βιός: Difference between revisions
Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier
(6_14) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''βιός''': ὁ, [[τόξον]] Ἰλ. Α. 49, κτλ. (Qu. biegen, bug, bogen· τὸ ἀγγλ. bow? ὁ Κούρτ. ἀναφέρει Σανσκρ. ǵya (τοῦ τόξου ἡ [[νευρά]]).) | |lstext='''βιός''': ὁ, [[τόξον]] Ἰλ. Α. 49, κτλ. (Qu. biegen, bug, bogen· τὸ ἀγγλ. bow? ὁ Κούρτ. ἀναφέρει Σανσκρ. ǵya (τοῦ τόξου ἡ [[νευρά]]).) | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />arc ; <i>◊ prov.</i> [[τοῦ]] τόξου τὸ μὲν [[ὄνομα]] [[βιός]], τὸ δὲ [[ἔργον]] [[θάνατος]].<br />'''Étymologie:''' DELG <i>skr.</i> j(i)yá, av. jya, corde de l’arc. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:46, 9 August 2017
English (LSJ)
ὁ,
A bow, = τόξον, Il.1.49, Heraclit.48, etc. (Ambracian acc. to AB1095. Cf. Vedic jiyā´ 'bow-string', Lith. gijà 'thread'.)
German (Pape)
[Seite 445] ὁ, der Bogen, Schußwaffe; eigentlich Nebenform von βία, die Kraft, passende Bezeichnung für eine elastische Schußwaffe; vgl. βλαστός βλάστη, κνημός κνήμη; βόλος βολή, γόνος γονή, πλόκος πλοκή, πνόος πνοή, πόθος ποθή, ῥόος ῥοή, σπόρος σπορά, στόλος στολή, στρόφος στροφή, τάφος ταφή, τόμος τομή, τύπος τυπή, φθόγγος φθογγή, φθόρος φθορά, φόνος φονή, φόρος φορά, χόλος χολή, χόος χοή; ἦχος ἠχή, ὦνος ὠνή; ἄγορος ἀγορά, βίοτος βιοτή, πάταγος παταγή; διάλογος διαλογή; von βίος das Leben, welches ebenfalls Nebenform von βία ist, ward βιός der Bogen durch den Accent unterschieden; vgl. γαῦλος γαυλός; νόμος νομός νομή, τρόπος τροπός τροπή. Bei Hom. βιός der Bogen öfters; einen Unterschied zwischen βιός und τόξον kennt Hom. nicht, vgl. z. B. Iliad. 1, 45 mit vs. 49, Odyss. 21, 233 mit vs. 234. Aber τὁξον ist bei Hom. weit häufiger.
Greek (Liddell-Scott)
βιός: ὁ, τόξον Ἰλ. Α. 49, κτλ. (Qu. biegen, bug, bogen· τὸ ἀγγλ. bow? ὁ Κούρτ. ἀναφέρει Σανσκρ. ǵya (τοῦ τόξου ἡ νευρά).)
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
arc ; ◊ prov. τοῦ τόξου τὸ μὲν ὄνομα βιός, τὸ δὲ ἔργον θάνατος.
Étymologie: DELG skr. j(i)yá, av. jya, corde de l’arc.