προΐσταμαι: Difference between revisions

From LSJ

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
Line 4: Line 4:
{{trml
{{trml
|trtx====[[prostitute]] (oneself)===
|trtx====[[prostitute]] (oneself)===
Antillean Creole: fè bòbò, fè fimèl-kòch, fè manawa, fè manawa, fè matabwa, ay Karénaj; Arabic: دَعِرَ, بَغَى; Catalan: prostituir-se; Chinese Mandarin: [[賣淫]], [[卖淫]], [[賣春]], [[卖春]]; Danish: prostituere, prostituere sig; Finnish: myydä itseään, myydä seksiä, huorata; French: [[se prostituer]]; Galician: prostituírse; German: [[sich prostituieren]], [[anschaffen]]; Greek: [[εκπορνεύομαι]]; Ancient Greek: [[ἀφ' ὥρας ἐργάζεσθαι]], [[δημοσιόω]], [[ἐνασελγέω]], [[ἐκπορνεύομαι]], [[ἐργάζομαι τῷ σώματι μισθαρνοῦσα]], [[πορνεύομαι]], [[προΐσταμαι]], [[προΐστασθαι]], [[σώματι ἐργάζομαι]], [[τελωνοῦμαι]], [[χαμαιτυπέω]], [[χαμαιτυπῶ]], [[χοιροπωλέω]], [[χοιροπωλῶ]]; Hungarian: prostituál; Ingrian: hooriissa, bläättiä; Italian: [[prostituirsi]], [[battere il marciapiede]], [[battere]]; Latvian: prostituēties; Macedonian: се проституира, се курва; Norwegian: prostituere; Persian: روسپی‌گری, تن‌فروشی, فاحشه‌گی; Polish: prostytuować się, sprostytuować się; Portuguese: [[prostituir-se]]; Romanian: se prostitua; Russian: [[заниматься проституцией]]; Spanish: [[prostituirse]]; Swahili: ukahaba; Swedish: prostituera
Antillean Creole: fè bòbò, fè fimèl-kòch, fè manawa, fè manawa, fè matabwa, ay Karénaj; Arabic: دَعِرَ, بَغَى; Catalan: prostituir-se; Chinese Mandarin: [[賣淫]], [[卖淫]], [[賣春]], [[卖春]]; Danish: prostituere, prostituere sig; Finnish: myydä itseään, myydä seksiä, huorata; French: [[se prostituer]]; Galician: prostituírse; German: [[sich prostituieren]], [[anschaffen]]; Greek: [[βγαίνω στην πιάτσα]], [[βγαίνω στο κλαρί]], [[βγαίνω στο κουρμπέτι]], [[βγαίνω στο πεζοδρόμιο]], [[εκδίδομαι]], [[εκπορνεύομαι]], [[πορνεύομαι]]; Ancient Greek: [[ἀφ' ὥρας ἐργάζεσθαι]], [[δημοσιόω]], [[ἐνασελγέω]], [[ἐκπορνεύομαι]], [[ἐργάζομαι τῷ σώματι μισθαρνοῦσα]], [[πορνεύομαι]], [[προΐσταμαι]], [[προΐστασθαι]], [[σώματι ἐργάζομαι]], [[τελωνοῦμαι]], [[χαμαιτυπέω]], [[χαμαιτυπῶ]], [[χοιροπωλέω]], [[χοιροπωλῶ]]; Hungarian: prostituál; Ingrian: hooriissa, bläättiä; Italian: [[prostituirsi]], [[battere il marciapiede]], [[battere]]; Latvian: prostituēties; Macedonian: се проституира, се курва; Norwegian: prostituere; Persian: روسپی‌گری, تن‌فروشی, فاحشه‌گی; Polish: prostytuować się, sprostytuować się; Portuguese: [[prostituir-se]]; Romanian: se prostitua; Russian: [[заниматься проституцией]]; Spanish: [[prostituirse]]; Swahili: ukahaba; Swedish: prostituera
}}
}}

Revision as of 08:00, 17 October 2024

Greek Monolingual

προΐστημι, ΝΜΑ ἵστημι
μέσ. προΐσταμαι
είμαι επικεφαλής, αρχηγεύω (α. «προΐσταται στις ανασκαφές» β. «οὗτοι γὰρ μάλιστα προειστήκεισαν τῆς μεταβολῆς», Θουκ.)
νεοελλ.
α) (η μτχ. αρσ. και θηλ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) ο προϊστάμενος, η προϊσταμένη
ο επικεφαλής, αυτός που διευθύνει («προϊστάμενος υπηρεσίας»)
β) το θηλ. ως ουσ. η επικεφαλής του βοηθητικού προσωπικού τμήματος νοσοκομείου ή άλλου νοσηλευτικού ιδρύματος
μσν.-αρχ.
παθ. υπερασπίζω, προστατεύω («χηρῶν καὶ ὀρφανῶν πρόστητε», Μηναί.)
αρχ.
1. στήνω μπροστά ως πρόμαχο («τοὺς εὐκινητοτάτους ἑκατέρου τοῦ κέρατος προέστηκε», Πολ.)
2. κάνω κάποιον αρχηγό («ὅν ἡ πόλις ἀξιοῖ αὑτῆς προϊστάναι», Πλάτ.)
3. εκθέτω δημόσια
4. (το ενεργ. με παθ. σημ.) είμαι αρχηγός πολιτικής μερίδας
5. μέσ. α) εκλέγω κάποιον ως αρχηγό («ὡς χρὴ Κῡρον προστησαμένους τὸν Ἀστυάγεα παῦσαι τῆς βασιληΐης», Ηρόδ.)
β) θέτω ενώπιόν μου («προστησάμενος τὰ ἅρματα», Ξεν.)
γ) προβάλλω ως δικαιολογία, προφασίζομαι («τὰ τῶν Ἀμφικτυόνων δόγματα προστήσασθαι», Δημοσθ.)
δ) θεωρώ ανώτερο, προτιμώ («ὦτα τοῦ νοῦ προστησάμενοι», Πλάτ.)
ε) ιδρύω κάτι πριν από άλλο
στ) δηλώνω, φανερώνω
ζ) φέρω ως παράδειγμα για να στηρίξω τους λόγους μου («προστησώμεθα γοῦν Τυρταῖον», Πλάτ.)
6. παθ. α) κυβερνώ, διοικώ
β) υπερτερώ, υπερβαίνω («πάντων... προστᾱσα εὐψυχίᾳ καὶ τέχναις ὅσαι κατὰ πόλεμον», Πλάτ.)
γ) προσέρχομαι, παρουσιάζομαι
δ) πλησιάζω («ἤ σε... λιπαρεῖ προύστην χερί», Σοφ.)
ε) στέκομαι ενώπιον κάποιου ως εχθρός
στ) είμαι πόρνη
7. (το αρσ. πληθ. μτχ. παρακμ. ή αορ. β' ως ουσ.) οἱ προεστῶτες, ιων. τ. προειστεῶτες και οἱ προστάντες
οι πολιτικοί αρχηγοί
8. φρ. α) «προΐστημι φόνου» — προετοιμάζω τον φόνο κάποιου
β) «προΐστημι ἐναντίαν γνώμην» — εκπροσωπώ την αντίθετη γνώμη.

Translations

prostitute (oneself)

Antillean Creole: fè bòbò, fè fimèl-kòch, fè manawa, fè manawa, fè matabwa, ay Karénaj; Arabic: دَعِرَ, بَغَى; Catalan: prostituir-se; Chinese Mandarin: 賣淫, 卖淫, 賣春, 卖春; Danish: prostituere, prostituere sig; Finnish: myydä itseään, myydä seksiä, huorata; French: se prostituer; Galician: prostituírse; German: sich prostituieren, anschaffen; Greek: βγαίνω στην πιάτσα, βγαίνω στο κλαρί, βγαίνω στο κουρμπέτι, βγαίνω στο πεζοδρόμιο, εκδίδομαι, εκπορνεύομαι, πορνεύομαι; Ancient Greek: ἀφ' ὥρας ἐργάζεσθαι, δημοσιόω, ἐνασελγέω, ἐκπορνεύομαι, ἐργάζομαι τῷ σώματι μισθαρνοῦσα, πορνεύομαι, προΐσταμαι, προΐστασθαι, σώματι ἐργάζομαι, τελωνοῦμαι, χαμαιτυπέω, χαμαιτυπῶ, χοιροπωλέω, χοιροπωλῶ; Hungarian: prostituál; Ingrian: hooriissa, bläättiä; Italian: prostituirsi, battere il marciapiede, battere; Latvian: prostituēties; Macedonian: се проституира, се курва; Norwegian: prostituere; Persian: روسپی‌گری, تن‌فروشی, فاحشه‌گی; Polish: prostytuować się, sprostytuować się; Portuguese: prostituir-se; Romanian: se prostitua; Russian: заниматься проституцией; Spanish: prostituirse; Swahili: ukahaba; Swedish: prostituera