Xen., etc.: esp. a son-in-law, father-in-law, a step-father, Dem.:— a brother-in-law, Eur.

English (Woodhouse)

kinsman by marriage, one allied by marriage, relation by marriage

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=συγγενής ἀπό ἐπιγαμία). Ἀπό τό κῆδος, ἀπό ὅπου καί τό κηδεία, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.