μέρμερος: Difference between revisions

From LSJ

ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat

Source
(6_16)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μέρμερος''': -ον, [[ὡσαύτως]] α, ον, Λυκόφρ. 949· - ὁ πολλὴν φροντίδα καὶ ἀνησυχίαν προξενῶν, [[βλαπτικός]], [[φθοροποιός]], [[ὀλέθριος]], Ὅμ. (μόνον ἐν τῇ Ἰλ.) ἀείποτε κατ’ οὐδ. πληθ., ἄνδρ’ ἕνα τοσσάδε μέρμερ’ ἐπ’ ἤματι μητίσασθαι, ἕνα ἄνδρα τοσαῦτα δεινὰ ἐν μιᾷ ἡμέρᾳ μηχανήσασθαι, Κ 48· μέρμερα ῥέζειν Λ. 502· [[ὡσαύτως]], μέρμερα μήσατο ἔργα Κ. 289, πρβλ. 524· ἀείποτε ἐπὶ πολεμικῶν ἔργων (πλῆρες, πολέμοιο μ. ἔργα Θ. 453)· ἀλλ’ Ἡσ. Θεογ. 603, μ. ἔργα γυναικῶν, τὰ κακὰ τὰ ὑπὸ τῶν γυναικῶν τελούμενα· οὕτω, μ. κακὸν Εὐρ. Ρῆσ. 509· [[βλάβη]] Λυκόφρ. ἔνθ’ ἀνωτ.· [[ἀδρανίη]] Νικ. Θηρ. 248. ΙΙ. συνώνυμ. τῷ [[δύσκολος]], ἐπὶ προσώπων, [[δύστροπος]], Πλάτ. Ἱππ. Μείζ. 290Ε, πρβλ. Ruhnk. Τίμ.· ὄλεθρον φέρων, [[ἥρως]] Ἀνθ. Π. 7. 697· [[ἔθνος]] Διον. Π. 350· μέρμ. [[χρῆμα]], πανοῦργον [[ζῷον]], ἐπὶ ἀλώπεκος, Πλούτ. 2. 988Α· ἐπὶ θηρευτικοῦ κυνός, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Ὀππ. - Ἐπικ. [[λέξις]] ἐν χρήσει παρ’ Εὐρ. καὶ Πλάτ. ἔνθ’ ἀνωτ., καὶ παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις (ἴδε ἐν λ. [[μέριμνα]]· πρβλ. [[μέρμηρα]], [[μερμηρίζω]]).
|lstext='''μέρμερος''': -ον, [[ὡσαύτως]] α, ον, Λυκόφρ. 949· - ὁ πολλὴν φροντίδα καὶ ἀνησυχίαν προξενῶν, [[βλαπτικός]], [[φθοροποιός]], [[ὀλέθριος]], Ὅμ. (μόνον ἐν τῇ Ἰλ.) ἀείποτε κατ’ οὐδ. πληθ., ἄνδρ’ ἕνα τοσσάδε μέρμερ’ ἐπ’ ἤματι μητίσασθαι, ἕνα ἄνδρα τοσαῦτα δεινὰ ἐν μιᾷ ἡμέρᾳ μηχανήσασθαι, Κ 48· μέρμερα ῥέζειν Λ. 502· [[ὡσαύτως]], μέρμερα μήσατο ἔργα Κ. 289, πρβλ. 524· ἀείποτε ἐπὶ πολεμικῶν ἔργων (πλῆρες, πολέμοιο μ. ἔργα Θ. 453)· ἀλλ’ Ἡσ. Θεογ. 603, μ. ἔργα γυναικῶν, τὰ κακὰ τὰ ὑπὸ τῶν γυναικῶν τελούμενα· οὕτω, μ. κακὸν Εὐρ. Ρῆσ. 509· [[βλάβη]] Λυκόφρ. ἔνθ’ ἀνωτ.· [[ἀδρανίη]] Νικ. Θηρ. 248. ΙΙ. συνώνυμ. τῷ [[δύσκολος]], ἐπὶ προσώπων, [[δύστροπος]], Πλάτ. Ἱππ. Μείζ. 290Ε, πρβλ. Ruhnk. Τίμ.· ὄλεθρον φέρων, [[ἥρως]] Ἀνθ. Π. 7. 697· [[ἔθνος]] Διον. Π. 350· μέρμ. [[χρῆμα]], πανοῦργον [[ζῷον]], ἐπὶ ἀλώπεκος, Πλούτ. 2. 988Α· ἐπὶ θηρευτικοῦ κυνός, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Ὀππ. - Ἐπικ. [[λέξις]] ἐν χρήσει παρ’ Εὐρ. καὶ Πλάτ. ἔνθ’ ἀνωτ., καὶ παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις (ἴδε ἐν λ. [[μέριμνα]]· πρβλ. [[μέρμηρα]], [[μερμηρίζω]]).
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui cause du souci ; triste, pénible, terrible, funeste ; <i>pl. neutre</i> μέρμερα ἔργα IL <i>ou simpl.</i> μέρμερα IL des exploits terribles;<br /><b>2</b> qui médite, qui calcule ; fin, rusé.<br />'''Étymologie:''' R. Μερ, Σμερ, penser, avec redoubl. ; cf. [[μέριμνα]].
}}
}}

Revision as of 20:02, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μέρμερος Medium diacritics: μέρμερος Low diacritics: μέρμερος Capitals: ΜΕΡΜΕΡΟΣ
Transliteration A: mérmeros Transliteration B: mermeros Transliteration C: mermeros Beta Code: me/rmeros

English (LSJ)

ον,

   A baneful, Hom. (only in Il.) always in neut. pl., μέρμερα μητίσασθαι to devise mischief, 10.48; μ. ῥέζων 11.502; μ. μήσατο ἔργα 10.289, cf. 524; in Hom. always of warlike deeds, πολέμοιο μ. ἔργα 8.453; but μ. ῥέζων, of Zeus, Orph.Fr.21a; μ. ἔργα γυναικῶν the ills that women work, Hes.Th.603; μ. κακόν E.Rh. 509; βλάβη Lyc.949; ἀδρανίη Nic.Th.248.    II of persons, captious, fastidious, Pl.Hp.Ma.290e; ἔθνος Λατίνων D.P.350; μ. χρῆμα crafty creature, of a fox, Plu.2.988a; of a hound, Opp.C.1.490.— Ep. word, used in E. and Pl. ll. cc.

German (Pape)

[Seite 135] ον, sorgenvoll, mühe-, kummervoll; bei Hom. μέρμερα ἔργα, Il. 8, 453. 10, 289. 524, u. ohne subst., ἄνδρ' ἕνα τοσσάδε μέρμερ' ἐν ἤματι μητίσασθαι, ὅσσ' Ἕκτωρ ἔῤῥεξε, 10, 48, πεδίον κατὰ μέρμερα ῥέζων, 21, 217, vgl. 12, 502 (in der Od. kommt das Wort nicht vor), von Kriegsthaten, entweder mühvoll, schwierig, oder auch dem, gegen den sie vollbracht werden, Mühe u. Noth machend, verderblich, unheilvoll; u. so spricht Hes. Th. 603 von μέρμερα ἔργα γυναικῶν, verderbliche Werke der Weiber, die den Männern Unheil bereiten; μέρμερον κακόν, Eur. Rhes. 509. – Von Personen, schwierig, mürrisch, verdrießlich, mit dem man schwer fertig werden kann, Plat. Hipp. mai. 290 e. – Aber ἥρως μέρμερος, Christod. 3 (VII, 692), ist = der listige oder der große Thaten ausführt, wie κύων, vom Jagdhunde, Opp. Cyn. 409. – Uebh. verderblich, βλάβη, Lycophr. 429; ἀδρανίη, Nic. Th. 248. (Es hängt mit μέρος, μέριμνα zusammen.)

Greek (Liddell-Scott)

μέρμερος: -ον, ὡσαύτως α, ον, Λυκόφρ. 949· - ὁ πολλὴν φροντίδα καὶ ἀνησυχίαν προξενῶν, βλαπτικός, φθοροποιός, ὀλέθριος, Ὅμ. (μόνον ἐν τῇ Ἰλ.) ἀείποτε κατ’ οὐδ. πληθ., ἄνδρ’ ἕνα τοσσάδε μέρμερ’ ἐπ’ ἤματι μητίσασθαι, ἕνα ἄνδρα τοσαῦτα δεινὰ ἐν μιᾷ ἡμέρᾳ μηχανήσασθαι, Κ 48· μέρμερα ῥέζειν Λ. 502· ὡσαύτως, μέρμερα μήσατο ἔργα Κ. 289, πρβλ. 524· ἀείποτε ἐπὶ πολεμικῶν ἔργων (πλῆρες, πολέμοιο μ. ἔργα Θ. 453)· ἀλλ’ Ἡσ. Θεογ. 603, μ. ἔργα γυναικῶν, τὰ κακὰ τὰ ὑπὸ τῶν γυναικῶν τελούμενα· οὕτω, μ. κακὸν Εὐρ. Ρῆσ. 509· βλάβη Λυκόφρ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ἀδρανίη Νικ. Θηρ. 248. ΙΙ. συνώνυμ. τῷ δύσκολος, ἐπὶ προσώπων, δύστροπος, Πλάτ. Ἱππ. Μείζ. 290Ε, πρβλ. Ruhnk. Τίμ.· ὄλεθρον φέρων, ἥρως Ἀνθ. Π. 7. 697· ἔθνος Διον. Π. 350· μέρμ. χρῆμα, πανοῦργον ζῷον, ἐπὶ ἀλώπεκος, Πλούτ. 2. 988Α· ἐπὶ θηρευτικοῦ κυνός, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Ὀππ. - Ἐπικ. λέξις ἐν χρήσει παρ’ Εὐρ. καὶ Πλάτ. ἔνθ’ ἀνωτ., καὶ παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις (ἴδε ἐν λ. μέριμνα· πρβλ. μέρμηρα, μερμηρίζω).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui cause du souci ; triste, pénible, terrible, funeste ; pl. neutre μέρμερα ἔργα IL ou simpl. μέρμερα IL des exploits terribles;
2 qui médite, qui calcule ; fin, rusé.
Étymologie: R. Μερ, Σμερ, penser, avec redoubl. ; cf. μέριμνα.