ἐμπολάω: Difference between revisions
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
(Bailly1_2) |
(Autenrieth) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=-ῶ :<br /><i>impf.</i> [[ἠμπόλων]], <i>f.</i> ἐμπολήσω, <i>ao.</i> ἐνεπόλησα, <i>pf.</i> [[ἠμπόληκα]];<br /><i>Pass. ao.</i> ἠμπολήθην, <i>pf.</i> [[ἠμπόλημαι]];<br /><b>I.</b> faire du commerce, trafiquer, négocier, acheter, vendre;<br /><b>II.</b> <i>p. suite</i><br /><b>1</b> gagner : ἀμείνον ἐμπ. ESCHL avoir plus de succès, réussir;<br /><b>2</b> procurer <i>en gén.</i> : [[κέρδος]] SOPH un gain;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἐμπολάομαι-ῶμαι se procurer par le trafic : βίοτον πολύν OD des ressources abondantes.<br />'''Étymologie:''' [[ἐμπολή]]. | |btext=-ῶ :<br /><i>impf.</i> [[ἠμπόλων]], <i>f.</i> ἐμπολήσω, <i>ao.</i> ἐνεπόλησα, <i>pf.</i> [[ἠμπόληκα]];<br /><i>Pass. ao.</i> ἠμπολήθην, <i>pf.</i> [[ἠμπόλημαι]];<br /><b>I.</b> faire du commerce, trafiquer, négocier, acheter, vendre;<br /><b>II.</b> <i>p. suite</i><br /><b>1</b> gagner : ἀμείνον ἐμπ. ESCHL avoir plus de succès, réussir;<br /><b>2</b> procurer <i>en gén.</i> : [[κέρδος]] SOPH un gain;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἐμπολάομαι-ῶμαι se procurer par le trafic : βίοτον πολύν OD des ressources abondantes.<br />'''Étymologie:''' [[ἐμπολή]]. | ||
}} | |||
{{Autenrieth | |||
|auten=only [[mid]]. ipf., [[ἐμπολόωντο]], gained [[for]] [[themselves]] by trading, Od. 15.456†. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:26, 15 August 2017
English (LSJ)
impf.
A ἠμπόλων Ar.V.444, (ἀπ-) E.Tr.973: fut. -ήσω S.Ant.1063: aor. ἠμπόλησα, but in Is.11.43 ἐνεπόλησα (Scaliger for ἐνέπωλ-): pf. ἠμπόληκα S.Aj.978, Ar.Pax367; late ἐμπεπόληκα Luc.Cat.1:—Med. (v. infr.):—Pass., aor. ἠμπολήθην S.Tr.250: pf. ἠμπόλημαι, Ion. ἐμπ (ἐξ-) Hdt.1.1, S.Ant.1036:—get by barter or traffic, once in Hom., in Med., βίοτον πολὺν ἐμπολόωντο they were getting much substance by traffic, Od.15.456:—Act., get by sale, ἐξ ὧν [προβάτων etc.] ἐνεπόληλαν τετρακισχιλίας [δραχμάς] Is. l.c., cf. X.An.7.5.4: hence, earn, procure, τό γ' εὖ πράσσειν . . κέρδος ἐμπολᾷ S.Tr.93. 2 deal or trafficin, ἐμπολᾶτε τἀπὸ Σάρδεων ἤλεκτρον Id.Ant.1037; purchase, buy, Id.OT1025, Ar.V.444, Pax367,563, etc.; οὐκ ἐλεύθερος ἀλλ' ἐμποληθείς S.Tr.250:—Med., λαθραίαν ἐμπολωμένη Κύπριν E.Cret.7. 3 ἐ. τὴν ἐμὴν φρένα make profit of my mind by dealing with me, S.Ant. 1063. II abs., traffic, ἵν' ἐμπολᾷ βέλτιον Ar.Pax448; νυνὶ δὲ πεντήκοντα δραχμῶν ἐμπολῶ to the amount of 50 drachmae, ib.1201; οὐκέτ' ἐμπολῶμεν οὐδ' εἰς ἥμισυ Id.Th.452. 2 metaph., deal or fare in any way, ἠμποληκότα τὰ πλεῖστ' ἀμείνονα having dealt in most things with success, A.Eu.631; κάλλιον ἐμπολήσει will fare better in health, Hp.Morb.4.49; ἆρ' ἠμπόληκας ὥσπερ ἡ φάτις κρατεῖ; S.Aj. 978. III ἐμπολῶντο· ἐνεβάλλοντο, Hsch.
German (Pape)
[Seite 816] perf. ἠμπόληκα, aber auch ἐμπεπόληκα, Luc. Catapl. 1, vgl. ἀπεμπ. u. ἐξεμπ. (ἐμπολή); einkaufen, erhandeln; Hom. nur im med., βίοτον πολὺν ἐμπολόωντο, sie erhandelten viel Güter, Od. 15, 456; ἐμπολᾶτε τὸν πρὸς Σάρδεων ἤλεκτρον Soph. Ant. 1024; οὐκ ἐλεύθερος, ἀλλ' ἐμποληθείς Tr. 249; ἐμπολητός Phil. 415; Ar. Pax 367 u. öfter; für Verkauftes einnehmen, ἐξ ὧν (προβάτων, κριθῶν, οἴνου) ἐνεπόλησαν (Bekker noch ἐνεπώλησαν) τετρακισχιλίας δραχμάς Isae. 11, 43; οὐδ' ὀβολὸν ἐμπεπολήκαμεν, auch nicht einen Obolus haben wir eingenommen, verdient, Luc. Catapl. 1; übertr., τό γ' εὖ πράσσειν, ἐπεὶ πύθοιτο, κέρδος ἐμπολᾷ, trägt Gewinn ein, Soph. Tr. 93; ἀπὸ στρατείας γάρ μιν ἠμποληκότα τὰ πλεῖστ' ἀμείνον' εὔφροσιν, als er den Feldzug meist glücklich beendet, Aesch. Eum. 601; ἆρ' ἠμπόληκας; hast du es vollendet, den Gewinn erlangt, den du gewünscht, Soph. Ai. 957, wo Lob. zu vgl. Auch = verkaufen, verhandeln, δρέπανον πεντήκοντα δραχμῶν Ar. Pax 1201, wie 448 u. öfter; Xen. An. 7, 5, 4; übertr., τὴν ἐμὴν φρένα Soph. Ant. 1050, d. i. betrügen.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπολάω: παρατ. ἠμπόλων Ἀριστοφ. Σφ. 444, (ἀπ-) Εὐρ.: μέλλ. -ήσω Σοφ. Ἀντ. 1063: ἀόρ. ἠμπόλησα, ἀλλὰ παρ’ Ἰσαίῳ 88. 26 ἐνεπόλησα (πρβλ. ἐκκλησιάζω): πρκμ. ἠμπόληκα Τραγ.: - Μέσ., ἴδε κατωτέρω: - Παθ., ἀόρ. ἠμπολήθην Σοφ.: πρκμ. ἠμπόλημαι, Ἰων. ἐμπ- (ἐξ-) Ἡρόδ., Σοφ.: (συγγενὲς τῷ πωλέω, ὃ ἴδε)· κερδαίνω ἐμπορευόμενος, συσσωρεύω, ἅπαξ παρ’ Ὁμ., ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, βίοτον πολὺν ἐμπολόωντο, «ἐπραγμάτευον πωλοῦντες καὶ ἀγοράζοντες» (Σχόλ.), Ὀδ. Ο. 455· οὕτως ἐν τῇ ἐνεργ., λαμβάνω ἐκ πωλήσεως, ἐξ ὧν προβάτων, κτλ. ἐνεπόλησαν τετρακισχιλίας δραχμὰς Ἰσαῖος ἔνθ’ ἀνωτ., πρβλ. Ξεν. Ἀν. 7. 5, 4· - ἐντεῦθεν, φέρω, ἀποφέρω, τό γ’ εὖ πράσσειν... κέρδες ἐμπολᾷ Σοφ. Τρ. 93· κερδαίνω, κτῶμαι, δόξαν ἠμποληκότα Γρηγ. Ναζ. Ποίημ. 2. σ. 210, ἔκδ. Κολωνίας. 2) ἐμπορεύομαι, ἐμπολᾶτε τἀπὸ Σάρδεων ἤλεκτρον Σοφ. Ἀντ. 1037· ὠνοῦμαι, ἀγοράζω, σὺ δ’ ἐμπολήσας ἢ τυχών μ’ αὐτῷ δίδως; ὁ αὐτ. Ο. Τ. 1025, Ἀριστοφ. Σφ. 444, Εἰρήν. 367, 53· οὐκ ἐλεύθερος ἀλλ’ ἐμποληθεὶς Σοφ. Τρ. 250· ἀλλὰ τὸ ὠνέομαι ἦτο ἡ συνήθης λέξις ἐπὶ ταύτης τῆς ἐννοίας: - πρβλ. ἐμπολητός, ἐξεμπολάω. 3) ὡς μὴ ’μπολήσων ἴσθι τὴν ἐμὴν φρένα, ἤξευρε ὅτι δὲν θὰ ἐξαγάγῃς κέρδος ἐκ τοῦ σκοποῦ μου, Σοφ. Ἀντ. 1063, πρβλ. 1055, 1061. ΙΙ. ἀπολ., ἐμπορεύομαι, κάμνω πώλησιν, ἵν’ ἐμπολᾷ βέλτιον Ἀριστοφ. Εἰρ. 448· νυνὶ δὲ πεντήκοντα δραχμῶν ἐμπολῶ, ἡ πώλησίς μου φθάνει τὰς πεντήκοντα δραχμάς, αὐτόθι 1201· οὐκέτ’ ἐμπολῶμεν οὐδ’ ὡς ἥμισυ ὁ αὐτ. Θεσμ. 452. 2) μεταφ., πράττω ἢ κατορθῶ τι ἐπιτυχῶς, ἀπὸ στρατείας γὰρ ἠμποληκότα τὰ πλείστ’ ἄμεινον Αἰσχύλ. Εὐμ. 631· κάλλιον ἐμπολήσει ὁ ἄνθρωπος, θὰ βελτιωθῇ ἡ κατάστασις τοῦ (πάσχοντος) ἀνθρώπου, Ἱππ. 507. 34· ἠμπόληκας = πέπραγας: ἆρ’ ἠμπόληκας ὥσπερ ἡ φάτις κρατεῖ Σοφ. Αἴ. 978 (ἀλλ’ ἴσως τὸ ἠμπόληκά σ’ = προδέδωκά σ’ εἶναι ἡ ὀρθὴ γραφή).
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
impf. ἠμπόλων, f. ἐμπολήσω, ao. ἐνεπόλησα, pf. ἠμπόληκα;
Pass. ao. ἠμπολήθην, pf. ἠμπόλημαι;
I. faire du commerce, trafiquer, négocier, acheter, vendre;
II. p. suite
1 gagner : ἀμείνον ἐμπ. ESCHL avoir plus de succès, réussir;
2 procurer en gén. : κέρδος SOPH un gain;
Moy. ἐμπολάομαι-ῶμαι se procurer par le trafic : βίοτον πολύν OD des ressources abondantes.
Étymologie: ἐμπολή.
English (Autenrieth)
only mid. ipf., ἐμπολόωντο, gained for themselves by trading, Od. 15.456†.