ἐξάγω: Difference between revisions

From LSJ

Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib

Menander, Monostichoi, 233
(13_7_3)
(6_13a)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0862.png Seite 862]] (s. [[ἄγω]]), 1) herausführen; Hom. immer von lebenden Wesen; κούρην, aus dem Zelte, Il. 1, 337; μάχης δ' ἐξήγαγε θοῦρον Ἄρηα 5, 35; Ἄργεος ἐξαγαγόντες 13, 379; τὸν [[Εἰλείθυια]] ἐξάγαγε πρὸ [[φόωσδε]] 16, 188, sie brachte ihn ans Tageslicht heraus; ἔκ τινος, Od. 8, 106. So Folgde, Soph. O. C. 830; Ar. Ran. 352 u. in Prosa; ἐπὶ θήραν, auf die Jagd ausführen, Xen. Cyr. 1, 4, 14; τήνδε τὴν ὁδὸν ἐξήγαγέ με Soph. O. C. 98. Bes. das Heer, Soldaten aus dem Lager herausführen, ausrücken lassen, Xen. Cyr. 1, 3, 30 An. 1, 5, 17 u. oft; auch mit ausgelassenem acc., scheinbar intrans., ausrücken, wie Il. 7, 336 τύμβον χεύομεν ἐξαγαγόντες von Eust. erkl. wird, nachdem wir aus dem Lager ausgerückt sind; vgl. Xen. An. 6, 4, 36 Hell. 6, 5, 18; – Einen herausführen, um ihn zu tödten, Her. 6, 91; Xen. An. 1, 6, 10 Hell. 6, 4, 37; ἑαυτὸν τοῦ βίου, sich aus dem Leben herausführen, sich das Leben nehmen, Plut. X oratt. Isocr. p. 239; ἐκ τοῦ ζῆν Pol. 40, 3, 5 u. a. Sp.; ohne diesen Zusatz, Plut. Dem. et Ant. 6; [[νόσος]] αὐτοὺς ἐξήγαγεν, ließ sie sterben, Brut. 47. – Von leblosen Dingen, τὴν ὁδὸν στενωτέραν ποιήσας ἐξαγαγὼν ἔξω τὴν αἱμασιάν, indem er die Hecken hinausrückte, Dem. 35, 22; vgl. Thuc. 1, 43 μείζων γὰρ ὁ [[περίβολος]] [[πανταχῆ]] ἐξήχθη τῆς πόλεως. Vom Wasser, ableiten, Xen. Oec. 20, 12 Dem. 55, 18. Bei den Aerzten = vertreiben, z. B. ἕλ μινθας, Diosc.; abführen, purgiren, Plut. san. tu. p. 401. – 21 außer Landes führen, zum Verkauf; εἰς Κόρινθον ἐντευθενὶ [[ἀνδράποδον]] ἐξήγαγεν, ἐκεῖθενδὲ παιδίσκην ἀστῆς ἐξαγαγὼν ἁλίσκεται Lys. 13, 67; so auch von leblosen Dingen, [[σῖτον]] [[παρά]] τινος Dem. Lpt. 32; πολλὰ τάλαντα ἐκ τῆς πόλεως Thuc. 6, 31; Ar. Equ. 278. 282; [[μήτε]] ἐξαγομένων χρημάτων, [[μήτε]] εἰσαγομένων Plat. Legg. VIII, 847 b; auch A., bes. von Handelsgegenständen. – 3) hervorbringen, veranlassen; οὐκ ἐξάγουσι καρπὸν οἱ ψευδεῖς λόγοι Soph. frg. 207; [[δάκρυ]] τινί, Einem Thränen entlocken, Eur. Suppl. 793; auch im med., μικρὰ ἆθλα πολλοὺς πόνους ἐξάγεται, kleine Belohnungen regen zu großen Anstrengungen an, Xen. Hier. 9, 11; γέλωτα ἐξάγεσθαι ἔκ τινος, Einen zum Lachen bringen, Cyr. 2, 2, 15. – Oft übertragen, bes. im pass., sich verleiten lassen, gew. mit tadelndem Nebenbegriff, über die Gränzen hinaus, fortreißen, [[οὐδέ]] με [[οἶνος]] ἐξάγει ὥστ' εἰπεῖν δεινὸν [[ἔπος]] περὶ σοῦ Theogn. 414; [[ἔρως]] [[τίς]] μ' ἐξάγει Eur. Alc. 1080; ἐπ' οἶκτον Ion 361; ἐπὶ τὰ πονηρότερα ἐξῆγον τὸν ὄχλον Thuc. 6, 89; ἐς κινδύνους 3, 45; ταῦτα ἐπὶ [[πλέον]] ἐξήχθημεν εἰπεῖν Plat. Rep. VII, 572 b; ἐὰν ἐξαχθῶ τι λέγειν Aesch. 1, 37; ταῦτα μὲν ἐξήχθην ὀλοφύρασθαι Lys. 2, 61; ἐξάγομαι γάρ, parenthetisch, Din. 1, 15, ich werde heftig, gerathe in Leidenschaft; auch Sp., τὰ ἀναλώματα ἐπὶ πλεῖστον ἐξηγμένα, gesteigert, D. C. 43, 25.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0862.png Seite 862]] (s. [[ἄγω]]), 1) herausführen; Hom. immer von lebenden Wesen; κούρην, aus dem Zelte, Il. 1, 337; μάχης δ' ἐξήγαγε θοῦρον Ἄρηα 5, 35; Ἄργεος ἐξαγαγόντες 13, 379; τὸν [[Εἰλείθυια]] ἐξάγαγε πρὸ [[φόωσδε]] 16, 188, sie brachte ihn ans Tageslicht heraus; ἔκ τινος, Od. 8, 106. So Folgde, Soph. O. C. 830; Ar. Ran. 352 u. in Prosa; ἐπὶ θήραν, auf die Jagd ausführen, Xen. Cyr. 1, 4, 14; τήνδε τὴν ὁδὸν ἐξήγαγέ με Soph. O. C. 98. Bes. das Heer, Soldaten aus dem Lager herausführen, ausrücken lassen, Xen. Cyr. 1, 3, 30 An. 1, 5, 17 u. oft; auch mit ausgelassenem acc., scheinbar intrans., ausrücken, wie Il. 7, 336 τύμβον χεύομεν ἐξαγαγόντες von Eust. erkl. wird, nachdem wir aus dem Lager ausgerückt sind; vgl. Xen. An. 6, 4, 36 Hell. 6, 5, 18; – Einen herausführen, um ihn zu tödten, Her. 6, 91; Xen. An. 1, 6, 10 Hell. 6, 4, 37; ἑαυτὸν τοῦ βίου, sich aus dem Leben herausführen, sich das Leben nehmen, Plut. X oratt. Isocr. p. 239; ἐκ τοῦ ζῆν Pol. 40, 3, 5 u. a. Sp.; ohne diesen Zusatz, Plut. Dem. et Ant. 6; [[νόσος]] αὐτοὺς ἐξήγαγεν, ließ sie sterben, Brut. 47. – Von leblosen Dingen, τὴν ὁδὸν στενωτέραν ποιήσας ἐξαγαγὼν ἔξω τὴν αἱμασιάν, indem er die Hecken hinausrückte, Dem. 35, 22; vgl. Thuc. 1, 43 μείζων γὰρ ὁ [[περίβολος]] [[πανταχῆ]] ἐξήχθη τῆς πόλεως. Vom Wasser, ableiten, Xen. Oec. 20, 12 Dem. 55, 18. Bei den Aerzten = vertreiben, z. B. ἕλ μινθας, Diosc.; abführen, purgiren, Plut. san. tu. p. 401. – 21 außer Landes führen, zum Verkauf; εἰς Κόρινθον ἐντευθενὶ [[ἀνδράποδον]] ἐξήγαγεν, ἐκεῖθενδὲ παιδίσκην ἀστῆς ἐξαγαγὼν ἁλίσκεται Lys. 13, 67; so auch von leblosen Dingen, [[σῖτον]] [[παρά]] τινος Dem. Lpt. 32; πολλὰ τάλαντα ἐκ τῆς πόλεως Thuc. 6, 31; Ar. Equ. 278. 282; [[μήτε]] ἐξαγομένων χρημάτων, [[μήτε]] εἰσαγομένων Plat. Legg. VIII, 847 b; auch A., bes. von Handelsgegenständen. – 3) hervorbringen, veranlassen; οὐκ ἐξάγουσι καρπὸν οἱ ψευδεῖς λόγοι Soph. frg. 207; [[δάκρυ]] τινί, Einem Thränen entlocken, Eur. Suppl. 793; auch im med., μικρὰ ἆθλα πολλοὺς πόνους ἐξάγεται, kleine Belohnungen regen zu großen Anstrengungen an, Xen. Hier. 9, 11; γέλωτα ἐξάγεσθαι ἔκ τινος, Einen zum Lachen bringen, Cyr. 2, 2, 15. – Oft übertragen, bes. im pass., sich verleiten lassen, gew. mit tadelndem Nebenbegriff, über die Gränzen hinaus, fortreißen, [[οὐδέ]] με [[οἶνος]] ἐξάγει ὥστ' εἰπεῖν δεινὸν [[ἔπος]] περὶ σοῦ Theogn. 414; [[ἔρως]] [[τίς]] μ' ἐξάγει Eur. Alc. 1080; ἐπ' οἶκτον Ion 361; ἐπὶ τὰ πονηρότερα ἐξῆγον τὸν ὄχλον Thuc. 6, 89; ἐς κινδύνους 3, 45; ταῦτα ἐπὶ [[πλέον]] ἐξήχθημεν εἰπεῖν Plat. Rep. VII, 572 b; ἐὰν ἐξαχθῶ τι λέγειν Aesch. 1, 37; ταῦτα μὲν ἐξήχθην ὀλοφύρασθαι Lys. 2, 61; ἐξάγομαι γάρ, parenthetisch, Din. 1, 15, ich werde heftig, gerathe in Leidenschaft; auch Sp., τὰ ἀναλώματα ἐπὶ πλεῖστον ἐξηγμένα, gesteigert, D. C. 43, 25.
}}
{{ls
|lstext='''ἐξάγω''': μέλλ. -ξω, ἄγω ἔξω: Ι. ἐπὶ προσώπων, τὸ πλεῖστον [[μετὰ]] γεν. τόπου, πόληος, μεγάροιο, ὁμίλου, μάχης, κτλ., Ὅμ., ἰδίως ἐν Ἰλ.· ἢ [[μετὰ]] τῆς προθ. ἐκ..., ὡς ἐν Ὀδ. Θ. 106, Υ. 21· [[οὕτως]], ἐξάξειν ἐκ χώρης Ἡρόδ. 4. 148 κ. ἀλλ.· Ἄργεος ἐξαγαγόντες, ἀγαγόντες ἐκ τοῦ Ἄργους, Ἰλ. 379· [[φέρω]] εἰς τὸν κόσμον, τόν γε [[μογοστόκος]] [[Εἰλείθυια]] ἐξάγαγε πρὸ [[φόωσδε]] Ἰλ. Π. 188· ἐξ Λυδοὺς ἐς μάχην Ἡρόδ. 1. 79, πρβλ. Ξεν. Ἀν. 6. 6, 36, κτλ.· ἄγω τινὰ ἔξω ἐπὶ θανάτῳ, ἐξαγαγόντες (τὸν Κώην) κατέλευσαν Ἡρόδ. 5. 38· [[εἶτα]] δὲ ἐξῆγον αὐτὸν οἷς προσετάχθη Ξεν. Ἀν. 1. 6, 10, κτλ.· ἐπὶ θήραν ὁ αὐτ. Κύρ. 1. 4, 14· [[μετὰ]] συστοίχ. αἰτιατ., τήνδε τὴν ὁδόν... ἐξήγαγέ με Σοφ. Ο. Κ. 96. β) κατὰ τὸ φαινόμενον ἀμεταβ., ἐξάγουσι (ἐξυπ. τὸν στρατὸν) Ξεν. Ἑλλ. 4. 5. 14., 5. 4, 38, κτλ., πρβλ. [[ἐξακτέον]]· [[καθόλου]], [[ἐξέρχομαι]], καὶ [[οὕτως]] ἐξάγει ὡς ἐπὶ θήραν παρεσκευασμένος ὁ αὐτ. Κύρ. 2. 4, 18· ἐξῆγεν ἀεὶ εἰς προνομὰς [[αὐτόθι]] 6. 1, 24· [[οὕτως]] [[ἅπαξ]] καὶ παρ’ Ὁμ., τύμβον... ἕνα χεύομεν ἐξαγαγόντες ἄκριτον ἐκ πεδίου, «τάφον δέ... ἕνα διὰ χώματος ποιήσωμεν ἐκπορευθέντες ἔξω τῆς πεδιάδος, ἄκριτον, [[ἤτοι]] μὴ καθέκαστον τῶν τεθνηκότων διακρινόμενον, χωριζόμενον» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Η. 336· «ἐξαγαγόντες ἀντὶ τοῦ ἐξελθόντες, ἐκπορευθέντες» Εὐστ. 684, 12 (ὁ Heyne καὶ ἄλλοι συνδέουσι τὸ ἐξαγαγόντες [[μετὰ]] τῶν ἑπομένων λέξεων ἄκριτον ἐκ πεδίου καὶ ἑρμηνεύουσιν: ἐγείρωμεν τύμβον συσσωρεύσαντες [[χῶμα]] ἐκ τῆς πεδιάδος, ἀλλ’ ὁ Ὅμ. [[οὐδέποτε]] μεταχειρίζεται τὴν ἐπὶ πραγμάτων, ἴδε Spitzn. ἐν τόπῳ). 2) [[ἐξάγω]], [[ἀπαλλάσσω]] ἔκ τινος, ἄλλον ἀλλοίων ἀχέων ἔξαγον Πίνδ. Π. 3. 91· ἐξάγειν τινὰ ἐκ τοῦ ζῆν, δηλαδὴ φονεύειν, Πολύβ. 24. 12, 13· οἱ μὲν γὰρ ἐκ τοῦ ζῆν παραλόγως αὑτοὺς ἐξῆγον, ἐφόνευον ἑαυτούς, ὁ αὐτ. 40. 3, 5· τοῦ ζῆν Πλούτ. 2. 1076Β· τοῦ βίου [[αὐτόθι]] 837Ε· τοῦ σώματος ὁ αὐτὸς Δημ. καὶ Ἀντ. Σύγκρ. 6· ἀμεταβ., [[παρέρχομαι]], οἱ μεγάλοι πόνοι συντόμως ἐξάγουσι Πλούτ. 2. 36Β. 3) [[ἐκβάλλω]] τινὰ ἐκ κτήματος ἔχοντα ἀξιώσεις ἐπ’ [[αὐτοῦ]] (πρβλ. ἐξαγωγὴ ΙΙ), Δημ. 533 ἐν τέλ. κτλ. ΙΙ. ἐπὶ ἐμπορευμάτων, κλ., [[ἐξάγω]], [[κάμνω]] ἐξαγωγήν, ναυβάτην φορτηγόν, [[ὅστις]] ῥῶπον ἐξάγει χθονὸς Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 256, Ἀριστοφ. Ἱπ. 378, 282, κτλ.· εἴ τις ἐξαγαγὼν παῖδα ληφθείη, ἐξαγαγὼν αὐτὸν ὡς δοῦλον, Λυσ. 117. 2· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Ἀνδοκ. 21. 14. - Παθ., τὰ ἐξαγόμενα, δηλαδὴ ἐμπορεύματα, κτλ., Ξεν. Πόροι 3. 2, κλ.· [[οὔτε]] γὰρ ἐξήγετο οὐδέν, οὐδ’ εἰσήγετο Δημ. 276. 5. 2) ἐπὶ [[ὑπὲρ]] τὸ [[δέον]] ὑγρᾶς γῆς, [[ἐξάγω]], ἀφαιρῶ ἐξ αὐτῆς (τὸ περιττὸν [[ὕδωρ]]), ὡς τὸ [[ὕδωρ]] ἐξάγεται τάφροις, διὰ τάφρων, Ξεν. Οἰκ. 20. 12, Δημ. 1276, 7· [[οὕτως]] ἐπὶ καθαρτικῶν φαρμάκων, [[ἐκβάλλω]], πλείονα ποιοῦσι περίττωσιν ἢ ἐξάγουσι Πλούτ. 2. 134C, Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 2. 5. 3) ἐπὶ οἰκοδομῆς, [[ἐξάγω]] ἔξω, [[ἐπεκτείνω]], ἐξαγαγὼν ἔξω τὴν αἱμασιάν, ἵνα τὰ δένδρα τῆς ὁδοῦ ποιήσειεν [[εἴσω]] Δημ. 1278. 3· οὕτω, μείζων γὰρ ὁ [[περίβολος]] [[πανταχῇ]] ἐξήχθη τῆς πόλεως, «[[καθότι]] ἡ περιοχὴ τοῦ τείχους ἔγινε πλέον ἐκτεταμένη τῆς παλαιᾶς [[πανταχόθεν]]» (Δούκας), Θουκ. 1. 93. 4) ἐπὶ δαπανῶν, [[ἐξέρχομαι]] τοῦ μετρίου, καὶ τὰ ἀναλώματα τῶν τε ἐχόντων ἐπὶ πλεῖστον ὑπ’ ἀσωτίας ἐξηγμένα, ηὐξημένα, Δίων Κ. 43. 25. ΙΙΙ. [[παράγω]], οὐκ ἐξάγουσι καρπὸν οἱ ψευδεῖς λόγοι Σοφ. Ἀποσπ. 717· [[προκαλῶ]], [[διεγείρω]], δάκρυ τινὶ Εὐρ. Ἱκ. 770· οὕτω καὶ ἐπὶ ἱδρῶτος, Ἱππ. π. Ἀέρ. 285. - Μέσ., γέλωτα ἐξάγεσθαι Ξεν. Κύρ. 2. 2, 15· μακρὰ ἆθλα πολλοὺς πόνους ἐξάγεται, συνεπάγεται, ὁ [[αὐτός]] Ἱέρων 9. 11. IV. ἄγω, [[παρασύρω]], ἔγνωκα καὐτός, ἀλλ’ [[ἔρως]] τις ἐξάγει Εὐρ. Ἄλκ. 1080, Ἱκ. 79· κινῶ τινα εἴς τι, καὶ μή γ’ ἐπ’ οἶκτόν μ’ ἔξαγ’ οὗ ’λελήσμεθα ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 361, πρβλ. Ἡρ. Μαιν. 1211· ὠθῶ, ἐς κινδύνους Θουκ. 3. 45· καὶ ἐπὶ κακῆς σημασίας, παρακινῶ, [[φέρω]] εἰς πειρασμόν, [[ὥστε]] εἰπεῖν Θέογν. 414· ἐξάγειν ἐπὶ τὰ πονηρότερα τὸν ὄχλον Θουκ. 6. 89· - οὕτω καὶ ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 775, Πλούτ. 922F. - Παθ., παρακινοῦμαι νὰ πράξω τι, μετ’ ἀπαρ., ἐξήχθην ὀλοφύρασθαι Λυσ. 196. 15· [[ταῦτα]]... ἐξήχθημεν εἰπεῖν Πλάτ. Πολ. 572Β, πρβλ. Ξεν. Ἀν. 1. 8, 21· ἃ μὲν ἄν τις ἐξαχθῇ πρᾶξαι Δημ. 527. 16, πρβλ. 538. 22· ἀπολ., παραφέρομαι ὑπὸ πάθους, Δείναρχ. 92. 3· ὑπὸ τοῦ θυμοῦ Παυσ. 5. 17, 4, κτλ. 2) [[ἐκτοπίζω]], [[παρεκτρέπω]] τὸν λόγον, οἱ εἰς ἄλλας ὑποθέσεις ἐξάγοντες Πλούτ. 2. 42F· βάλλω εἰς πρᾶξιν, ἐκτελῶ, εἰς [[ἔργον]] ἐξαγαγεῖν τὸ [[πρόβλημα]] ὁ αὐτ. Μάρκελ. 14· πρὸς τὴν Ἑλληνικὴν διάλεκτον ἐξάγειν [[τοὔνομα]], ἐξακριβοῦν, Λατ. exigere ad.., ὁ αὐτ. Νουμ. 13· ἐμαυτὸν [[οὕτως]] [[ἐξάγω]], [[ἐκφράζω]] τὰς ἐπιθυμίας μου, Διογ. Λ. 5. 72. V. ἐξασκῶ, ἀρχὴν Διον. Ἁλ. 2. 56.
}}
}}

Revision as of 11:33, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξάγω Medium diacritics: ἐξάγω Low diacritics: εξάγω Capitals: ΕΞΑΓΩ
Transliteration A: exágō Transliteration B: exagō Transliteration C: eksago Beta Code: e)ca/gw

English (LSJ)

pf.

   A -ῆχα D.42.19, -αγήγοχα PHib.1.34.10 (iii B. C.):—lead out, lead away:    I of persons, mostly c. gen. loci, μεγάροιο, πόγηος, ὁμίλου, Od.22.458, 23.372, Il.5.353; μάχης ib.35: with ἐκ .., Od.8.106, 20.21; ἐ. ἐκ τῆς χώρης Hdt.4.148, al.; Ἄργεος ἐξαγαγόντες having brought her out from Argos, Il.13.379; bring out of prison, release, PHib.1.34.4, al. (iii B.C.), Act.Ap.16.39; bring forth into the world, τόν γε . . Εἰλείθυια ἐξάγαγε πρὸ φόωσδε Il.16.188; νεοττούς lead out of the nest, Arist.HA613b12; ἐ. Λυδοὺς ἐς μάχην Hdt.1.79, etc.; ἐπὶ θήραν τινά Ar.Fr.2 D., cf. X.Cyr.1.4.14; lead out to execution, Hdt.5.38, X.An.1.6.10, etc.: c. acc. cogn., με τήνδε τὴν ὁδὸν . . ἐξήγαγε S.OC98.    b seemingly intr., march out (sc. στρατόν), X.HG 4.5.14, 5.4.38, etc.: generally, go out, ὡς εἰς θήραν Id.Cyr.2.4.18; εἰς προνομάς ib.6.1.24: once in Hom., τύμβον . . ἕνα χεύομεν ἐξαγαγόντες let us go out and pile one tomb for all, Il.7.336 (Aristarch.); also, come to an end, οἱ μεγάλοι πόνοι συντόμως ἐ. soon pass away, Epicur.Fr.447, cf. M.Ant.7.33.    2 draw out from, release from, ἀχέων τινά Pi.P.3.51; ἐ. τινὰ ἐκ τοῦ ζῆν, i.e. put him to death, Plb. 23.16.13; ἑαυτὸν ἐκ τοῦ ζῆν commit suicide, Id.38.16.5; τοῦ ζῆν Plu.2.1076b; τοῦ σώματος Id.Comp.Demetr.Ant.6; simply ἐ. ἑαυτόν Chrysipp.Stoic.3.188, cf. Paul.Aeg.5.29; ὅταν ἡμᾶς τὸ χρεὼν ἐξάγῃ Metrod.49.    3 eject a claimant from property (cf. ἐξαγωγή 11), D.30.4, 32.17, 44.32, etc.:—Pass., to be turned out, ὑπὸ τοῦ παιδοτρίβου Aeschin.Socr.37.    II of merchandise, etc., carry out, export, ῥῶπον χθονός A.Fr.263, cf. Ar.Eq.278, 282, etc.; εἴ τις ἐξαγαγὼν παῖδα ληφθείη exporting him as a slave, Lys.10.10, cf. 13.67:—Pass., And. 2.11, Th.6.31, X.Vect.3.2, etc.; τὰ -όμενα exports, Arist.Rh.1359b22; οὔτε γὰρ ἐξήγετο . . οὐδὲν οὔτ' εἰσήγετο D.18.145:—Med., X.Ath.2.3.    2 draw off water, Id.Oec.20.12 (Pass.), D.55.17; draw out, of perspiration, ὑπὸ τοῦ ἡλίου Hp.Aër.8 (Pass.); so, carry off by purgative medicines, ἕλμινθας Gp.12.26.1, cf. Dsc.2.152.2, Plu.2.134c, Aret.CA2.5: generally, get rid of, Thphr.HP5.6.3.    3 of building, draw or carry farther out, αἱμασιάν D.55.22:—Pass., ὁ περίβολος πανταχῇ ἐξήχθη τῆς πόλεως Th.1.93.    4 of expenses, ἐπὶ πλεῖστον ἐξάγεσθαι D.C.43.25.    III bring forth, produce, οὐκ ἐξάγουσι καρπὸν οἱ ψευδεῖς λόγοι S.Fr.834; ᾠά hatch, Arist.HA564b8; call forth, excite, δάκρυ τινί E.Supp.770:—Med., γέλωτα ἐξαγαγέσθαι X.Cyr.2.2.15; μικρὰ ἆθλα πολλοὺς πόνους ἐξάγεται elicit, induce, Id.Hier.9.11.    IV lead on, carry away, excite, τινά E.Alc.1080, Supp.79; τινὰ ἐπ' οἶκτον Id.Ion361, cf. HF1212 (anap.); ἐς τοὺς κινδύνους Th.3.45; in bad sense, lead on, tempt, οὐδέ με οἶνος ἐ. ὥστε εἰπεῖν Thgn.414; ἐ. ἐπὶ τὰ πονηρότερα τὸν ὄχλον Th.6.89:—Med., E.HF775 (lyr.); εἰς τὸ διδόναι λόγον Plu.2.922f:—Pass., to be led on to do a thing, c.inf., ἐξήχθην ὀλοφύρασθαι Lys.2.61; ταῦτα . . ἐξήχθημεν εἰπεῖν Pl.R.572b, cf. X.An.1.8.21; ἃ μὲν ἄν τις ἐξαχθῇ πρᾶξαι D.21.41, cf. 74; εἰς ἅμιλλαν Plu.Sol.29: abs., to be carried away by passion, Din.1.15; ὑπὸ τοῦ θυμοῦ Paus.5.17.8, etc.; ἐξάγουσα ὀδύνη distracting pain, Herod. Med. ap. Orib.7.8.1.    2 lead away, [λόγον] εἰς ἄλλας ὑποθέσεις Plu. 2.42e; προβλήματα ἐ. εἰς ὀργανικὰς κατασκευάς reduce, Id.Marc.14 (also εἰς ἔργον πρόβλημα ibid.); ἐ. εἰς τὸ ἀνώτερον, Lat. altius repetere, Id.2.639e; πρὸς τὴν Ἑλληνικὴν διάλεκτον ἐξάγειν τοὔνομα express in Greek, Id.Num.13.    V exercise, τὴν ἀρχὴν οὐκέτι βασιλικῶς, ἀλλὰ τυραννικώτερον D.H.2.56, cf. IG22.1304.4, 14; carry out instructions, Michel 409.18 (Naxos, iii B.C.).    VI give directions in a will, ἐμαυτὸν οὕτως ἐξάγω Lyconap.D.L.5.72.    VII intr., pass one's life, D.S.3.43.

German (Pape)

[Seite 862] (s. ἄγω), 1) herausführen; Hom. immer von lebenden Wesen; κούρην, aus dem Zelte, Il. 1, 337; μάχης δ' ἐξήγαγε θοῦρον Ἄρηα 5, 35; Ἄργεος ἐξαγαγόντες 13, 379; τὸν Εἰλείθυια ἐξάγαγε πρὸ φόωσδε 16, 188, sie brachte ihn ans Tageslicht heraus; ἔκ τινος, Od. 8, 106. So Folgde, Soph. O. C. 830; Ar. Ran. 352 u. in Prosa; ἐπὶ θήραν, auf die Jagd ausführen, Xen. Cyr. 1, 4, 14; τήνδε τὴν ὁδὸν ἐξήγαγέ με Soph. O. C. 98. Bes. das Heer, Soldaten aus dem Lager herausführen, ausrücken lassen, Xen. Cyr. 1, 3, 30 An. 1, 5, 17 u. oft; auch mit ausgelassenem acc., scheinbar intrans., ausrücken, wie Il. 7, 336 τύμβον χεύομεν ἐξαγαγόντες von Eust. erkl. wird, nachdem wir aus dem Lager ausgerückt sind; vgl. Xen. An. 6, 4, 36 Hell. 6, 5, 18; – Einen herausführen, um ihn zu tödten, Her. 6, 91; Xen. An. 1, 6, 10 Hell. 6, 4, 37; ἑαυτὸν τοῦ βίου, sich aus dem Leben herausführen, sich das Leben nehmen, Plut. X oratt. Isocr. p. 239; ἐκ τοῦ ζῆν Pol. 40, 3, 5 u. a. Sp.; ohne diesen Zusatz, Plut. Dem. et Ant. 6; νόσος αὐτοὺς ἐξήγαγεν, ließ sie sterben, Brut. 47. – Von leblosen Dingen, τὴν ὁδὸν στενωτέραν ποιήσας ἐξαγαγὼν ἔξω τὴν αἱμασιάν, indem er die Hecken hinausrückte, Dem. 35, 22; vgl. Thuc. 1, 43 μείζων γὰρ ὁ περίβολος πανταχῆ ἐξήχθη τῆς πόλεως. Vom Wasser, ableiten, Xen. Oec. 20, 12 Dem. 55, 18. Bei den Aerzten = vertreiben, z. B. ἕλ μινθας, Diosc.; abführen, purgiren, Plut. san. tu. p. 401. – 21 außer Landes führen, zum Verkauf; εἰς Κόρινθον ἐντευθενὶ ἀνδράποδον ἐξήγαγεν, ἐκεῖθενδὲ παιδίσκην ἀστῆς ἐξαγαγὼν ἁλίσκεται Lys. 13, 67; so auch von leblosen Dingen, σῖτον παρά τινος Dem. Lpt. 32; πολλὰ τάλαντα ἐκ τῆς πόλεως Thuc. 6, 31; Ar. Equ. 278. 282; μήτε ἐξαγομένων χρημάτων, μήτε εἰσαγομένων Plat. Legg. VIII, 847 b; auch A., bes. von Handelsgegenständen. – 3) hervorbringen, veranlassen; οὐκ ἐξάγουσι καρπὸν οἱ ψευδεῖς λόγοι Soph. frg. 207; δάκρυ τινί, Einem Thränen entlocken, Eur. Suppl. 793; auch im med., μικρὰ ἆθλα πολλοὺς πόνους ἐξάγεται, kleine Belohnungen regen zu großen Anstrengungen an, Xen. Hier. 9, 11; γέλωτα ἐξάγεσθαι ἔκ τινος, Einen zum Lachen bringen, Cyr. 2, 2, 15. – Oft übertragen, bes. im pass., sich verleiten lassen, gew. mit tadelndem Nebenbegriff, über die Gränzen hinaus, fortreißen, οὐδέ με οἶνος ἐξάγει ὥστ' εἰπεῖν δεινὸν ἔπος περὶ σοῦ Theogn. 414; ἔρως τίς μ' ἐξάγει Eur. Alc. 1080; ἐπ' οἶκτον Ion 361; ἐπὶ τὰ πονηρότερα ἐξῆγον τὸν ὄχλον Thuc. 6, 89; ἐς κινδύνους 3, 45; ταῦτα ἐπὶ πλέον ἐξήχθημεν εἰπεῖν Plat. Rep. VII, 572 b; ἐὰν ἐξαχθῶ τι λέγειν Aesch. 1, 37; ταῦτα μὲν ἐξήχθην ὀλοφύρασθαι Lys. 2, 61; ἐξάγομαι γάρ, parenthetisch, Din. 1, 15, ich werde heftig, gerathe in Leidenschaft; auch Sp., τὰ ἀναλώματα ἐπὶ πλεῖστον ἐξηγμένα, gesteigert, D. C. 43, 25.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξάγω: μέλλ. -ξω, ἄγω ἔξω: Ι. ἐπὶ προσώπων, τὸ πλεῖστον μετὰ γεν. τόπου, πόληος, μεγάροιο, ὁμίλου, μάχης, κτλ., Ὅμ., ἰδίως ἐν Ἰλ.· ἢ μετὰ τῆς προθ. ἐκ..., ὡς ἐν Ὀδ. Θ. 106, Υ. 21· οὕτως, ἐξάξειν ἐκ χώρης Ἡρόδ. 4. 148 κ. ἀλλ.· Ἄργεος ἐξαγαγόντες, ἀγαγόντες ἐκ τοῦ Ἄργους, Ἰλ. 379· φέρω εἰς τὸν κόσμον, τόν γε μογοστόκος Εἰλείθυια ἐξάγαγε πρὸ φόωσδε Ἰλ. Π. 188· ἐξ Λυδοὺς ἐς μάχην Ἡρόδ. 1. 79, πρβλ. Ξεν. Ἀν. 6. 6, 36, κτλ.· ἄγω τινὰ ἔξω ἐπὶ θανάτῳ, ἐξαγαγόντες (τὸν Κώην) κατέλευσαν Ἡρόδ. 5. 38· εἶτα δὲ ἐξῆγον αὐτὸν οἷς προσετάχθη Ξεν. Ἀν. 1. 6, 10, κτλ.· ἐπὶ θήραν ὁ αὐτ. Κύρ. 1. 4, 14· μετὰ συστοίχ. αἰτιατ., τήνδε τὴν ὁδόν... ἐξήγαγέ με Σοφ. Ο. Κ. 96. β) κατὰ τὸ φαινόμενον ἀμεταβ., ἐξάγουσι (ἐξυπ. τὸν στρατὸν) Ξεν. Ἑλλ. 4. 5. 14., 5. 4, 38, κτλ., πρβλ. ἐξακτέον· καθόλου, ἐξέρχομαι, καὶ οὕτως ἐξάγει ὡς ἐπὶ θήραν παρεσκευασμένος ὁ αὐτ. Κύρ. 2. 4, 18· ἐξῆγεν ἀεὶ εἰς προνομὰς αὐτόθι 6. 1, 24· οὕτως ἅπαξ καὶ παρ’ Ὁμ., τύμβον... ἕνα χεύομεν ἐξαγαγόντες ἄκριτον ἐκ πεδίου, «τάφον δέ... ἕνα διὰ χώματος ποιήσωμεν ἐκπορευθέντες ἔξω τῆς πεδιάδος, ἄκριτον, ἤτοι μὴ καθέκαστον τῶν τεθνηκότων διακρινόμενον, χωριζόμενον» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Η. 336· «ἐξαγαγόντες ἀντὶ τοῦ ἐξελθόντες, ἐκπορευθέντες» Εὐστ. 684, 12 (ὁ Heyne καὶ ἄλλοι συνδέουσι τὸ ἐξαγαγόντες μετὰ τῶν ἑπομένων λέξεων ἄκριτον ἐκ πεδίου καὶ ἑρμηνεύουσιν: ἐγείρωμεν τύμβον συσσωρεύσαντες χῶμα ἐκ τῆς πεδιάδος, ἀλλ’ ὁ Ὅμ. οὐδέποτε μεταχειρίζεται τὴν ἐπὶ πραγμάτων, ἴδε Spitzn. ἐν τόπῳ). 2) ἐξάγω, ἀπαλλάσσω ἔκ τινος, ἄλλον ἀλλοίων ἀχέων ἔξαγον Πίνδ. Π. 3. 91· ἐξάγειν τινὰ ἐκ τοῦ ζῆν, δηλαδὴ φονεύειν, Πολύβ. 24. 12, 13· οἱ μὲν γὰρ ἐκ τοῦ ζῆν παραλόγως αὑτοὺς ἐξῆγον, ἐφόνευον ἑαυτούς, ὁ αὐτ. 40. 3, 5· τοῦ ζῆν Πλούτ. 2. 1076Β· τοῦ βίου αὐτόθι 837Ε· τοῦ σώματος ὁ αὐτὸς Δημ. καὶ Ἀντ. Σύγκρ. 6· ἀμεταβ., παρέρχομαι, οἱ μεγάλοι πόνοι συντόμως ἐξάγουσι Πλούτ. 2. 36Β. 3) ἐκβάλλω τινὰ ἐκ κτήματος ἔχοντα ἀξιώσεις ἐπ’ αὐτοῦ (πρβλ. ἐξαγωγὴ ΙΙ), Δημ. 533 ἐν τέλ. κτλ. ΙΙ. ἐπὶ ἐμπορευμάτων, κλ., ἐξάγω, κάμνω ἐξαγωγήν, ναυβάτην φορτηγόν, ὅστις ῥῶπον ἐξάγει χθονὸς Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 256, Ἀριστοφ. Ἱπ. 378, 282, κτλ.· εἴ τις ἐξαγαγὼν παῖδα ληφθείη, ἐξαγαγὼν αὐτὸν ὡς δοῦλον, Λυσ. 117. 2· οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Ἀνδοκ. 21. 14. - Παθ., τὰ ἐξαγόμενα, δηλαδὴ ἐμπορεύματα, κτλ., Ξεν. Πόροι 3. 2, κλ.· οὔτε γὰρ ἐξήγετο οὐδέν, οὐδ’ εἰσήγετο Δημ. 276. 5. 2) ἐπὶ ὑπὲρ τὸ δέον ὑγρᾶς γῆς, ἐξάγω, ἀφαιρῶ ἐξ αὐτῆς (τὸ περιττὸν ὕδωρ), ὡς τὸ ὕδωρ ἐξάγεται τάφροις, διὰ τάφρων, Ξεν. Οἰκ. 20. 12, Δημ. 1276, 7· οὕτως ἐπὶ καθαρτικῶν φαρμάκων, ἐκβάλλω, πλείονα ποιοῦσι περίττωσιν ἢ ἐξάγουσι Πλούτ. 2. 134C, Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 2. 5. 3) ἐπὶ οἰκοδομῆς, ἐξάγω ἔξω, ἐπεκτείνω, ἐξαγαγὼν ἔξω τὴν αἱμασιάν, ἵνα τὰ δένδρα τῆς ὁδοῦ ποιήσειεν εἴσω Δημ. 1278. 3· οὕτω, μείζων γὰρ ὁ περίβολος πανταχῇ ἐξήχθη τῆς πόλεως, «καθότι ἡ περιοχὴ τοῦ τείχους ἔγινε πλέον ἐκτεταμένη τῆς παλαιᾶς πανταχόθεν» (Δούκας), Θουκ. 1. 93. 4) ἐπὶ δαπανῶν, ἐξέρχομαι τοῦ μετρίου, καὶ τὰ ἀναλώματα τῶν τε ἐχόντων ἐπὶ πλεῖστον ὑπ’ ἀσωτίας ἐξηγμένα, ηὐξημένα, Δίων Κ. 43. 25. ΙΙΙ. παράγω, οὐκ ἐξάγουσι καρπὸν οἱ ψευδεῖς λόγοι Σοφ. Ἀποσπ. 717· προκαλῶ, διεγείρω, δάκρυ τινὶ Εὐρ. Ἱκ. 770· οὕτω καὶ ἐπὶ ἱδρῶτος, Ἱππ. π. Ἀέρ. 285. - Μέσ., γέλωτα ἐξάγεσθαι Ξεν. Κύρ. 2. 2, 15· μακρὰ ἆθλα πολλοὺς πόνους ἐξάγεται, συνεπάγεται, ὁ αὐτός Ἱέρων 9. 11. IV. ἄγω, παρασύρω, ἔγνωκα καὐτός, ἀλλ’ ἔρως τις ἐξάγει Εὐρ. Ἄλκ. 1080, Ἱκ. 79· κινῶ τινα εἴς τι, καὶ μή γ’ ἐπ’ οἶκτόν μ’ ἔξαγ’ οὗ ’λελήσμεθα ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 361, πρβλ. Ἡρ. Μαιν. 1211· ὠθῶ, ἐς κινδύνους Θουκ. 3. 45· καὶ ἐπὶ κακῆς σημασίας, παρακινῶ, φέρω εἰς πειρασμόν, ὥστε εἰπεῖν Θέογν. 414· ἐξάγειν ἐπὶ τὰ πονηρότερα τὸν ὄχλον Θουκ. 6. 89· - οὕτω καὶ ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 775, Πλούτ. 922F. - Παθ., παρακινοῦμαι νὰ πράξω τι, μετ’ ἀπαρ., ἐξήχθην ὀλοφύρασθαι Λυσ. 196. 15· ταῦτα... ἐξήχθημεν εἰπεῖν Πλάτ. Πολ. 572Β, πρβλ. Ξεν. Ἀν. 1. 8, 21· ἃ μὲν ἄν τις ἐξαχθῇ πρᾶξαι Δημ. 527. 16, πρβλ. 538. 22· ἀπολ., παραφέρομαι ὑπὸ πάθους, Δείναρχ. 92. 3· ὑπὸ τοῦ θυμοῦ Παυσ. 5. 17, 4, κτλ. 2) ἐκτοπίζω, παρεκτρέπω τὸν λόγον, οἱ εἰς ἄλλας ὑποθέσεις ἐξάγοντες Πλούτ. 2. 42F· βάλλω εἰς πρᾶξιν, ἐκτελῶ, εἰς ἔργον ἐξαγαγεῖν τὸ πρόβλημα ὁ αὐτ. Μάρκελ. 14· πρὸς τὴν Ἑλληνικὴν διάλεκτον ἐξάγειν τοὔνομα, ἐξακριβοῦν, Λατ. exigere ad.., ὁ αὐτ. Νουμ. 13· ἐμαυτὸν οὕτως ἐξάγω, ἐκφράζω τὰς ἐπιθυμίας μου, Διογ. Λ. 5. 72. V. ἐξασκῶ, ἀρχὴν Διον. Ἁλ. 2. 56.