κέρμα: Difference between revisions

From LSJ

ἄμμες δὲ γ' ἐσσόμεσθα πολλῷ κάρρονες → and we shall be better by far | we shall be sometime mightier men by far than both | sometime we shall become much better than you | so we shall be, and braver far

Source
m (Text replacement - " N. T." to " N.T.")
mNo edit summary
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kerma
|Transliteration C=kerma
|Beta Code=ke/rma
|Beta Code=ke/rma
|Definition=-ατος, τό, ([[κείρω]])<br><span class="bld">A</span> [[fragment]], <b class="b3">κέρματα θηρείων μελέων</b> dub.l. in Emp.101.1; τὰ κ. τοῦ ἡνωμένου ἡνωμένα Dam.''Pr.''107, cf. Suid.; but mostly,<br><span class="bld">2</span> [[coin]], ἐγκάψας τὸ κ. εἰς τὴν γνάθον Alex.128.7; μικροῦ πρίασθαι κ. τὴν ἡδονήν Eub.67.7, cf. Amphis 5, Antiph.131; collectively, [[cash]], Theopomp.Com.30, Arr.''Epict.''2.10.14, al., Cat.Cod. Astr.7.244; especially of copper money, opp. silver ([[ἀργύριον]]), ''PGen.''77.5 (ii/iii A.D.): freq. in plural, μικρὰ κ. [[Aristophanes|Ar.]]''[[The Birds|Av.]]''1108, cf. ''Pl.''379, Eub.84.1; <b class="b3">διδοὺς κέρματα</b> Test. ap. D.21.107, cf. Theopomp.Hist.89a, ''UPZ''81 iv 20, 145 xi 71 (ii B.C.), Alciphr.1.2, ''AP''5.44 (Cillactor).
|Definition=κέρματος, τό, ([[κείρω]])<br><span class="bld">A</span> [[fragment]], <b class="b3">κέρματα θηρείων μελέων</b> dub.l. in Emp.101.1; τὰ κ. τοῦ ἡνωμένου ἡνωμένα Dam.''Pr.''107, cf. Suid.; but mostly,<br><span class="bld">2</span> [[coin]], ἐγκάψας τὸ κέρμα εἰς τὴν γνάθον Alex.128.7; μικροῦ πρίασθαι κ. τὴν ἡδονήν Eub.67.7, cf. Amphis 5, Antiph.131; collectively, [[cash]], Theopomp.Com.30, Arr.''Epict.''2.10.14, al., Cat.Cod. Astr.7.244; especially of [[copper]] [[money]], opp. [[silver]] ([[ἀργύριον]]), ''PGen.''77.5 (ii/iii A.D.): freq. in plural, μικρὰ κέρματα [[Aristophanes|Ar.]]''[[The Birds|Av.]]''1108, cf. ''Pl.''379, Eub.84.1; <b class="b3">διδοὺς κέρματα</b> Test. ap. D.21.107, cf. Theopomp.Hist.89a, ''UPZ''81 iv 20, 145 xi 71 (ii B.C.), Alciphr.1.2, ''AP''5.44 (Cillactor).
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κέρμα -ατος, τό [κείρω] fragment, brokstukje. plur. kleingeld.
|elnltext=κέρμα -ατος, τό [κείρω] [[fragment]], [[brokstukje]]. plur. [[kleingeld]].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''κέρμα:''' ατος τό pl. мелкие монеты, деньги Dem., NT, Plut., Anth.: τὸ [[στόμα]] τινὸς ἐπιβύειν κέρμασιν Arph. заткнуть кому-л. рот некоторой суммой денег, т. е. подкупить кого-л.
|elrutext='''κέρμα:''' ατος τό pl. [[мелкие монеты]], [[деньги]] Dem., NT, Plut., Anth.: τὸ [[στόμα]] τινὸς ἐπιβύειν κέρμασιν Arph. заткнуть кому-л. рот некоторой суммой денег, т. е. подкупить кого-л.
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR

Latest revision as of 13:51, 13 October 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κέρμα Medium diacritics: κέρμα Low diacritics: κέρμα Capitals: ΚΕΡΜΑ
Transliteration A: kérma Transliteration B: kerma Transliteration C: kerma Beta Code: ke/rma

English (LSJ)

κέρματος, τό, (κείρω)
A fragment, κέρματα θηρείων μελέων dub.l. in Emp.101.1; τὰ κ. τοῦ ἡνωμένου ἡνωμένα Dam.Pr.107, cf. Suid.; but mostly,
2 coin, ἐγκάψας τὸ κέρμα εἰς τὴν γνάθον Alex.128.7; μικροῦ πρίασθαι κ. τὴν ἡδονήν Eub.67.7, cf. Amphis 5, Antiph.131; collectively, cash, Theopomp.Com.30, Arr.Epict.2.10.14, al., Cat.Cod. Astr.7.244; especially of copper money, opp. silver (ἀργύριον), PGen.77.5 (ii/iii A.D.): freq. in plural, μικρὰ κέρματα Ar.Av.1108, cf. Pl.379, Eub.84.1; διδοὺς κέρματα Test. ap. D.21.107, cf. Theopomp.Hist.89a, UPZ81 iv 20, 145 xi 71 (ii B.C.), Alciphr.1.2, AP5.44 (Cillactor).

German (Pape)

[Seite 1424] τό, eigtl. das Abgeriebene, Zerschnittene, ein kleines Stück, bes. kleines Geld, Scheidemünze; μικροῦ κέρματος πρίασθαι τὴν ἡδονήν Eubul. Ath. XIII, 568 f; Sp., wie N.T.; gew. im plur., τὸ στόμ' ἐπιβύσας κέρμασιν τῶν ῥητόρων, mit einigen Hellern den Mund stopfen, Ar. Plut. 349; Theopomp. bei Ath. XII, 533 a; Dem. 21, 107; oft in der Anth., Ascipds. 27 (V, 181) Glauc. 1 (XII, 44).

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
petite pièce de monnaie.
Étymologie: κείρω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κέρμα -ατος, τό [κείρω] fragment, brokstukje. plur. kleingeld.

Russian (Dvoretsky)

κέρμα: ατος τό pl. мелкие монеты, деньги Dem., NT, Plut., Anth.: τὸ στόμα τινὸς ἐπιβύειν κέρμασιν Arph. заткнуть кому-л. рот некоторой суммой денег, т. е. подкупить кого-л.

English (Strong)

from κείρω; a clipping (bit), i.e. (specially) a coin: money.

English (Thayer)

κερματος, τό (κείρω to cut into bits), small pieces of money, small coin, change; generally and collectively, τό κέρμα money: L marginal reading Tr WH τά κερματα; (Aristophanes, Demosthenes, Josephus, others). Cf. the full exhibition of the use of the word given by Fischer, De vitiis lexicorum N.T. etc., p. 264ff

Greek Monolingual

το (Α κέρμα) κείρω
νεοελλ.
1. νόμισμα μικρής αξίας κατασκευασμένο συνήθως από μη πολύτιμο μέταλλο
2. ναυτ. παλαιότερα, η σφαιρική οβίδα την οποία εκσφενδόνιζαν τα πυροβόλα που ήταν στημένα στο κατάστρωμα πλοίου
3. (πυρην. φυσ.) η κινητική ενέργεια που μεταδίδεται από μη φορτισμένα σωματίδια σε φορτισμένα σωματίδια ανά μονάδα μάζας
αρχ.
1. τεμάχιο, θραύσμα, κομμάτι, μέρος («τὰ κέρματα τοῦ ἡνωμένου ἡνωμένα», Δαμάσκ.)
2. μικρό νόμισμα, συν. χάλκινο
3. (περιληπτικά) χρήματα.

Greek Monotonic

κέρμα: -ατος, τό (κείρω),
1. τεμάχιο· απ' όπου, μικρό νόμισμα, οβολός, στον πληθ., μικρά κέρματα, «ψιλά», σε Αριστοφ.
2. γενικά, μικρά εμπορεύματα, σε Ανθ.

Greek (Liddell-Scott)

κέρμα: τό, (κείρω) τεμάχιον, ἐντεῦθεν, μικρὸν νόμισμα, «λεπτόν», Θεόπομπ. Κωμ. ἐν «Μήδῳ» 1, Ἀντιφάν. ἐν «Κύκλωπι» 3· ἐγκάψας τὸ κ. εἰς τὴν γνάθον Ἄλεξις ἐν «Λέβητι» 1· μικροῦ πρίασθαι κ. τὴν ἡδονὴν Εὔβουλος ἐν «Ναννίῳ» 1. 7· ― ἐν τῷ πληθ., μικρὰ νομίσματα, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1108, Πλ. 379, κτλ. διδοὺς κέρματα παρὰ Δημ. 549. 27 (ἔνθα ἴδε Buttm.), κτλ. 2) καθόλου, μικρὰ ἐμπορεύματα, Ἀνθ. Π. 5. 45.

Middle Liddell

κέρμα, ατος, τό, κείρω
1. a slice: hence, a small coin, mite, in plural small coin, small change, Ar.
2. generally, small wares, Anth.

Chinese

原文音譯:kšrma 咳而馬
詞類次數:名詞(1)
原文字根:修剪(果效)
字義溯源:銀錢,銀幣,小錢,修剪;(昔時的稅吏常'修剪'銀錢一部份,作為兌換佣金),源自(κείρω)*=剪)。參讀 (ἀργύριον)同義字
出現次數:總共(1);約(1)
譯字彙編
1) 銀錢(1) 約2:15

Mantoulidis Etymological

(=κομμάτι, μικρό νόμισμα). Ἀπό τό κείρω (=κουρεύω, ψαλιδίζω).
Παράγωγα: κερματίζω, κερματισμός (=ἀλλαγή μεγάλου νομίσματος μέ μικρά), κατακερματισμός (=κατατεμάχιση), κερματιστής. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό κείρω.