παχύς: Difference between revisions
κείνους δὲ κλαίω ξυμφορᾷ κεχρημένους (Euripides' Medea 347) → I weep for those who have suffered disaster
(Bailly1_4) |
(Autenrieth) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=εῖα, ύ;<br /><b>I.</b> épais, gros, fort;<br /><b>1</b> <i>au propre, en parl. de choses ; en parl. de pers., dans Hom. (touj. en b. part)</i> : gros, bien nourri ; fort, solide;<br /><b>2</b> <i>fig., en b. part</i> opulent, riche ; [[οἱ]] παχέες HDT, [[οἱ]] παχεῖς AR les gros, les riches ; <i>en mauv. part</i> lourd, épais (<i>cf. lat.</i> crassa Minerva);<br /><b>II.</b> épaissi, épais;<br /><i>Cp.</i> [[πάσσων]], <i>Sp.</i> [[πάχιστος]].<br />'''Étymologie:''' R. Παγ, ficher, consolider ; cf. [[πήγνυμι]], <i>lat.</i> pinguis. | |btext=εῖα, ύ;<br /><b>I.</b> épais, gros, fort;<br /><b>1</b> <i>au propre, en parl. de choses ; en parl. de pers., dans Hom. (touj. en b. part)</i> : gros, bien nourri ; fort, solide;<br /><b>2</b> <i>fig., en b. part</i> opulent, riche ; [[οἱ]] παχέες HDT, [[οἱ]] παχεῖς AR les gros, les riches ; <i>en mauv. part</i> lourd, épais (<i>cf. lat.</i> crassa Minerva);<br /><b>II.</b> épaissi, épais;<br /><i>Cp.</i> [[πάσσων]], <i>Sp.</i> [[πάχιστος]].<br />'''Étymologie:''' R. Παγ, ficher, consolider ; cf. [[πήγνυμι]], <i>lat.</i> pinguis. | ||
}} | |||
{{Autenrieth | |||
|auten=ει<<><>>α, ύ ([[πήγνῦμι]]), comp. [[πάσσων]], [[sup]]. [[πάχιστος]]: [[thick]], [[stout]], as of a [[thick]] [[jet]] of [[blood]], Od. 22.18; or to [[indicate]] [[strength]] or [[fulness]], so [[with]] [[χείρ]]. Usually of men, [[but]] of Athēna, [[Penelope]], Il. 21.403, Od. 21.6. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:31, 15 August 2017
English (LSJ)
εῖα (Ion.
A -έα Hp.Superf.21), ύ, thick, stout, χειρὶ παχείῃ Il. 5.309, etc. ; παχέος παρὰ μηροῦ 16.473 ; παχὺν αὐχένα Od.9.372 ; π. πούς Hes.Op.497 ; of trees, ib.509 ; ῥίζα Thphr.HP6.3.1 ; later of persons, περὶ σφυρὸν παχεῖα, μισήτη γυνή thick-ankled, Archil.184 ; fat, οἱ παχύτατοι τῶν παίδων Hp.Aph.3.25 ; π. γυνή Id.Superf. l.c.; χοῖρος π., ὗς π., Ar.Ach.766, Men.21 : metaph., of soil, rich, fertile, X.Oec.17.8 (Comp.) ; π. τράπεζα a well-spread table, Philostr. VA3.26. Adv., παχέως διαιτᾶσθαι ibid. 2 of inorganic things, thick, massive, π. λᾶας Il.12.446 ; σκῆπτρον 18.416 ; αὐλὸς αἵματος Od.22.18 ; θρυαλλίδες Ar.Nu.59 ; πέδαι Id.V.435 ; π. δραχμή a thick drachma, i. e. the Aeginetan, which weighed more than the Attic, Poll.9.76, or (Hsch.), = δίδραχμον ; thick, coarse, opp. λεπτός, ἱμάτιον Pl.Cra.389b, cf. Poll.7.57,61, etc.; χλαῖναν . . παχεῖαν ἐπιβαλῶ Λακωνικήν Theopomp. Com.10 ; of hair, Arist.HA502a26 ; π. τὴν σάρκα, of the pig, Jul.Or.5.177c. Adv. coarsely, roughly, of stating or arguing, παχέως ὁρίζεσθαι, prob. for ταχέως, Arist.Pol.1275b25 ; παχύτερον or -έρως, Pl.Plt.294e, 295a. 3 of liquids, thick, curdled, clotted, αἷμα Il.23.697 ; ἀπορρέει . . παχὺ καὶ μέλαν Hdt.4.23 ; of marshwater, Hp.Aër.7 ; of urine, Id.Prog.12 ; τὸ παχύτερον τῶν γαλάκτων Arist.HA521b28 ; τὸ παχὺ τῆς δυνάμεως [τῶν οἴνων] Ath.1.33b. b τὰ παχέα καλούμενα νοσήματα, of certain diseases supposed to be due to thickened phlegm, Hp.Int.47,al. 4 in Com., fat, great, π. πρᾶγμα, χάρις, Ar.Lys.23, Ec.1048. 5 of timbre, thick, opp. λεπτός, Arist.Aud.803b29, cf. 804a10 (Comp.). Adv., κορώνη παχέα κρώζουσα Arat.953. 6 of speech, coarse, heavy, διάλεκτος παχυτέρα D.H.Pomp.2 ; παχύτερος τὴν λέξιν Id.Is.19 ; παχύτερον ποιεῖν τὸν λόγον Hermog.Id.1.6. b ample, of periphrasis, Longin.29.1 (Sup.). 7 of flame, dull, Thphr.HP5.9.3. II οἱ παχέες men of substance, the wealthy, Hdt.5.30,77,6.91 ; τοὺς π. καὶ πλουσίους Ar.Pax639 ; ὃς ἂν ᾖ π. Id.Eq.1139 ; ἀνὴρ π. Id.V.287 ; cf. πάχης. III Com. and Prose, thick-witted, gross, stupid, ἀμαθὴς καὶ π. Id.Nu.842 ; τὸ τῶν παχυτέρων πλῆθος Phld.Rh.1.202 S.; π. καὶ ἠλίθιοι, π. καὶ ἀπαίδευτοι, Luc.Alex.9,17 ; ἐς τὰς τέχνας π. καὶ οὐ λεπτοὶ οὐδὲ ὀξέες Hp.Aër.24 ; π. τὴν μνήμην Philostr.VS2.1.10 ; π. λόγος Gal.8.606. Adv., παχύτερον ἔχειν τῆς ἀκοῆς Hld.5.18. IV prov., πηλοῦ παχύτερος, of a dullard, Eun.Hist.p.265 D. V Adv. -έως, v. supr. VI Comp. πάσσων, ον, Od.6.230, 8.20, 24.369 ; πᾰχίων, ον, Arat.785 : Sup. πάχιστος Il.16.314, Call.Aet.Oxy. 2079.23 : regul. forms πᾰχύτερος, πᾰχύτατος (v. supr.). (I.-E. bhṇĝhú-, cf. Skt. bahús, Lett. biezs 'thick'.)
German (Pape)
[Seite 540] εῖα, ύ (mit πήγνυμι zusammenhangend), dick, feist, fett, fleischig, wohlbeleibt; χείρ, αὐχήν, μηρός, Hom. ll. 5, 309 u. öfter, 16, 473 Od. 9, 372. 10, 439, immer im guten Sinne, von kräftiger, stattlicher Fülle der Glieder; πούς, Hes. O. 499; περὶ σφυρὸν παχεῖα μισητὴ γυνή, poet. bei Schol. Ar. Avv. 1619, von einem liederlichen Weibe, das kurze Hacken hat, bald umfällt, χαμαιτύπ η. Bei Folgdn dick, gemästet, neben πολύσαρκος Luc. D. Mort. 10, 5, καὶ πιμελής de salt.; πάνυ παχὺς τὸ σῶμα, Ath. XII, 550 f; auch γῆ, Xen. oec. 17, 8. – Bei Her. 5, 30. 77. 6, 91. 7, 156 sind οἱ παχέες die Wohlgenährten, Dicken, die Wohlhabenden; vgl. Ar. Equ. 1144 Vesp. 287 Pax 640; u. so bei Hesych. οἱ πάχητες. – Auch von leblosen Dingen, von großem Umfange, dick, λᾶαν, ὃς πρ υμνὸς παχύς, αὐτὰρ ὕπερθεν ὀξ ύς, Il. 12, 446; σκῆπτρον παχύ, 18, 416; αἷμα παχὺ πτύοντα, dickes, geronnenes Blut, 23, 697; αὐλὸς αἵματος Od. 22, 18; ἐλάτας τε παχείας, Hes. O. 507; παχεῖαι θρ υαλλίδες, Ar. Nubb. 59; πέδαι, Vesp. 435; λεπτῷ ἱματίῳ ἢ παχεῖ, Plat. Crat. 389 b; vgl. Xen. Oec. 17, 3. – Uebtr., weil übermäßige Dicke des Leibes häufig dem Verstande schadet, stumpfsinnig, dumm, γνώσῃ δὲ σαυτὸν ὡς ἀμαθὴς εἶ καὶ παχύς, Ar. Nubb. 842; καὶ ἠλίθιος, Luc. Alex. 6. 9 u. a. Sp.; παχὺς εἰς τὰς τέχνας, καὶ οὐ λεπτοὶ οὐδὲ ὀξέες, Hippocr., zu stumpfsinnig für die Künste; παχύτερον ἔχει τῆς ἀκοῆς, d. i. etwas schwer hören, Heliod. 5, 18; παχὺς τὴν μνήμ ην, stumpf an Gedächtniß, Philostr. Auch von der Stimme, παχέα κρώζειν, dumpf krächzen, Arat Dios. 221. – Neben dem regelmäßigen compar. παχύτερος findet sich auch πάσσων; καί μιν μακρότερον καὶ πάσσονα θῆκεν ἰδέσθ αι, Od. 8, 20, vgl. 24, 369; u. παχίων, Arat. 758; u. ueben dem regelmäßigen superl. παχύτατος, Hippocr., auch πάχιστος, Il. 16, 314.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰχύς: εῖα, ύ, (√ΠΑΓ, πήγνυμι)· - ἁδρός, χονδρός, ὀγκώδης, μέγας, ἰσχυρός, χειρὶ παχείη, «τῇ ἰσχυρᾷ» (Ἡσύχ.), Ἰλ. Ε. 309, κτλ.· παχέος παρὰ μηροῦ Π. 473· παχύν αὐχένα Ὀδ. Τ. 372· π. ποὺς Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 495· ἐπὶ δένδρου, αὐτόθι 507, πρβλ. Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 3, 1· - ἀκολούθως, παχύς, παχύσαρκος, ἀντίθετ. τῷ ἰσχνὸς ἢ λεπτός, οἱ παχύτατοι τῶν παίδων Ἱππ. Ἀφ. 1248· π. γυνὴ 260. 30· χοῖρος π., ὗς π. Ἀριστοφ. Ἀχ. 769, Μένανδρ. ἐν «Ἁλιεῦσι» 1· - μεταφορ., ἐπὶ γῆς, ὡς τὸ Λατ. pinguis, γῆ ἡ μὲν λεπτοτέρα ἡ δὲ παχυτέρα Ξεν. Οἰκ. 17. 8· - π. τράπεζα, τράπεζα μετὰ ἀφθόνων ἐδεσμάτων, Φιλόστρ. 117· ἐπίρρ., παχέως διαιτᾶσθαι αὐτόθι. 2) ἐπὶ πραγμάτων, χονδρός, ὀγκώδης, π. λᾶας Ἰλ. Μ. 446· σκῆπτρον Σ. 416· αὐλὸς αἵματος (ἴδε αὐλὸς 2) Ὀδ. Χ. 18· θρυαλλίδες Ἀριστοφ. Νεφ. 59· πέδαι ὁ αὐτ. ἐν Σφ. 435· π. δραχμή, ἡ Αἰγιναία δραχμή, ἥτις εἶχε βάρος μεῖζον τοῦ τῆς Ἀττικῆς, «τὴν Αἰγιναίαν δραχμὴν μείζω τῆς Ἀττικῆς οὖσαν (δέκα γὰρ ὀβολοὺς Ἀττικοὺς ἴσχυεν) Ἀθηναῖοι παχεῖαν δραχμὴν ἐκάλουν, μίσει τῶν Αἰγινητῶν Αἰγιναίαν καλεῖν μὴ θέλοντες» Πολυδ. Ι΄, 76. - Καθ’ Ἡσύχ.: «παχείᾳ δραχμῇ· τὸ δίδραχμον, Ἀχαιός»· - ἐπὶ λινῶν ὑφασμάτων, χονδρός, ἁδρός, ἀντίθετον τῷ λεπτός, Πλάτ. Κρατ. 389Β, πρβλ. Πολυδ. Ζ΄, 57, 61, κτλ.· οὕτω, χλαῖναν ... παχεῖαν ἐπιβαλὼν Λακωνικὴν Θεόπομπ. Κωμικ. ἐν «Εἰρήνη» 5· ἐπὶ κόμης, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 8, 2· - ἐπίρρ., ὡς τὸ παχυλῶς, γενικῶς, ἐπὶ ὁρισμοῦ ἢ λογικῶν ἐπιχειρημάτων, παχέως ὁρίζεσθαι Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 2, 1· παχύτερον ἢ -έρως, Πλάτ. Πολιτ. 294Ε, 295Α· πρβλ. παχυλός. 3) ἐπὶ ὑγρῶν, πυκνός, πηκτός, αἷμα Ἰλ. Ψ. 697· ἀπορρέει ... παχὺ καὶ μέλαν Ἡρόδ. 4. 23, Ἱππ. π. Ἀέρ. 283· τὸ παχύτερον τῶν γαλάκτων Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 20, 6· τὸ παχὺ τῆς δυνάμεως τῶν οἴνων Ἀθήν. 33Β. 4) ἐν τῇ τῶν κωμικῶν γλώσσῃ, παχύς, μέγας, π. πρᾶγμα, χάρις, Ἀριστοφ. Λυσ. 23, Ἐκκλ. 1048. 5) ἐπὶ ἤχου, ἀντίθετ. τῷ λεπτός, Ἀριστ. π. Ἀκουστ. 57, 62· - Ἐπίρρ., παχέα κρώζειν Ἄρατ. 953. 6) ἐπὶ χαρακτῆρος λόγου, τραχύς, βαρύς, Διον. Ἁλ. πρὸς Γναῖον Πομπ. 2. ΙΙ. οἱ παχέες, οἱ ἔχοντες περιουσίαν, Ἡρόδ. 5. 30, 77., 6. 91· τοὺς παχεῖς καὶ πλουσίους Ἀριστοφ. Εἰρ. 639· ὃς ἂν ᾗ π. ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 1139· ἀνὴρ π. Σφ. 287· - Καθ’ Ἡσύχ.: «πάχητες· πλούσιοι. παχεῖς». ΙΙΙ. παρὰ τοῖς Κωμικ. καὶ πεζολόγοις, παχύνοος, χονδροκέφαλος, ἠλίθιος, βλάξ, ὡς τὸ Λατ. pinguis, crassus, ἀμαθὴς καὶ π. Ἀριστοφ. Νεφ. 842· π. καὶ ἠλίθιοι, π. καὶ ἀπαίδευτοι, Λουκ. Ἀλέξ. 9. καὶ 17· ἐς τὰς τέχνας π. καὶ οὐ λεπτοὶ οὐδὲ ὀξέες Ἱππ. 295. 24· π. τὴν μνήμην Φιλόστρ. 558· - οὕτως ἐν τῷ ἐπίρρ., παχύτερον ἔχειν τῆς ἀκοῆς Ἡλιόδ. 5. 18. ΙV. Παροιμ., παχεῖα παρὰ σφυρὸν γυνή, ἐπὶ μάχλου, ἀσελγοῦς γυναικός, πρβλ. Ἀρχίλ. 173 καὶ ἴδε χαμαιτύπη· πηλοῦ παχύτερος, ἐπὶ ἀνθρώπου ἠλιθίου, Εὐνάπ. V. Ἐπίρρ. -έως, ἴδε ἀνωτ. VI. Συγκρ. πάσσων, ον, Ὀδ. Ζ. 230, Θ. 20, Ω. 369· πᾰχίων, ον, Ἀρατ. 785· πρβλ. πάχετος ΙΙ· - ὑπερθ. πάχιστος, Ἰλ. Π. 314· οἱ ὁμαλοὶ τύποι, πᾰχύτερος, πᾰχύτατος, πρῶτον, παρ’ Ἱππ. καὶ Πλάτ.
French (Bailly abrégé)
εῖα, ύ;
I. épais, gros, fort;
1 au propre, en parl. de choses ; en parl. de pers., dans Hom. (touj. en b. part) : gros, bien nourri ; fort, solide;
2 fig., en b. part opulent, riche ; οἱ παχέες HDT, οἱ παχεῖς AR les gros, les riches ; en mauv. part lourd, épais (cf. lat. crassa Minerva);
II. épaissi, épais;
Cp. πάσσων, Sp. πάχιστος.
Étymologie: R. Παγ, ficher, consolider ; cf. πήγνυμι, lat. pinguis.
English (Autenrieth)
ει<<><>>α, ύ (πήγνῦμι), comp. πάσσων, sup. πάχιστος: thick, stout, as of a thick jet of blood, Od. 22.18; or to indicate strength or fulness, so with χείρ. Usually of men, but of Athēna, Penelope, Il. 21.403, Od. 21.6.