ῥαθυμία: Difference between revisions
ἐξ ὀνύχων λέοντα τεκμαίρεσθαι → judge by the claws, judge by a slight but characteristic mark, small traits give the clue to the character of a person, deduce something from a small indication, identify a lion from its claws
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ῥᾳθῡμία:''' ἡ<br /><b class="num">1</b> [[беспечность]], [[беззаботность]], [[нерадивость]], [[равнодушие]], Thuc., Xen., Lys., Eur.: μακρὰ ἂν ῥ. εἴη τοῦ λόγου Plat. сказать так было бы крайне необдуманно;<br /><b class="num">2</b> [[отдохновение]], [[развлечение]], [[увеселение]], Eur., Arst., Polyb. | |elrutext='''ῥᾳθῡμία:''' ἡ<br /><b class="num">1</b> [[беспечность]], [[беззаботность]], [[нерадивость]], [[равнодушие]], Thuc., Xen., Lys., Eur.: μακρὰ ἂν ῥ. εἴη τοῦ λόγου Plat. сказать так было бы крайне необдуманно;<br /><b class="num">2</b> [[отдохновение]], [[развлечение]], [[увеселение]], Eur., Arst., Polyb. | ||
}} | |||
{{WoodhouseReversedUncategorized | |||
|woodrun=[[carelessness]], [[heedlessness]], [[idleness]], [[indifference]], [[indolence]], [[laziness]], [[remissness]], [[thoughtlessness]] | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 11:14, 21 March 2024
English (LSJ)
ἡ,
A easiness of temper, taking things easily, Th.2.39.
2 recreation, relaxation, amusement, E. Cyc.203, Ael.VH9.9: in plural, αἱ ῥ. καὶ αἱ ἀπονίαι καὶ αἱ ἀμέλειαι Arist. Rh.1370a14, cf. Isoc.9.42, 45, Plb.10.19.5.
II mostly in bad sense, indifference, sluggishness, laziness, Lys.10.11, X.Mem.3.5.5, al., cf. D.9.5; ἐκτήσαντο ῥ. get a name for laziness, E.Med.218.
2 heedlessness, rashness, τοῦ λόγου Pl.Phd. 99b. [Written ῥαθ- correctly in Phld.Rh.2.31 S., Ir.p.60 W., Hom.p.28 O., IG5(1).1208.33 (Gythium, i A.D.); Ion. ῥᾳθυμίη is dub. in Hp.Acut.47 (cf. i p. lxxviii K.); this group of words is not found in Hdt. or other Ionic texts.]
German (Pape)
[Seite 832] ἡ, Leichtsinn, Nachlässigkeit, Sorglosigkeit; Eur. Med. 218 Cycl. 202; πολλὴ λόγου ῥᾳθ., Plat. Phaed. 99 b; ἐκ ῥᾳθυμίας, Legg. VI, 779 a; auch Vergnügungssucht, Zerstreuung; Thuc. setzt ῥᾳθυμία μᾶλλον ἢ πόνων μελέτη gegenüber, 2, 39; καὶ τρυφή, καὶ ἀργία, Plat. Legg. X, 901 ce; Xen. Mem. 3, 5, 5; ὑπὸ ῥᾳθυμίας καὶ μαλακίας, Lys. 10, 11; ὁ πλοῦτος ἐξουσίαν παρασκευάζει τῇ ῥᾳθυμίᾳ, Isocr. 1, 6; κατὰ τὰς ἀναπαύσεις καὶ ῥᾳθυμίας ἐν τῷ ζῆν, Pol. 10, 19, 5; Luc. Hermot. 4 u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 facilité d'humeur, disposition à prendre les choses facilement ; en mauv. part insouciance, indifférence;
2 récréation, distraction, amusement.
Étymologie: ῥᾴθυμος.
Russian (Dvoretsky)
ῥᾳθῡμία: ἡ
1 беспечность, беззаботность, нерадивость, равнодушие, Thuc., Xen., Lys., Eur.: μακρὰ ἂν ῥ. εἴη τοῦ λόγου Plat. сказать так было бы крайне необдуманно;
2 отдохновение, развлечение, увеселение, Eur., Arst., Polyb.
English (Woodhouse)
carelessness, heedlessness, idleness, indifference, indolence, laziness, remissness, thoughtlessness
Greek (Liddell-Scott)
ῥᾳθῡμία: ἡ, τὸ ἀνειμένως διαιτᾶσθαι, Θουκ. 2. 39. 2) εὐθυμία, διασκέδασις, τί τάδε; τίς ἡ ῥᾳθυμία; τί βακχιάζετ’; Εὐρ. Κύκλ. 203· ἐν τῷ πληθ., αἱ ῥ. καὶ αἱ ἀπονίαι καὶ ἀμέλειαι Ἀριστ. Ρητορ. 1. 11, 4, πρβλ. Πολύβ. 10. 19, 5. ΙΙ. ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ κακῆς σημασίας, ἀδιαφορία, ἀφροντισία, ὀκνηρία, Λυσ. 117, 10, Ξεν. Ἀπομν. 3. 5, 5, κ. ἀλλ.· ῥ. καὶ ἀμέλεια Δημ. 112. 4· ῥ. κτήσασθαι, κτήσασθαι φήμην ἐπὶ ὀκνηρίᾳ, Εὐρ. Μήδ. 218. 2) ἀπερισκεψία, τὸ ἀλόγιστον, τοῦ λόγου Πλάτ. Φαίδων 99Β.
Greek Monolingual
η / ῥαθυμία, ΝΜΑ, και ραθυμία Ν, και ῥαθυμία Α ράθυμος
η ιδιότητα ή η κατάσταση του ράθυμου, απροθυμία για εργασία, οκνηρία, νωθρότητα, αμέλεια
νεοελλ.
1. κακή διάθεση, στενοχώρια, θλίψη
2. (στον τ. ραθυμιά) σφοδρή επιθυμία, αραθυμιά
αρχ.
1. η έλλειψη σοβαρότητας, επιπολαιότητα
2. ευθυμία, τέρψη, διασκέδαση
3. απερισκεψία («ῥαθυμία... τοῦ λόγου», Πλάτ.).