γάιδαρος
Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος → Maeroris unica medicina oratio → für Menschen ist der Trauer Arzt allein das Wort
Greek Monolingual
και γάδαρος, ο (θηλ. γαϊδούρα και γαδούρα και γαϊδάρα, η και ουδ. γαϊδούρι και γαδούρι και γαϊδάρι, το) (Μ γαϊδάριον και γαϊδούριον και γαϊδούριν, το)
κοινή ονομασία του κατοικίδιου υποείδους και των άγριων ειδών που ανήκουν στο γένος equus
νεοελλ.
1. (για ανθρώπους) αγενής, αφιλότιμος, ανάγωγος
2. φρ. α) «κατά φωνή κι ο γάιδαρος» — για τους εμφανιζόμενους τη στιγμή ακριβώς που γίνεται λόγος γι' αυτούς
β) «όπου δεν μπορεί να ξεθυμάνει στον γάιδαρο ξεθυμαίνει στο σαμάρι» — γι' αυτούς που εκδικούνται σε βάρος ανίσχυρων αθώων
γ) «είπ' ο γάιδαρος τον πετεινό κεφάλα» — γι' αυτούς που αποδίδουν σε άλλους ελαττώματα που έχουν οι ίδιοι σε πολύ μεγάλο βαθμό
δ) «κάποιου χάριζαν γάιδαρο και τον κοίταζε στα δόντια» — για πολύ απαιτητικούς
ε) «έδεσε τον γάιδαρό του» — εξασφαλίστηκε ή εξασφάλισε τα προς το ζην
στ) «δεν ξέρει να μοιράσει δυο γαϊδάρων άχυρα» — για άνθρωπο ανόητο και ανίκανο να κάνει κάτι
ζ) «δυο γάιδαροι μαλώνανε σε ξένο αχυρώνα» — για ανθρώπους που φιλονικούν σε χώρο που δεν τους ανήκει ή για θέμα που δεν τους αφορά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. γάιδαρος < μσν. γαϊδάριον. Η λ. γαϊδάριον είναι πιθ. σημιτικής προελεύσεως και μάλιστα αραβική, προερχόμενη από ένα αφηρημένο ουσ. που σημαίνει «αδικία, σκληρότητα, βαναυσότητα κ.λπ. Είναι δυνατόν η λ. να μη δήλωνε αρχικά το ίδιο το ζώο, αλλά κάποια ιδιότητά του ή τόπο προελεύσεώς του ή ακόμη και το φορτίο. Παλαιότερα είχε υποστηριχθεί η σχέση της λ. με το ουσ. γάδος «μπακαλιάρος», λόγω φωνητικής αλλά και σημασιολογικής ομοιότητας, επειδή η λ. γάδος είχε ερμηνευθεί ως όνος. Όμως η υπόθεση αυτή έχει για πολλούς λόγους καταρριφθεί, είναι δε συχνό το φαινόμενο της ονομασίας των ζώων της θάλασσας με ονόματα ζώων της ξηράς. Η λ. όνος που διατηρήθηκε και στη νέα Ελληνική είναι συχνότατη σε παροιμίες των αρχαίων και εκτός από το θηλαστικό και το ψάρι δηλώνει και αρκετά άλλα πράγματα. Το νεοελλ. γαϊδούρι < μσν. γαϊδάριον ή κατ' άλλους γαϊδούρι < (καρ)γαδούρι < (βενετ.) cargatore «γομάρι».
ΠΑΡ. νεοελλ. γαϊδουράκι, γαϊδουράς, γαϊδουρήσιος, γαϊδουριά, γαϊδουριάρης, γαϊδουρίζω, γαϊδουρινός, γαϊδουροσύνη.
ΣΥΝΘ. μσν.-νεοελλ. γα(ϊ)δουρολάτης
νεοελλ.
γαϊδουραγγουριά, γαϊδουράγκαθο, γαϊδουράνθρωπος, γαϊδουρόβηχας, γαϊδουρογουστέρα, γαϊδουρογυρεύω, γαϊδουρογυρίζω, γαϊδουροδένω, γαϊδουροκαβάλα, γαϊδουροκαθίζω, γαϊδουροκαλόκαιρο, γαϊδουροκέφαλος, γαϊδουρόκομπος, γαϊδουροκυλίστρα, γαϊδουρομούλαρο, γαϊδουροπόδαρο, γαϊδουροφέρνω, γαϊδουροφωνάρα, γαϊδουρόψωρα].