ὑφαίνω: Difference between revisions
Ὦ ξεῖν’, ἀγγέλλειν Λακεδαιμονίοις ὅτι τῇδε κείμεθα τοῖς κείνων ῥήμασι πειθόμενοι. → Go tell the Spartans, stranger passing by, that here, obedient to their laws, we lie.
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "") |
(SL_2) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=ὑφόωσιν, ipf. iter. [[ὑφαίνεσκον]], aor. 1 [[ὕφηνα]]: [[weave]], [[ἱστόν]], ‘at the [[loom]].’ (The Greek [[loom]] stood [[upright]], [[like]] the Roman [[loom]] represented in the [[cut]], or [[like]] the Egyptian [[loom]] in [[cut]] No. 59.) Fig., [[devise]], [[contrive]], as we [[say]] ‘[[spin]],’ δόλον, μῆτιν, ι , Od. 4.678. | |auten=ὑφόωσιν, ipf. iter. [[ὑφαίνεσκον]], aor. 1 [[ὕφηνα]]: [[weave]], [[ἱστόν]], ‘at the [[loom]].’ (The Greek [[loom]] stood [[upright]], [[like]] the Roman [[loom]] represented in the [[cut]], or [[like]] the Egyptian [[loom]] in [[cut]] No. 59.) Fig., [[devise]], [[contrive]], as we [[say]] ‘[[spin]],’ δόλον, μῆτιν, ι , Od. 4.678. | ||
}} | |||
{{Slater | |||
|sltr=[[ὑφαίνω]] <br /> <b>1</b> [[weave]] met., [[create]] “ἀλλ' ἐμὲ χρὴ καὶ σὲ θεμισσαμένους [[ὀργὰς]] ὑφαίνειν λοιπὸν ὄλβον” (P. 4.141) [[ὑφαίνω]] δ Ἀμυθαονίδαισιν ποικίλον [[ἄνδημα]] (i. e. τὸν ὕμνον) fr. 179. | |||
}} | }} |
Revision as of 14:42, 17 August 2017
English (LSJ)
[ῠ], Ion. impf.
A ὑφαίνεσκον Od.19.149: fut. ὑφᾰνῶ Ar.Ec. 654 (anap.): aor. ὕφηνα Od.4.739, 13.303, Ar.Lys.586, etc.; later ὕφᾱνα, LXXJd.16.14, Inscr.Délos 442 A206 (ii B. C.), AP6.265 (Noss.), Hymn.Is.14; as Dor. form, B.5.9, al.: pf. ὕφαγκα (συν-) D.H.Comp. 18, (παρ-) Ph.Byz.Mir.2.5:—Med., v. infr.: aor. ὑφηνάμην Pl.Phd. 87b, X.Mem.3.11.6:—Pass., aor. ὑφάνθην Pl.Ti.72c, (ἐν-, συν-) Hdt. 1.203, 5.105: pf. ὕφασμαι Antiph.99, Luc.VH1.18, (ἐν-) Hdt. 3.47, (παρ-) X.Cyr.5.4.48, but 3sg. ὕφανται S.E.M.8.129; a form ὑφήφασμαι is cited in Suid., ὑφήφανται in Phryn.PSp.32 B., ὑφήφασται Choerob. in Theod.2.91 H., ὑφύφασται Zenod. ap. EM785.46, Eust.1436.51: cf. ἐξυφαίνω. [ῠ exc. in augm. tenses.]:—weave, freq. in Hom., who always joins ἱστὸν ὑφαίνειν (cf. ὑφάω), Il.6.456, Od.2.104, al.; except in 13.108, φάρε' ὑφαίνουσιν; so ὑ. ὕφασμα E.Ion 1417; χλαῖναν Ar.Lys.586; ἱμάτιον Pl.Hp.Mi.368c; ἐν εὐπήνοις ὑφαῖς ὑ. τι E.IT814; ἐν Ἐκβατάνοισι ταῦθ' ὑφαίνεται Ar.V.1143; ἀράχνια ὑ., of spiders, Arist.HA542a13, cf. 623a8: abs., weave, ply the loom, Hdt.2.35; αἱ ὑφαίνουσαι Arist.GA717a36; αἴγειροι πτελέαι τε ἐΰσκιον ἄλσος ὕφαινον Theoc.7.8 (cj. Heinsius for ἔφαινον):— Med., ἱμάτιον ὑφαίνεσθαι Pl.Phd.87b, cf. X.Mem.3.11.6 sq.:—Pass., λίθος ὑφαινομένη, i.e. asbestos, Str.10.1.6. II contrive, plan, of all schemes, good or bad, which are craftily imagined, freq. in Hom.; πυκινὸν δόλον ἄλλον ὕφαινε Il.6.187; ἔνδοθι μῆτιν ὑ. Od.4.678; ἐνὶ φρεσὶ μῆτιν ὑφήνας ib.739; μῆτιν ὕφαινε μετὰ φρεσίν Hes.Sc.28, cf. B.16.51; δόλους καὶ μῆτιν ὑ. Od.9.422; μύθους καὶ μήδεα πᾶσιν ὑ. Il.3.212, cf. Call.Fr.3ii10P. (Pass.); ταῦθ' ὕφηναν ἡμῖν ἐπὶ τυραννίδι this was the plot they laid against us to bring in tyranny, Ar.Lys. 630; πάντα . . ἐκ φρενὸς ὑφάνασα Hymn.Is.14:—Med., Nicopho 5: but ὑφαίνεται is f.l. for ὑφαίνετε in Lyr.Adesp.ap. Stob.1.5.11 (v. NauckTGF2p.xx). III generally, create, construct, οἰκοδομήματα Pl.Criti.116b; ὄλβον Pi.P.4.141; θεμείλια Φοῖβος ὑφαίνει he lays the foundation, Call.Ap.57; κηρὸν ὑ. Tryph.536:—Pass., ἀναίμου ὑφανθέντος [τοῦ σπληνός] Pl.Ti.72c. 2 compose, write, ποικίλον ἄνδημα (metaph. of an ode) Pi.Fr.179; ὕμνον B.5.9. (ὑφ-αίνω, cf. ὑφή, ὕφος, OE. wefan 'weave', Skt. ubhnāti 'hold together, cover, bind'.)
Greek (Liddell-Scott)
ὑφαίνω: [ῠ], Ἰων. παρατατ. ὑφαίνεσκον Ὀδ. Τ. 149· μέλλ. ὑφᾰνῶ Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 654· ἀόρ. ὕφηνα Ὀδ. Δ. 739, Ν. 303, Ἀττ. μεταγεν. ὕφᾱνα Ἀνθ. Π. 6. 265· πρκμ. ὕφαγκα (συν-) Διονύσ. Ἁλ. περὶ Συνθ. 18. ― Μέσ., ἴδε κατωτ.· ἀόρ. ὑφηνάμην Πλάτ., Ξεν.· ― Παθ., ἀόρ. ὑφάνθην Πλάτ. Τίμ. 72C (ἐν-, συν-) Ἡρόδ.· πρκμ. ὕφασμαι Ἀντιφάνης ἐν «Εὐπλοίᾳ» 2, Λουκ. περὶ Ἀληθ. Ἱστ. 1. 18, (ἐν-) Ἡρόδ. 3. 47· (παρ-) Ξεν. Κύρ. Παιδ. 5. 4, 48, ἀλλὰ γ΄ ἑνικ. ὕφανται Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 8. 139· τύπος τις ὑφήφασμαι μνημονεύεται ἐν τοῖς Α. Β. 20, Σουΐδ., ὑφύφασμαι δὲ παρ’ Εὐστ. 1436. 51, Ἐτυμολογικ. Μέγ. 785. 46, πρβλ. ἐξυφαίνω. (Ἐκ τῆς √ΥΦ παράγονται καὶ αἱ λέξεις ὑφάω, ὑφή, ὕφος· πρβλ. Σανσκρ. vabh ἐν τῷ ûrna-vabhis (ἡ ὑφαίνουσα νῆμα, δηλ. ἀράχνη)· Ἀρχ. Γερμ. web-an (ὑφαίνω, Ἀγγλ. to weave)· Ἀρχ. Σαξον. webbi· πρβλ. καὶ ὕμνος.) [ῠ, ἀλλ’ οὐχὶ ἐν τοῖς μετ’ αὐξήσεως χρόνοις.] Ὡς καὶ νῦν, ὑφαίνω, συχν. παρ’ Ὁμ., ἔνθα ἀείποτε μετὰ τῆς λέξεως ἱστός, ἱστὸν ὑφαίνειν (πρβλ. ὑφάω), Ἰλ. Ζ. 456, Ὀδ. Β. 104, κλπ.· πλὴν ἐν Ν. 108, φάρε’ ὑφαίνουσιν· οὕτως, ὑφ. ὕφασμα Εὐρ. Ἴων 1417· χλαῖναν Ἀριστοφ. Λυσ. 586· ἱμάτιον Πλάτ. Ἱππ. Ἑλάττ. 386C· ἐν εὐπήνοις ὑφαῖς ὑφαίνω τι Εὐρ. Ἰφιγ. ἐν Ταύρ. 814· ταῦτα ἐν Ἐκβατάνοισι Ἀριστοφ. Σφ. 1143· ἀράχνια ὑφ., ἐπὶ ἀραχνῶν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 8, 4. πρβλ. 9. 39, 3· ― ἀπολ., ὑφαίνουσι δὲ οἱ μὲν ἄλλοι ἄνω τὴν κρόκην ὠθέοντες, Αἰγύπτιοι δὲ κάτω Ἡρόδ. 2. 35· αἱ ὑφαίνουσαι Ἀριστ. περὶ Ζῴων Γεν. 1. 4, 6· ― ἐν Θεοκρ. 7. 8, ὁ Heinsius διώρθωσεν αἴγειροι πτελέαι τε ἐΰσκιον ἄλσος ὕφαινον (ἀντὶ ἔφαινον), ὡς τὸ τοῦ Οὐεργιλ. vites umbracula texunt. ― Μέσ., ἱμάτιον ὑφαίνεσθαι Πλάτ. Φαίδων 87Β, πρβλ. Ξεν. Ἀπομν. 3. 11. 6 κἑξ.· ― Παθ., λίθος ὑφαινομένη, δηλ. ἄσβεστος (ΙΙ. 2), ἀμίαντος, «ἐν δὲ τῇ Καρύστῳ καὶ ἡ λίθος φύεται ἡ ξαινομένη καὶ ὑφαινομένη, ὥστε τὰ ὕφη χειρόμακτρα γίνεσθαι, ῥυπωθέντα δὲ εἰς φλόγα βάλλεσθαι καὶ ἀποκαθαίρεσθαι» Στράβ. 446. ΙΙ. μηχανῶμαι, ἐφευρίσκω πανούργως, ὡς τὰ ῥήματα ῥάπτειν, ὑπορράπτειν, Λατ. texere, ἐπὶ πάσης ἐπινοίας καλῆς ἢ κακῆς μετά τινος δεξιότητος ἐπινοουμένης, συχν. παρ’ Ὁμ., πυκινὸν δόλον ἄλλον ὕφαινε Ἰλ. Ζ. 187· ἔνδοθε μῆτιν ὑφ. Ὀδ. Δ. 678. ἐνὶ φρεσί, μετὰ φρεσὶ μῆτιν ὑφήνας αὐτόθι 739, Ἡσ. Ἀσπὶς Ἡρ. 28· δόλους καὶ μῆτιν ὑφ. Ὀδ. Ι. 422· μύθους καὶ μήδεα πᾶσιν ὑφ. Ἰλ. Γ. 212· ταῦθ’ ὕφηναν ἡμῖν ἐπὶ τυραννίδι, ταῦτα παρεσκεύασαν ἐναντίον ἡμῶν διὰ νὰ εἰσαγάγωσι τὴν τυραννίδα, Ἀριστοφ. Λυσ. 630· πάντα... ἐκ φρενὸς ὑφάνασα Ἑλλ. Ἐπιγρ. 1028. 14. ― Μέσ., Σοφ. Ἀποσπ. 604, πρβλ. Νικοφῶντα ἐν «Πανδώρᾳ» 1. ΙΙΙ. καθόλου, δημιουργῶ, παρασκευάζω, κατασκευάζω, οἰκοδομήματα Πλάτ. Κριτί. 116Β· ὄλβον Πινδ. Π. 4. 250· θεμείλια Φοῖβος ὑφαίνει, καταβάλλει τὰ θεμέλια, Καλλιμ. ὕμν. Ἀπόλλ. 56· κηρὸν ὑφ. Τρυφιοδ. (γρ. Τριφ-.) 536. ― Παθ., ἅτε κοίλου καὶ ἀναίμου ὑφανθέντος (τοῦ σπληνὸς) Πλάτ. Τίμ. 72C. 2) ὡς τὸ Λατιν. texere, συντίθημι, συγγράφω, Πινδ. Ἀποσπ. 149 (170), Χριστοδ. Ἔκφρ. 70, κλπ.
French (Bailly abrégé)
f. ὑφανῶ, ao. ὕφηνα, pf. inus.
Pass. f. inus., ao. ὑφάνθην, pf. ὕφασμαι, ὕφασαι, ὕφανται, ὑφάσμεθα, ὕφασθε;
tisser : ἱστόν IL, OD une voile ; φάρε’ ὑφ. OD confectionner un voile ; fig. δόλον IL, μῆτιν OD ourdir une ruse, une intrigue ; συγγραφήν ÉL composer un écrit;
Moy. ὑφαίνομαι (ao. ὑφηνάμην) tisser pour soi : ἱμάτιον PLAT se tisser un vêtement.
Étymologie: R. Ὑφ, tisser ; cf. ὑφή, ὕμνος ; de i.-e. *Hebh, cf. web.
English (Autenrieth)
ὑφόωσιν, ipf. iter. ὑφαίνεσκον, aor. 1 ὕφηνα: weave, ἱστόν, ‘at the loom.’ (The Greek loom stood upright, like the Roman loom represented in the cut, or like the Egyptian loom in cut No. 59.) Fig., devise, contrive, as we say ‘spin,’ δόλον, μῆτιν, ι , Od. 4.678.
English (Slater)
ὑφαίνω
1 weave met., create “ἀλλ' ἐμὲ χρὴ καὶ σὲ θεμισσαμένους ὀργὰς ὑφαίνειν λοιπὸν ὄλβον” (P. 4.141) ὑφαίνω δ Ἀμυθαονίδαισιν ποικίλον ἄνδημα (i. e. τὸν ὕμνον) fr. 179.