δενδρίτης: Difference between revisions

From LSJ

οὗτος μὲν ὁ πιθανώτερος τῶν λόγων εἴρηται, δεῖ δὲ καὶ τὸν ἧσσον πιθανόν, ἐπεί γε δὴ λέγεται, ῥηθῆναι → this is the most credible of the stories told; but I must relate the less credible tale also, since they tell it

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
m (Text replacement - "Theophrastus" to "Thphr.")
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=dendritis
|Transliteration C=dendritis
|Beta Code=dendri/ths
|Beta Code=dendri/ths
|Definition=[ῑ], ου, ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[of a tree]], καρπός [[Theophrastus]] ''Vent.''13; [[ὑάκινθος]], a gem, Mart.Cap.1.75; name of [[Dionysus]], Plu.2.675f; [[Δενδρῖται]], οἱ, a fabulous people, Luc.''VH''1.22:—fem. [[δενδρῖτις γῆ]] = [[soil suited for planting]], D.H.1.37; opp. [[ψιλή]], ''Inscr.Prien.''12.23 (iii B. C.); [[ἄμπελος δενδρῖτις]] = [[ἀναδενδράς]], Str. 5.3.5; [[νύμφη δενδρῖτις]] = [[wood-nymph]], ''AP''9.665 (Agath.): [[epithet]] of [[Helen]] at Rhodes, Paus.3.19.10.<br><span class="bld">II</span> δενδρίτης· [[κροκόδειλος]], [[falsa lectio|f.l.]] in [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]
|Definition=[ῑ], ου, ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[of a tree]], καρπός [[Theophrastus|Thphr.]] ''Vent.''13; [[ὑάκινθος]], a gem, Mart.Cap.1.75; name of [[Dionysus]], Plu.2.675f; [[Δενδρῖται]], οἱ, a fabulous people, Luc.''VH''1.22:—fem. [[δενδρῖτις γῆ]] = [[soil suited for planting]], D.H.1.37; opp. [[ψιλή]], ''Inscr.Prien.''12.23 (iii B. C.); [[ἄμπελος δενδρῖτις]] = [[ἀναδενδράς]], Str. 5.3.5; [[νύμφη δενδρῖτις]] = [[wood-nymph]], ''AP''9.665 (Agath.): [[epithet]] of [[Helen]] at Rhodes, Paus.3.19.10.<br><span class="bld">II</span> δενδρίτης· [[κροκόδειλος]], [[falsa lectio|f.l.]] in [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Latest revision as of 07:34, 2 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δενδρίτης Medium diacritics: δενδρίτης Low diacritics: δενδρίτης Capitals: ΔΕΝΔΡΙΤΗΣ
Transliteration A: dendrítēs Transliteration B: dendritēs Transliteration C: dendritis Beta Code: dendri/ths

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ,
A of a tree, καρπός Thphr. Vent.13; ὑάκινθος, a gem, Mart.Cap.1.75; name of Dionysus, Plu.2.675f; Δενδρῖται, οἱ, a fabulous people, Luc.VH1.22:—fem. δενδρῖτις γῆ = soil suited for planting, D.H.1.37; opp. ψιλή, Inscr.Prien.12.23 (iii B. C.); ἄμπελος δενδρῖτις = ἀναδενδράς, Str. 5.3.5; νύμφη δενδρῖτις = wood-nymph, AP9.665 (Agath.): epithet of Helen at Rhodes, Paus.3.19.10.
II δενδρίτης· κροκόδειλος, f.l. in Hsch.

Spanish (DGE)

-ου
I 1arbóreo, de árbol καρπός Thphr.Vent.13.
2 protector de los árboles esp. de las viñas epít. de Dioniso Διονύσῳ δὲ Δενδρίτῃ πάντες ... Ἕλληνες θύουσιν Plu.2.675f.
II subst. ὁ δ.
1 mineral. dendrita una gema, Mart.Cap.1.75, arborescencia del tipo del coral Cyran.1.4.2, 21.
2 bot. titímalo, Euphorbia dendroides Ps.Dsc.4.164, cf. δενδρῖτις.
3 plu. οἱ Δενδρῖται los dendritas o arbóreos pueblo selenita imaginario, Luc.VH 1.22.

German (Pape)

[Seite 545] ὁ, zum Baume gehörig, καρπός Theophr. – Beiname des Bacchus, als Vorsteher der Baumzucht u. des Weinbaues, Plut. Symp. 5, 3, 1.

French (Bailly abrégé)

ου;
1 adj. m. protecteur des arbres ou des arbustes, particul. de la vigne (Bacchus);
2 subst. οἱ Δενδρῖται LUC hommes nés des arbres, peuple imaginaire.
Étymologie: δένδρον.

Russian (Dvoretsky)

δενδρίτης: ου (ῑ) ὁ древесный (эпитет Вакха, как покровителя садов) Plut.

Greek (Liddell-Scott)

δενδρίτης: [ῑ], -ου, ὁ, εἰς δένδρον ἀνήκων, ἐκ δένδρου, καρπὸς Θεοφρ. π. Ἀνέμ. 13· ὄνομα τοῦ Βάκχου, Πλούτ. 2. 675F· - θηλ. δενδρῖτις γῆ, ἔδαφος κατάλληλον πρὸς φυτείαν ἢ καλλιεργίαν δένδρων, Διον. Ἁλ. 1. 37· ἄμπελος δενδρῖτις, ἡ εἰς δένδρα περιπλεκομένη ἄμπελος, ἀλλαχοῦ ἀναδενδράς, Στράβ. 231· νύμφη δενδρῖτις = νύμφη δάσους ἢ δασῶν, δρυὰς Ἀνθ. Π. 9. 665.

Greek Monolingual

ο (AM δενδρίτης, ο
θηλ. δενδρῑτις, η) δένδρον
νεοελλ.
1. βιολ. πρωτοπλασματική αποφυάδα που μεταφέρει το νευρικό ρεύμα από την περιφέρεια του σώματος προς τα νευρικά κέντρα
2. ονομασία διαφόρων πολύτιμων λίθων
3. το πρωινό κρύο που βλάπτει τα δένδρα
αρχ.-μσν.
ο σχετικός με το δένδρο
μσν.
ασκητής που ζει επάνω σε δένδρο
αρχ.
1. Δενδρίτης
επίθετο του Διονύσου
2. Δενδρῑται, οι
μυθικός λαός
3. δενδρῑτις, η (ἡ «γῆ δενδρῑτις»)
περιοχή κατάλληλη για δενδροφύτευση
4. φρ. α) «δενδρῖτις ἄμπελος» — άγριο κλήμα που περιπλέκεται σε δένδρο
β) «νύμφαι δενδρίτιδες» — νύμφες τών δασών, αμαδρυάδες
γ) Δενδρῖτις
επίθετο της Ελένης στη Ρόδο.

Greek Monotonic

δενδρίτης: [ῑ], -ου, ὁ, αυτός που αναφέρεται στο δέντρο· θηλ. δενδρῖτις, σε Στράβ.

Middle Liddell

of a tree