διαφθείρω: Difference between revisions

From LSJ

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source
(Autenrieth)
(big3_11)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=fut. [[διαφθέρσει]], perf. διέφθορας: [[utterly]] [[destroy]]; perf., intrans., ‘thou [[art]] doomed,’ Il. 15.128.
|auten=fut. [[διαφθέρσει]], perf. διέφθορας: [[utterly]] [[destroy]]; perf., intrans., ‘thou [[art]] doomed,’ Il. 15.128.
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">• Morfología:</b> [impf. iter. διαφθείρεσκε Hdt.1.36; fut. ép. -θέρσω <i>Il</i>.13.625, jón. -φθερέω Hdt.5.51, át. -φθερῶ A.<i>A</i>.932, S.<i>OT</i> 438, en v. med. -φθερέομαι Hdt.8.108, en v. pas. -φθαρήσομαι Th.4.37; perf. ép. -έφθορα <i>Il</i>.15.128, át. -έφθαρκα E.<i>Med</i>.226, en v. med. 2<sup>a</sup> sg. [[διέφρασαι]] Ibyc.48; en v. med. plusperf. plu. 3<sup>a</sup> -εφθάρατο Hdt.8.90]<br /><b class="num">A</b> tr.<br /><b class="num">I</b> concr.<br /><b class="num">1</b> [[destruir]] πόλιν <i>Il</i>.13.625, τὰ τῶν Μυσῶν ἔργα Hdt.1.36, ἥδ' ἡμέρα φύσει σε καὶ διαφθερεῖ ese día será tu nacimiento y tu destrucción</i> S.<i>OT</i> 438, cf. Ar.<i>V</i>.1229, ἐὰν δὲ πολέμιοι ... διαφθείρωσι τὸν καρπόν <i>SEG</i> 21.644.13 (Ática IV a.C.), cf. Plb.5.19.8, τὰς τῶν ὑπεναντίων παρασκευάς Plb.1.48.1, τὰς [[γονάς]] Ph.2.306, τὴν γῆν LXX <i>Ie</i>.28.25, <i>Apoc</i>.11.18, cf. Herm.<i>Vis</i>.4.2.3, en v. pas. αἱ νέες Hdt.1.166, 8.90, And.<i>Myst</i>.142, cf. <i>IG</i> 2<sup>2</sup>.1629.749, 1631.143 (ambas IV a.C.), λιμῷ ... ἡ στρατιὴ διαφθερέεται Hdt.8.108, cf. 9.42, αὐτοὺς ὑπὸ τῆς σφετέρας στρατιᾶς Th.l.c., cf. Ph.1.218, abs. LXX 2<i>Re</i>.20.20, <i>Si</i>.47.22<br /><b class="num">•</b>[[romper]] σημαντήριον A.<i>A</i>.610, τινα ὑγιῆ λίθον <i>IG</i> 7.3073.33 (Lebadea II a.C.), τὴν γραφήν Plu.2.183b, en v. pas. ὁ διαφθαρεὶς λίθος <i>IG</i> 7.3073.35 (Lebadea II a.C.), ἐνφανίζει τὰ θυρώματα διεφθάρθαι <i>IG</i> 2<sup>2</sup>.1046.11 (I a.C.)<br /><b class="num">•</b>fig. [[matar]] ἐκείνους Hdt.9.88, τοὺς πλείστους Aen.Tact.4.9, τὸν μὲν Σκόπαν ... φαρμάκῳ Plb.18.54.6<br /><b class="num">•</b>en v. pas. ἐπὶ τοῖς ἱματίοις διαφθαρῆναι Antipho 2.2.5<br /><b class="num">•</b>[[sacrificar]] πρ(όβατα) ἓξ <i>POxy</i>.74.14 (II d.C.)<br /><b class="num">•</b>[[dilapidar]] τὰς οὐσίας Plb.6.9.6.<br /><b class="num">2</b> [[alterar]], [[corromper]] τοὺς μὲν χυμούς Gal.15.297<br /><b class="num">•</b>[[devorar]], [[picar]], [[apolillar]], <i>Eu.Luc</i>.12.33.<br /><b class="num">3</b> [[perder]] τὴν ἡμίσειαν τῆς δυνάμεως Plb.3.60.5<br /><b class="num">•</b>suj. mujer δ. τὰ ἔμβρυα [[abortar]] Hp.<i>Aph</i>.5.53, τὰ γεννώμενα διαφθείροντες abortando</i> Vett.Val.74.3, cf. 117.2, τὸ [[βρέφος]] Plu.2.242c, οὐκ ἀνδροκοιτήσει οὐδὲ διαφθερεῖ τὸ [[γάλα]] <i>PRoss.Georg</i>.18.316, cf. 74 (II d.C.), en v. med.-pas. mism. sent. τῶν διαφθαρεισέων τὰ ἔμβρυα de las que han abortado</i> Hp.<i>Mul</i>.1.72, en v. pas. πλεῖστα διαφθείρεται τῶν κυημάτων Arist.<i>HA</i> 583<sup>b</sup>13, abs. Hp.<i>Epid</i>.7.73, <i>Aph</i>.5.53, Is.8.36, de perras, X.<i>Cyn</i>.7.2.<br /><b class="num">II</b> fig.<br /><b class="num">1</b> [[echar a perder]], [[arruinar]] c. compl. abstr. ἡμῶν ὅπως μὴ τὴν τύχην διαφθερεῖς no sea que eches a perder nuestra suerte</i> S.<i>Ph</i>.1069, πρᾶγμα κάλλιστον Ar.<i>Pax</i> 323, νόστον σόν E.<i>Hel</i>.884, ἄελπτον πρᾶγμα ... ψυχὴν διέφθαρκ' E.<i>Med</i>.226, cf. <i>Hipp</i>.389, Aristid.Quint.2.6, τὴν συνουσίαν Pl.<i>Prt</i>.338d, τὰς τῆς φύσεως ... χάριτας Ph.2.308<br /><b class="num">•</b>perf. rad. διέφθορα sólo tr. en trag. y com. [[echar a perder]], [[arruinar]] τὰς ... ἐλπίδας S.<i>El</i>.306, τὰς φρένας E.<i>Hipp</i>.1014, τὸν λόγον Cratin.323, (μουσικήν) Pherecr.155.15.<br /><b class="num">2</b> en sent. moral [[corromper]], [[pervertir]] c. compl. ref. a pers. γνώμην μὲν ἴσθι μὴ διαφθεροῦντ' ἐμέ sábete que jamás pervertiré mi juicio, e.e. no lo desvirtuaré</i> A.<i>A</i>.932, cf. Ign.<i>Rom</i>.7.1, διαφθερέει σε ὁ ξεῖνος Hdt.5.51, cf. Lys.28.9, (ὁ προδότης) τὸ δὲ πλῆθος διαφθείρει Gorg.B 11a.17, τοὺς νεωτέρους Pl.<i>Ap</i>.25a, cf. 30b, D.Chr.43.10, τοὺς κριτάς D.21.5, τὴν ἐκείνου ψυχήν Plb.12.12b.2, τὰ ἤθη τῶν ἀνθρώπων D.S.16.54, en v. pas. ᾗ διέφθαρται [[βίος]] E.<i>Hipp</i>.376, τῶν ... διαφθειρομένων ἐπὶ χρήμασι D.18.45<br /><b class="num">•</b>tb. en perf. rad. act. [[corromper]] τὸν νεανίσκον ... διέφθορε Eup.367, τοῦτον τὸν ἄνδρ' Ar.<i>Fr</i>.506<br /><b class="num">•</b>[[corromper]], [[seducir]] τὴν σὴν γυναῖκα Lys.1.16, cf. 37, 13.68, Plu.<i>Galb</i>.12, τὴν κόρην <ὁ> διεφθορώς Men.<i>Fr</i>.5, en v. pas. E.<i>Ba</i>.318.<br /><b class="num">3</b> [[falsear]], [[falsificar]] τοὺς νόμους Isoc.18.11, τὸ [[γραμματεῖον]] Isoc.17.33, τὰ Ϝεϝαδεϙότα <i>IG</i> 9<sup>2</sup>(1).718.38 (Calión V a.C.), cf. <i>IG</i> 1<sup>3</sup>.21.48 (V a.C.).<br /><b class="num">4</b> [[aflojar]], [[dejar desfallecer]] χεῖρα δ' οὐ διαφθερῶ no dejaré que mi brazo desfallezca</i> E.<i>Med</i>.1055, οὐδὲν ... διαφθείρας ... τοῦ προσώπου Pl.<i>Phd</i>.117b.<br /><b class="num">B</b> intr. en v. med.-pas. y perf. rad. act.<br /><b class="num">I</b> sent. propio<br /><b class="num">1</b> de pers. y anim. [[estar perdido]] διέφθορας ¡estás perdido!</i>, <i>Il</i>.15.128<br /><b class="num">•</b>[[perecer]], [[perderse]], [[destruirse]] οἱ μὲν εὐθὺς διεφθείροντο Th.7.84, op. σῴζεσθαι Democr.B 252, διαφθαρῆναι πολὺ τοῦ στρατεύματος X.<i>An</i>.4.1.11, λιμῷ διαφθειρόμενοι Eus.<i>HE</i> 10.8.11, cf. <i>PLond</i>.982.7 (IV d.C.), c. ac. de rel. διέφθαρμαι [[δέμας]] S.<i>Tr</i>.1056<br /><b class="num">•</b>[[romperse]] οἱ ἵπποι τὰ σκέλεα διεφθάρησαν Hdt.8.28.<br /><b class="num">2</b> [[estar inutilizado, tullido, disminuido]] τῶν οὕτερος μὲν διέφθαρτο, ἦν γὰρ δὴ κωφός Hdt.1.34, cf. 38, c. ac. de rel. διεφθαρμένος ... τὰ ὄμματα Pl.<i>R</i>.517a<br /><b class="num">•</b>[[sentirse mal]], [[sentir dolor]] διεφθορέναι οἱ τὴν γαστέρα πρὸς τὴν ἀδηφαγίαν ᾐτιᾶτο Hld.2.19.6.<br /><b class="num">3</b> [[corromperse]], [[estar corrompido]] de cosas νεκροί Pl.<i>R</i>.614b, [[αἷμα]] διεφθορός Hp.<i>Mul</i>.2.134, Phryn.131, τὸ σπέρμα διαφθαρέν Thphr.<i>CP</i> 4.4.8, [[γάλα]] διεφθορὸς ἤδη I.<i>AI</i> 5.207, τὸ ῥεῦμα ... διαφθαρήσεται Gal.1.280, διεφθορότα σώματα Plu.2.87c, cf. 128d<br /><b class="num">•</b>[[echarse a perder]], [[retirarse]] διὰ τὸ τῆς Καλλιτύχης ἐν ἀσθενείᾳ διατεθείσης διεφθάρθαι τὸ ταύτης [[γάλα]] <i>BGU</i> 1109.11, cf. 1110.11 (ambos I a.C.), μὴ ἀνδροκοιτεῖν πρὸς τὸ μὴ διαφθαρῆναι τὸ [[γάλα]] <i>SB</i> 7619.18 (I d.C.).<br /><b class="num">II</b> sent. fig.<br /><b class="num">1</b> [[destruirse]], [[estar perdido]] διέφθαρτό τε τῷ Κροίσῳ ἡ [[ἐλπίς]] la esperanza de Creso quedó destruida</i> Hdt.1.80, ἢν ἁμάρτωσι ... φιλέουσι διαφθείρεσθαι si fallan ... suelen estar perdidos</i> Democr.B 228, μου τὸ δεινὸν καὶ διαφθαρὲν φρενῶν E.<i>Or</i>.297, c. ac. de rel. σὰς διέφθαρσαι φρένας E.<i>Hel</i>.1192.<br /><b class="num">2</b> en sent. moral [[echarse a perder]], [[estar corrompido]] ὑπὸ τῶν ... ἐπιθυμιῶν Isoc.8.104, ὑπὸ τῆς [[ἄγαν]] παιδείας διέφθορας estás corrompido por el exceso de cultura</i> Luc.<i>Sol</i>.3, c. ac. de rel. διεφθαρμένοι τὸν νοῦν 1<i>Ep.Ti</i>.6.5<br /><b class="num">•</b>[[corromperse]], [[estar lleno de maldad]], [[prevaricar]] καὶ πάλιν διέφθειραν ὑπὲρ τοὺς πατέρας αὐτῶν y de nuevo prevaricaron por encima de sus padres e.d. más que sus padres</i> LXX <i>Id</i>.2.19, διεφθάρησαν καὶ ἐβδελύχθησαν ἐν ἀνομίαις LXX <i>Ps</i>.52.2.
}}
}}

Revision as of 12:24, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαφθείρω Medium diacritics: διαφθείρω Low diacritics: διαφθείρω Capitals: ΔΙΑΦΘΕΙΡΩ
Transliteration A: diaphtheírō Transliteration B: diaphtheirō Transliteration C: diaftheiro Beta Code: diafqei/rw

English (LSJ)

fut.

   A -φθερῶ S.OT438, etc., Ep. -φθέρσω Il.13.625: pf. διέφθαρκα E.Med.226, Pl.Ap.30d, etc.; also διέφθορα (v. infr. 111):— Pass., fut. διαφθᾰρήσομαι Th.4.37; Ion. διαφθερέομαι Hdt.8.108, 9.42: 3pl. plpf. διεφθάρατο Id.8.90:—destroy utterly, πόλιν Il.13.625; ἔργα διαφθείρεσκε Hdt.1.36; make away with, kill, τινά Id.9.88, etc.; destroy, ruin, ἥδ' ἡμέρα φύσει σε καὶ διαφθερεῖ S.l.c.; τὴν τύχην Id.Ph.1069; δ. χεῖρα weaken, slacken one's hand, E.Med.1055; spoil, break, ὑγιῆ λίθον IG7.3073.33 (Lebad., ii B.C.); τὰ θυρώματα διεφθάρθαι IG22.1046.11; δ. τὴν συνουσίαν break up the party, Pl.Prt. 338d.    2 in moral sense, corrupt, ruin, γνώμην A.Ag.932; δ. τοὺς νέους, τοὺς νεωτέρους, Pl.Ap.30b, 25a; νεανίσκον συνὼν δ. Eup. 337; esp. corrupt by bribes, Hdt.5.51; ἀργυρίῳ δ. τινά Lys.28.9; διαφθειρομένων ἐπὶ χρήμασι D.18.45; δ. γυναῖκα seduce a woman, Lys.1.16, etc., cf. E.Ba.318 (Pass.); δ. τοὺς νόμους falsify, counterfeit them, Isoc.18.11; γραμματεῖον Id.17.33 (Pass., ib.24); τὰ φεφ αδηκότα IG9(1).334.37 (Locr., V. B.C.).    3 οὐδὲν διαφθείρας τοῦ χρώματος having changed nothing of his colour, Pl.Phd.117b.    4 of a woman, to lose by miscarriage or premature birth, ἔμβρυα, βρέφος, Hp.Aph.5.53, Plu.2.242c: abs., miscarry, Hp.Epid.7.73, Is.8.36:—Pass., τῶν διαφθαρεισῶν τὰ ἔμβρυα Hp.Mul.1.72.    5 lose, forget, E.Hipp.389.    6 = διάγω, dub. in Id.Fr.280.    II Pass., to be destroyed, δ. ἐπὶ τοῖς ἱματίοις to be murdered for the clothes he wore, Antipho 2.2.5; of animals, freq. in Pap., POxy.74.14 (ii A.D.), etc.; esp. to be crippled, disabled, Hdt.1.34; of ships, ib.166, And.1.142; to be spoilt, γάλα BGU1109.11 (i B.C.), cf. Th.7.84; to be corrupted, αἷμα Gal.15.297, al.; τὴν ἀκοὴν διεφθαρμένος deaf, Hdt.1.38; τὰ σκέλεα διεφθάρησαν had their legs broken, Id.8.28; διέφθαρμαι δέμας τὸ πᾶν S.Tr.1056; τὰ ὄμματα δ. blinded, Pl.R.517a; σὰς φρένας E.Hel.1192; τὸ φρενῶν διαφθαρέν, = φρενοβλάβεια, Id.Or.297, cf. X.Cyr.4.1.8: abs., διεφθαρμένος decomposed, of a corpse, Pl.R. 614b.    III pf. διέφθορα intr., to have lost one's wits, διέφθορας Il. 15.128; also in Hp., διεφθορὸς αἷμα corrupted blood, Mul.2.134; freq. in later Prose, γάλα δ. ἤδη J.AJ5.5.4; τὰ δ. σώματα Plu.2.87c, cf. 128e, Luc.Sol.3, etc.; but,    2 in Trag. and Com. always trans. (cf. Ammon.42, Moer.127), τὰς . . ἐλπίδας διέφθορεν S.El.306; τὰς φρένας διέφθορε . . μοναρχία E.Hipp.1014; τὸν λόγον δ. Cratin. 292, cf. Eup. l.c., Pherecr.145.15, Ar.Fr.490, Men.3.    IV aor. διέφθειρα intr., became corrupt, LXXJd.2.19.

German (Pape)

[Seite 611] ep. fut. διαφθέρσει Il. 13, 625; perf. διέφθαρκα Eur. Med. 226 Plat. Apol. 33 c u. A.; nach Moeris schlechter als διέφθορα, welches Il. 15, 128 intrans. ist, = verloren sein, μαινόμενε, φρένας ἠλέ, διέφθορας, vgl. Scholl. Nicanor.; vgl. Luc. Nigr. 15 u. s. Lob. Phryn. 160 f; – 1) zu Grunde richten, vernichten; πόλιν, Hom. Iliad. 13, 625; σῦς διαφθείρεσκε τὰ ἔργα, den Acker verwüsten, Her. 1, 36; tödten, 9, 88; διαφθαρέονται, sie werden umkommen, 9, 42; λιμῷ ἡ στρατιὴ διαφθαρέεται 8, 108; νῆες διεφθάρησαν 1, 166; διεφθαρέατο, = διεφθαρμένοι ἦσαν, 8, 90; στρατὸς διέφθαρται Aesch. Pers. 702; Ggstz von φύω Soph. O. R. 438; ἐλπίδας El. 298; διέφθαρμαι δέμας τὸ πᾶν Trach. 1045, u. öfter. So Thuc. u. a. Prosaiker; διεφθαρμένος, verfault, verwes't, Plat. Rep. X, 614 b; – dah. = abortiren, Hippocr.; Is. 8, 36. – 2) verschlimmern, im Ggstz von βέλτιον ποιεῖν, Plat. Apol. 24 d; von körperlichen Zuständen, τὴν ἀκοὴν διεφθαρμένος, taub, Her. 1, 38. vgl. διεφθαρμένος τὰ ὄμματα Plat. Rep. VII, 517 a; διέφθαρτο, er war verkrüppelt, Her. 1, 34; οὐδὲν τρέσας, οὐδὲ διαφθείρας οὔτε τοῦ χρώματος οὔτε τοῦ προσώπου, ohne sich zu entfärben od. die Miene zu verziehen, Plat. Phaed. 117 b; τοὺς ὀφθαλμούς Xen. An. 4, 5, 12; seltner τῷ σώματι, Luc. D. D. 13, 2; – γυναῖκα δ., neben μοιχεύω, Lys. 13, 66; τὴν κόρην διεφθορώς Men. Adelph. fr. 6; τὸν νεανίσκον συνὼν διέφθορεν Eupol. fr. inc. 51; – auch vom Geist; τὴν γνώμην Aesch. Ag. 1239; τὴν φρόνησιν διαφθαρέντες neben ὑπερήφανοι γενόμενοι Isocr. 12, 196; λύ πῃ σὰς διέφθαρσαι φρένας Eur. Hel. 1208, wie wir: den Verstand nehmen, schwächen; so ὁ νοῦς ὑπ οἴνου Isocr. 1, 32; τὸ διαφθαρὲν φρενῶν, = φρενοβλάβεια, Eur. Or. 297. – Die Gesinnung verderben, verführen, Her. 5, 51; τοὺς νέους Plat. Euthyphr. 2 c u. öfter; bes. = bestechen, καὶ ὠνεῖ σθαί τινα Dem. 9, 45, wie διεφθαρμένος κο ὶ πεπρακὼς ἑαυτόν 19, 13; νομ ῇ χρημάτων τὸν δῆμον Aesch. 2, 76; ἀργυρίῳ Arist. pol. 2. 6, 14; u. ohne Zusatz, Her. 5, 51. – Auch von Sachen, τὸ γραμματεῖον, verfälschen, Isocr. 17, 23; wie νόμους 18, 11.

Greek (Liddell-Scott)

διαφθείρω: μέλλ. -φθερῶ, Ἐπ. -φθέρσω, Ἰλ. Ν. 625· πρκμ. διέφθαρκα Εὐρ. Μηδ. 226, κτλ.· ὡσαύτως διέφθορα, ἴδε κατωτ. ΙΙΙ. - Παθ., μέλλ. διαφθᾰρήσομαι Θουκ. 4. 37, Ἰων. διαφθερέομαι Ἡρόδ. 8. 108., 9. 42· γ΄ πληθ. ὑπερσ. διεφθάρατο ὁ αὐτ. 8. 90. Ἐντελῶς καταστρέφω, πόλιν Ἰλ. Ν. 625· ἔργα Ἡρόδ. 1. 36, καὶ Ἀττ., καταστρέφω, τινὰ αὐτ. 9, 88, κτλ.· καταστρέφω, ἐξολοθρεύω, Σοφ. Ο. Τ. 438, πρβλ. Φ. 1069· δ. χέρα, ἐξασθενῶ τὴν χεῖρά τινος, Εὐρ. Μηδ. 1055· ἀνατρέπω ἅρμα, Λυσ. Ἀποσπ. 2. 5· καθιστῶ πλοῖόν τι ἀνίκανον πρὸς πλοῦν, Ἡρόδ. 1. 166, 167, Ἀνδοκ. 18. 32, κτλ. (πρβλ. καταδύω)· δ. τὴν συνουσίαν, διαλύω τὴν συναναστροφήν, Πλάτ. Πρωτ. 338D· - ἀπολ. = διόλλυμι, ἀντίθ. σῴζω Εὐρ. Ἱππ. 389. 2) ἐπὶ ἠθικῆς ἐννοίας, διαφθείρω, καταστρέφω, γνώμην τινὸς Αἰσχύλ. Ἀγ. 932· δ. τοὺς νέους, τοὺς νεωτέρους Πλάτ. Ἀπολ. 25Α, 30Β, κτλ.· - ἰδίως διαφθείρω διὰ δώρων, Λατ. corrumpere, Ἡρόδ. 5. 51· ἀργυρίῳ δ. τινὰ Λυσ. 180. 17· ἐπὶ χρήμασι Δημ. 241. 1· - δ. γυναῖκα, ἐξαπατῶ, Λυσ. 93. 16, κτλ.· πρβλ. Εὐρ. Βάκχ. 318· - δ. τοὺς νόμους, πλαστογραφῶ, κιβδηλεύω αὐτούς, Ἰσοκρ. 373Β. 3) οὐδὲν διαφθείρας τοῦ χρώματος Πλάτ. Φαίδωνι 117Β. ΙΙ. Παθ., καταστρέφομαι, ἀποκτείνομαι, ἐξαφανίζομαι, δ. ἐπὶ τοῖς ἱματίοις, φονεύομαι διὰ τὰ ἐνδύματα, ἅτινα φορῶ, Ἀντιφῶν 117. 1· ἰδίως γίνομαι χωλός, ἀνάπηρος, ἀκρωτηριάζομαι, Ἡρόδ. 1. 34, 166, κτλ.· τὴν ἀκοὴν διεφθαρμένος, κωφός, ὁ αὐτ. 1. 38· τὰ σκέλεα δ., τὰ σκέλη ἔχοντες τεθραυσμένα, ὁ αὐτ. 8. 28· διέφθαρμαι δέμας τὸ πᾶν Σοφ. Τρ. 1056· τὰ ὄμματα δ., τυφλός, Πλάτ. Πολ. 517Α· τὰς φρένας Εὐρ. Ἑλ. 1192· τὸ φρενῶν διαφθαρὲν = φρενοβλάβεια, Εὐρ. Ὀρ. 297· - ἀπολ., διεφθαρμένος, κατεστραμμένος ὑλικῶς ἢ ἠθικῶς, Πλάτ. Πολ. 614Β. ΙΙΙ. ὁ πρκμ. διέφθορα εἶναι ἀμετάβ. παρ’ Ὁμ., εἶμαι χαμένος (πρβλ. τὸ ἀνωτέρω τελευταῖον χωρίον τοῦ Εὐρ.), διέφθορας Ἰλ. Ο. 128· καὶ οὕτω παρὰ τοῖς μεταγεν. πεζοῖς, ἀλλὰ συνήθως κατὰ μετοχ. (ὡς ἐν τῷ παρέφθορα), διεφθορὸς αἷμα, διεφθαρμένον, μεμολυσμένον, Γαλην.· γάλα δ. ἤδη Ἰώσηπ. Ι. Α. 5. 5, 4· τὰ δ. σώματα Πλούτ. 2. 87C, πρβλ. 128Ε, πρβλ. Λουκ. Σολοικ. 3 (ἴδε πλείονα παρὰ Λοβ. Φρύν. 160)· - ἀλλά, 2) παρὰ τοῖς δοκίμοις τῶν Ἀττ. ἀείποτε μεταβ., τὰς… ἐλπίδας διέφθορεν Σοφ. Ἠλ. 306· τὰς φρένας διέφθορε… μοναρχία Εὐρ. Ἱππ. 1013 (ἔνθα ἴδε Valck)· τὸν λόγον δ. Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 156, πρβλ. Φερεκρ. Χειρ., Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 418, Μένανδ. Ἀδελφ. 6.

French (Bailly abrégé)

f. διαφθερῶ, ao. διέφθειρα, pf.1 διέφθαρκα, pf.2 tr. ou intr. διέφθορα;
Pass. ao.2 διεφθάρην, pf. διέφθαρμαι;
A. tr. I. détruire : πόλιν IL une ville ; αἱ νῆες διεφθάρησαν HDT les vaisseaux furent détruits ; δ. τινα faire périr qqn ; διεφθαρμένος τὴν ἀκοήν HDT, τὰ ὄμματα PLAT privé de l’ouïe, de la vue ; ou simpl. διέφθαρτο HDT il était atteint d’infirmité (sourd et muet) ; διέφθαρμαι δέμας τὸ πᾶν SOPH tout mon corps est détruit ; τὴν φρόνησιν διαφθαρείς ISOCR qui a perdu la raison;
II. mettre à mal, d’où
1 endommager, gâter : γραμματεῖον ISOCR falsifier un écrit ; νόμους ISOCR altérer les lois;
2 corrompre, séduire : γυναῖκα LYS une femme ; au mor. τοὺς νέους PLAT corrompre les jeunes gens ; ἐπὶ χρήμασι DÉM ou simpl. διαφθείρειν τινά corrompre qqn à prix d’argent;
3 perdre par avortement, acc. ; abs. avorter;
B. pf.2 διέφθορα;
• tantôt au sens tr. (seul. us. chez les Att.) : δ. τὰς φρένας EUR faire perdre la raison ; δ. τὰς ἐλπίδας SOPH détruire les espérances;
• tantôt au sens intr. : διέφθορα IL tu es perdu ; διεφθορότα σώματα PLUT corps en putréfaction.
Étymologie: διά, φθείρω.

English (Autenrieth)

fut. διαφθέρσει, perf. διέφθορας: utterly destroy; perf., intrans., ‘thou art doomed,’ Il. 15.128.

Spanish (DGE)

• Morfología: [impf. iter. διαφθείρεσκε Hdt.1.36; fut. ép. -θέρσω Il.13.625, jón. -φθερέω Hdt.5.51, át. -φθερῶ A.A.932, S.OT 438, en v. med. -φθερέομαι Hdt.8.108, en v. pas. -φθαρήσομαι Th.4.37; perf. ép. -έφθορα Il.15.128, át. -έφθαρκα E.Med.226, en v. med. 2a sg. διέφρασαι Ibyc.48; en v. med. plusperf. plu. 3a -εφθάρατο Hdt.8.90]
A tr.
I concr.
1 destruir πόλιν Il.13.625, τὰ τῶν Μυσῶν ἔργα Hdt.1.36, ἥδ' ἡμέρα φύσει σε καὶ διαφθερεῖ ese día será tu nacimiento y tu destrucción S.OT 438, cf. Ar.V.1229, ἐὰν δὲ πολέμιοι ... διαφθείρωσι τὸν καρπόν SEG 21.644.13 (Ática IV a.C.), cf. Plb.5.19.8, τὰς τῶν ὑπεναντίων παρασκευάς Plb.1.48.1, τὰς γονάς Ph.2.306, τὴν γῆν LXX Ie.28.25, Apoc.11.18, cf. Herm.Vis.4.2.3, en v. pas. αἱ νέες Hdt.1.166, 8.90, And.Myst.142, cf. IG 22.1629.749, 1631.143 (ambas IV a.C.), λιμῷ ... ἡ στρατιὴ διαφθερέεται Hdt.8.108, cf. 9.42, αὐτοὺς ὑπὸ τῆς σφετέρας στρατιᾶς Th.l.c., cf. Ph.1.218, abs. LXX 2Re.20.20, Si.47.22
romper σημαντήριον A.A.610, τινα ὑγιῆ λίθον IG 7.3073.33 (Lebadea II a.C.), τὴν γραφήν Plu.2.183b, en v. pas. ὁ διαφθαρεὶς λίθος IG 7.3073.35 (Lebadea II a.C.), ἐνφανίζει τὰ θυρώματα διεφθάρθαι IG 22.1046.11 (I a.C.)
fig. matar ἐκείνους Hdt.9.88, τοὺς πλείστους Aen.Tact.4.9, τὸν μὲν Σκόπαν ... φαρμάκῳ Plb.18.54.6
en v. pas. ἐπὶ τοῖς ἱματίοις διαφθαρῆναι Antipho 2.2.5
sacrificar πρ(όβατα) ἓξ POxy.74.14 (II d.C.)
dilapidar τὰς οὐσίας Plb.6.9.6.
2 alterar, corromper τοὺς μὲν χυμούς Gal.15.297
devorar, picar, apolillar, Eu.Luc.12.33.
3 perder τὴν ἡμίσειαν τῆς δυνάμεως Plb.3.60.5
suj. mujer δ. τὰ ἔμβρυα abortar Hp.Aph.5.53, τὰ γεννώμενα διαφθείροντες abortando Vett.Val.74.3, cf. 117.2, τὸ βρέφος Plu.2.242c, οὐκ ἀνδροκοιτήσει οὐδὲ διαφθερεῖ τὸ γάλα PRoss.Georg.18.316, cf. 74 (II d.C.), en v. med.-pas. mism. sent. τῶν διαφθαρεισέων τὰ ἔμβρυα de las que han abortado Hp.Mul.1.72, en v. pas. πλεῖστα διαφθείρεται τῶν κυημάτων Arist.HA 583b13, abs. Hp.Epid.7.73, Aph.5.53, Is.8.36, de perras, X.Cyn.7.2.
II fig.
1 echar a perder, arruinar c. compl. abstr. ἡμῶν ὅπως μὴ τὴν τύχην διαφθερεῖς no sea que eches a perder nuestra suerte S.Ph.1069, πρᾶγμα κάλλιστον Ar.Pax 323, νόστον σόν E.Hel.884, ἄελπτον πρᾶγμα ... ψυχὴν διέφθαρκ' E.Med.226, cf. Hipp.389, Aristid.Quint.2.6, τὴν συνουσίαν Pl.Prt.338d, τὰς τῆς φύσεως ... χάριτας Ph.2.308
perf. rad. διέφθορα sólo tr. en trag. y com. echar a perder, arruinar τὰς ... ἐλπίδας S.El.306, τὰς φρένας E.Hipp.1014, τὸν λόγον Cratin.323, (μουσικήν) Pherecr.155.15.
2 en sent. moral corromper, pervertir c. compl. ref. a pers. γνώμην μὲν ἴσθι μὴ διαφθεροῦντ' ἐμέ sábete que jamás pervertiré mi juicio, e.e. no lo desvirtuaré A.A.932, cf. Ign.Rom.7.1, διαφθερέει σε ὁ ξεῖνος Hdt.5.51, cf. Lys.28.9, (ὁ προδότης) τὸ δὲ πλῆθος διαφθείρει Gorg.B 11a.17, τοὺς νεωτέρους Pl.Ap.25a, cf. 30b, D.Chr.43.10, τοὺς κριτάς D.21.5, τὴν ἐκείνου ψυχήν Plb.12.12b.2, τὰ ἤθη τῶν ἀνθρώπων D.S.16.54, en v. pas. ᾗ διέφθαρται βίος E.Hipp.376, τῶν ... διαφθειρομένων ἐπὶ χρήμασι D.18.45
tb. en perf. rad. act. corromper τὸν νεανίσκον ... διέφθορε Eup.367, τοῦτον τὸν ἄνδρ' Ar.Fr.506
corromper, seducir τὴν σὴν γυναῖκα Lys.1.16, cf. 37, 13.68, Plu.Galb.12, τὴν κόρην <ὁ> διεφθορώς Men.Fr.5, en v. pas. E.Ba.318.
3 falsear, falsificar τοὺς νόμους Isoc.18.11, τὸ γραμματεῖον Isoc.17.33, τὰ Ϝεϝαδεϙότα IG 92(1).718.38 (Calión V a.C.), cf. IG 13.21.48 (V a.C.).
4 aflojar, dejar desfallecer χεῖρα δ' οὐ διαφθερῶ no dejaré que mi brazo desfallezca E.Med.1055, οὐδὲν ... διαφθείρας ... τοῦ προσώπου Pl.Phd.117b.
B intr. en v. med.-pas. y perf. rad. act.
I sent. propio
1 de pers. y anim. estar perdido διέφθορας ¡estás perdido!, Il.15.128
perecer, perderse, destruirse οἱ μὲν εὐθὺς διεφθείροντο Th.7.84, op. σῴζεσθαι Democr.B 252, διαφθαρῆναι πολὺ τοῦ στρατεύματος X.An.4.1.11, λιμῷ διαφθειρόμενοι Eus.HE 10.8.11, cf. PLond.982.7 (IV d.C.), c. ac. de rel. διέφθαρμαι δέμας S.Tr.1056
romperse οἱ ἵπποι τὰ σκέλεα διεφθάρησαν Hdt.8.28.
2 estar inutilizado, tullido, disminuido τῶν οὕτερος μὲν διέφθαρτο, ἦν γὰρ δὴ κωφός Hdt.1.34, cf. 38, c. ac. de rel. διεφθαρμένος ... τὰ ὄμματα Pl.R.517a
sentirse mal, sentir dolor διεφθορέναι οἱ τὴν γαστέρα πρὸς τὴν ἀδηφαγίαν ᾐτιᾶτο Hld.2.19.6.
3 corromperse, estar corrompido de cosas νεκροί Pl.R.614b, αἷμα διεφθορός Hp.Mul.2.134, Phryn.131, τὸ σπέρμα διαφθαρέν Thphr.CP 4.4.8, γάλα διεφθορὸς ἤδη I.AI 5.207, τὸ ῥεῦμα ... διαφθαρήσεται Gal.1.280, διεφθορότα σώματα Plu.2.87c, cf. 128d
echarse a perder, retirarse διὰ τὸ τῆς Καλλιτύχης ἐν ἀσθενείᾳ διατεθείσης διεφθάρθαι τὸ ταύτης γάλα BGU 1109.11, cf. 1110.11 (ambos I a.C.), μὴ ἀνδροκοιτεῖν πρὸς τὸ μὴ διαφθαρῆναι τὸ γάλα SB 7619.18 (I d.C.).
II sent. fig.
1 destruirse, estar perdido διέφθαρτό τε τῷ Κροίσῳ ἡ ἐλπίς la esperanza de Creso quedó destruida Hdt.1.80, ἢν ἁμάρτωσι ... φιλέουσι διαφθείρεσθαι si fallan ... suelen estar perdidos Democr.B 228, μου τὸ δεινὸν καὶ διαφθαρὲν φρενῶν E.Or.297, c. ac. de rel. σὰς διέφθαρσαι φρένας E.Hel.1192.
2 en sent. moral echarse a perder, estar corrompido ὑπὸ τῶν ... ἐπιθυμιῶν Isoc.8.104, ὑπὸ τῆς ἄγαν παιδείας διέφθορας estás corrompido por el exceso de cultura Luc.Sol.3, c. ac. de rel. διεφθαρμένοι τὸν νοῦν 1Ep.Ti.6.5
corromperse, estar lleno de maldad, prevaricar καὶ πάλιν διέφθειραν ὑπὲρ τοὺς πατέρας αὐτῶν y de nuevo prevaricaron por encima de sus padres e.d. más que sus padres LXX Id.2.19, διεφθάρησαν καὶ ἐβδελύχθησαν ἐν ἀνομίαις LXX Ps.52.2.