ιάλλω
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
Greek Monolingual
ἰάλλω, αττ. τ. ἱάλλω (Α)
1. ρίχνω, εκτοξεύω, εκσφενδονίζω («ὀϊστὸν ἀπὸ νευρῆφιν ἴαλλεν», Ομ. Ιλ.)
2. στέλνω, εξαποστέλλω («κἀπὶ Δωδώνης... θεοπρόπους ἴαλλεν», Αισχύλ.)
3. βρίσκω
4. φεύγω, τρέχω ή πετώ
5. φρ. α) «περὶ χερσὶ δὲ δεσμόν ἴηλα» — έβαλα δεσμά στα χέρια του (Ομ. Ιλ.)
β) «ἐπ' ὀνείατα χεῑρας ἴαλλον» — άπλωναν τα χέρια στα φαγητά (Ομ. Οδ.)
γ) «έτάροις επί χεῑρας ἴαλλεν» — σήκωνε το χέρι να χτυπήσει τους συντρόφους (Ομ. Οδ.)
δ) «ἄριστον ἀτιμίῃσιν ἰάλλειν» — να περιβάλλει τον άριστο με ατιμίες (Ομ. Οδ.)
ε)«ἰάλλω ἴχνος» — πατώ το πόδι μου ώστε να φαίνεται η πατημασιά μου (Νίκ.)
στ) «ίάλλω ύλακήν» — γαβγίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ανάγεται σε ἰ-αλ-ψω και εμφανίζει ενεστωτικό αναδιπλασιασμό (ι-), ο οποίος διατηρείται και στους άλλους χρόνους (πρβλ. μέλλ. ἰαλώ, αόρ. ἰῆλαι). Η δασύτητα του τ. ἱάλλω, που μαρτυρείται στον Ηρωδιανό και στους τ. φιαλείς, φιαλούμεν (Αριστοφάνης) αντί επ-ιαλ-, μπορεί να ερμηνευθεί από σύνδεση του με το ἅλλομαι «πηδώ». Φαίνεται όμως πιθανότερο ότι η δασύτητα αυτή οφείλεται σε παρετυμολογική σύνδεση του ἱάλλω με το ἵημι «ρίχνω». Το ἰάλλω συνδέεται ετυμολογικώς με τον αρχ. ινδ. αθέματο ενεστ. (με αναδιπλασιασμό) iy-ar-ti «θέτω σε κίνηση».
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) αρχ. απιάλλω, εξιάλλω, επιάλλω, επιπροϊάλλω, εσιάλλω, περιιάλλω, προϊάλλω, φιάλλω.