ἄλοχος: Difference between revisions
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
(21) |
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "") |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=([[λέχος]]): [[wife]]; epithets, [[μνηστή]], αἰδοιη, κυδρή, κεδνή, [[πολύδωρος]]. | |auten=([[λέχος]]): [[wife]]; epithets, [[μνηστή]], αἰδοιη, κυδρή, κεδνή, [[πολύδωρος]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:13, 17 August 2017
English (LSJ)
[ᾰ], ου, ἡ, (ἀ-copul., λέχος) poet.,
A partner of one's bed, wife, Il.1.114, Od.3.403, al., A.Pers.63, S.OT181, E.Fr.543, etc., cf. Arist.Pol.1253b7; ἄλοχον εἰς δόμους ἄγειν Theodect.13. 2 leman, concubine, Il.9.336, Od.4.623. II (ἀ- priv.) unwedded, ἄ. οὖσα τὴν λοχείαν εἴληχε, of Artemis, Pl.Tht.149b, cf. Porph.ad Il.11.155.
German (Pape)
[Seite 109] ἡ, 1) (ἀ copulat. u. λέχος), Bett-, Ehegenossin, Gattin, bei Dichtern; auch Kebsweib, Il. 9, 336, vgl. Od. 4, 623. 9, 115 Iliad. 21, 499; Gegensatz δούλη Iliad. 3, 409; Od. 14, 202 ἄλλοι υἱέες γνήσιοι ἐξ ἀλόχου (Scholl. v. l. ἀλόχων)· ἐμὲ δ' ὠνητὴ τέκε μήτηρ παλλακίς, ἀλλά με ἶσον ἰθαιγενέεσσιν ἐτίμα, Iliad. 1, 114 κουριδίη ἀ., μνηστή 9, 556, μνηστὴ κουριδίη 11, 242, πολύδωρος 6, 394. ἄλοχος δέσποινα Od. 3, 403, ἀ. θυμαρέα Iliad. 9, 336, κεδνὰ ἰδυῖα Od. 20, 57, θυμαρέα κεδνὰ ἰδυῖαν Od. 23, 232, φίλη Iliad. 6, 482, αἰδοίῃς Iliad. 6, 250. 21, 460 Od. 10, 11, ἰφθίμη Od. 12, 452, ἀντιθέη 11, 117, κεδνή 1, 432, ἀμφιδρυφής Iliad. 2, 700, οὐλομένη Od. 4, 92; ἄξομαι ἀμφοτέροις ἀλόχους Od. 21, 214; γήμαντι μνηστὴν ἄλοχον, εἰκυῖαν ἄκοιτιν Iliad. 9, 399; neben Ἕκτορος ἄλοχος, Τρώων ἄλοχοι Iliad. 6, 238, ἀριστήων Od. 11, 227, κουριδίη Μενελάου Il. 7, 392 u. s. w. Iliad. 14, 317 Ἰξιονίης ἀλόχοιο, Od. 3, 264 Ἀγαμεμνονέην ἄλοχον, wie z. B. σὴ ἄλοχος Iliad. 21, 512, ἡμέτεραι ἄλοχοι 2, 136; πρίν τινα πὰρ Τρ ώων ἀλόχῳ κατακοιμηθῆναι 2, 355. – 2) (ἀ privat. -λόχος) bei Plat. Theaet. 149 b die noch nicht geboren hat, Jungfrau, Artemis.
Greek (Liddell-Scott)
ἄλοχος: [ᾰ], -ου, ἡ, (α ἀθροιστ., λέχος, πρβλ. ἀκοίτης): ποιητ. λέξ., ἡ συμμετέχουσα τῆς αὐτῆς κλίνης μετά τινος, ἡ σύζυγος, ἡ γυνή, Ἰλ. Α. 114, Ὀδ. Γ. 403, καὶ ἀλλ. (πρβλ. κουρίδιος)· ἀκολούθως ἐν Αἰσχύλ. Πέρσ. 63, Σοφ. Ο. Τ. 183, Εὐρ., ὡσαύτως ἐν Ἀριστ. Πολ. 1. 3, 1· ἄλοχον εἰς δόμους ἄγειν, Κωμ. Ἀνών. 349. 2) ὡσαύτως = παλλακή, Ἰλ. Ι. 336, Ὀδ. Δ. 623. ΙΙ. (α στερητ.) ἡ μὴ ὕπανδρος, ἄγαμος, ἄλοχος οὖσα τὴν λοχείαν εἴληχε, περὶ τῆς Ἀρτέμιδος, Πλάτ. Θεαίτ. 149Β.
French (Bailly abrégé)
1ος, ον :
1 épouse;
2 concubine.
Étymologie: ἀ- cop., λέχος.
Syn. γαμετή, δάμαρ, εὐνήτρια, παράκοιτις, πάρευνος, ξυνάορος, σύγκοιτος, σύζυγος, ἄκοιτις, εὖνις², εὐνήτειρα.
English (Autenrieth)
(λέχος): wife; epithets, μνηστή, αἰδοιη, κυδρή, κεδνή, πολύδωρος.