οἴγω

From LSJ
Revision as of 19:48, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

τὸ κηρύκειον ἢ τὴν μάχαιραν → peace or the sword

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἴγω Medium diacritics: οἴγω Low diacritics: οίγω Capitals: ΟΙΓΩ
Transliteration A: oígō Transliteration B: oigō Transliteration C: oigo Beta Code: oi)/gw

English (LSJ)

Hes.Op.819, etc. ; later οἴγνυμι, AP9.356 (Leon.) : fut.

   A οἴξω E.Cyc.502 : aor. ᾦξα Il.24.457 ; but augm. forms usu. have ὠϊ- in Ep. (v. infr.) ; part. οἴξας Il. (v. infr.) : Ion. pf. Pass. ὤϊκται Herod.4.55 : the compd. ἀνοίγνυμι or ἀνοίγω (q. v.) is much commoner, cf. also διοίγνυμι :—open, οἴξασα κληῖδι θύρας Il.6.89 ; τῇσι θύρας ὤϊξε ib.298 ; οἴγειν κλῇθρα προσπόλοις λέγω E.HF332 ; ξενῶνας οἴξας Id.Alc.547, cf. Com.Adesp.1211 : abs., ᾦξε γέροντι he opened the door for the old man, Il.24.457 ; also [οἶνον] . . ὤϊξεν ταμίη she opened the wine, Od.3.392 ; οἶγε πίθον open the wine-jar, Hes. l. c. ; πρὸς φίλους οἴγειν στόμα A.Pr.611 :—Pass., πᾶσαι δ' ὠΐγνυντο (v.l. ὠΐγοντο, i. e. ὠείγ-, in PHib.21) πύλαι Il.2.809, 8.58 ; οἰχθέντος Ὡρᾶν θαλάμου Pi.Fr.75.14 ; ἡ θύρη . . ὤϊκται Herod. l. c. (Aeol. inf. ὀείγην IG12(2).6.43 (Mytil.) ; part. ὀείγων Alc.225 Lobel : prob. ὀ-ϝ ειγ- and ὀ-ϝῐγ-, cf. Skt. véga- 'quick movement' ; cf. ἐπῴχατο, προσοίγνυμι.)

Greek (Liddell-Scott)

οἴγω: Ἡσ., κλ.· μεταγεν. οἴγνυμι Ἀνθ. Π. 9. 356 (πρβλ. ἀνοίγνυμι)· μέλλ. οἴξω Εὐρ. Κύκλ. 502· ἀόρ. ᾦξα Ἰλ. Ω 457· ἀλ’ οἱ Ἐπικ. συνήθως διαιροῦσι τὴν δίφθογγον εἰς τοὺς μετ’ αὐξήσεως τύπους, ὤϊξεν, ὤϊξαν· μετοχ. οἴξας Ἰλ. - Παθ., ἴδε κατωτ.· - τὸ σύνθετον ἀνοίγνυμι ἢ ἀνοίγω εἶναι πολλῷ συνηθέστερον, ἴδε ἐν λέξ.· καὶ διοίγνυμι. Ἀνοίγω, οἴξασα κληῖδα θύρας Ἰλ. Ζ. 89· τῇσι θύρας ὤιξε αὐτόθι 298· οἴγειν κλῇθρα προσπόλοις λέγω Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 332· ξενῶνας οἴξας ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκ. 547· ἀπολ., ᾦξε γέροντι, ἀνέῳξε τὴν θύραν εἰς τὸν γέροντα, Ἰλ. Ω. 457· ὡσαύτως, [[[οἶνον]]] ... ὤιξεν ταμίη, ἤνοιξε τὸν οἶνον, Ὀδ. Γ. 392· οἶγε πίθον, ἄνοιξον τὸν πίθον, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 817· πρὸς φίλους οἴγειν στόμα Αἰσχύλ. Πρ. 611· ξενῶνας οἶγε Κωμ. Ἀνών. 17. - Παθ., πᾶσαι δ’ ὠΐγνυντο πύλαι Ἰλ. Β. 809., Θ. 58· οἰχθέντος θαλάμου Πινδ. Ἀποσπ. 45. 13· ὅταν ἅπαξ οἰχθῇ [ἡ ὑστέρα] Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 10. 7, 5.

French (Bailly abrégé)

f. οἴξω, ao. ᾦξα, pf. inus.
Pass. ao. ᾤχθην, pf. ἔῳγμαι;
ouvrir : τι, qch (une porte, la bouche, etc.) ; abs. οἴγειν τινί IL ouvrir la porte à qqn.
Étymologie: DELG faits obscurs.

English (Slater)

οἴγω
   1 open οἰχθεισᾶν πυλᾶν (“durchs Tor, das sich öffnete” Radt, Mnem., 1966, 150̆{1}) (N. 1.41) ]ντας οἴγειν[ (Snell, sed alia possis) Πα. 12. a. 13. φοινικεάνων οἰχθέντος ὡρᾶν θαλάμου fr. 75. 14.

Greek Monolingual

οἴγω και ὀείγω και οἴγνυμι (Α)
(ποιητ. τ.)
1. ανοίγωοἴξασα κληΐδα θύρας», Ομ. Ιλ.)
2. φρ. «οἴγω στόμα» — ανοίγω το στόμα μου, αρχίζω να μιλώ (Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η μαρτυρία στα ομηρικά κείμενα τών τ. ἀνέῳγον και ὠίγνυντο παρουσιάζει πολλά προβλήματα. Πολλοί θεωρούν αρχικό τ. το λεσβ. ὀείγω (< Fείγω), στη μηδενισμένη βαθμίδα του οποίου ανάγεται το ομηρικό ὠίγννυτο (< Fιγνυται, Fίγνυτο). Κατά την ίδια άποψη, οι τ. ἀναοίγεσκον, ἀνέῳγε, ἀνέῳξε πρέπει να αναχθούν σε αμάρτυρους αρχικούς τ. ἀν-ο-Fείγεσκον, ἀν-όFειγε, ἀν-ό-Fειξε (πρβλ. και επείγω), όπου το -ο- είναι πρόθεση ή πρόθημα (πρβλ. -[ΙΙ]). Οι αττ. τ., πάντως, ἀνέῳγε, ἀνέῳξε προϋποθέτουν θ. -Fοιγ- και αύξηση - ( ἀν-η-Fοιγ-) και ο τελικός σχηματισμός τους σε αν-έ-ῳγ- οφείλεται πιθ. σε αναλογική επίδραση τύπων όπως ἐᾱγην (< ηFᾰγ-), ἑᾱλων (< ηFᾰλ-), ἐώρων (< ηFορ-), που προέρχονται από αντιμεταχωρηση. Σε ρίζα Fειγ-, Fιγ- εκτός από τα ελλ. οἴγω, ὀείγω θα μπορούσαν να αναχθούν τα αρχ. ινδ. vijate, vejate «απωθώ, απομακρύνω» και vega «βίαιη κίνηση». Πολλοί μάλιστα πιστεύουν ότι η αρχική σημ. τών οἴγω / οἴγνυμι ήταν «ωθώ, σπρώχνω», από όπου «ανοίγω την πόρτα». Από τους τ. οἴγω και οἴγνυμι ο θεματικός ενεστ. οἴγω είναι αρχαιότερος. Το ρ. οἴγω, τέλος, εμφανίζεται συχνότερα συνθ. με την πρόθεση ἀν(ά). Βλ. και λ. ανοίγω].

Greek Monotonic

οἴγω: οἴγνυμι, σε Ανθ.· μέλ. οἴξω, αόρ. αʹ ᾦξα, επίσης Επικ. ὤϊξα — Παθ., Επικ. γʹ πληθ. παρατ. ὠΐγνυντο, αόρ. αʹ ὠΐχθην· ανοίγω, ὤϊξα θύρας, σε Ομήρ. Ιλ.· απόλ., ᾦξε γέροντι, άνοιξε την πόρτα στον ηλικιωμένο άντρα, στο ίδ.· (οἶνον) ὤϊξεν ταμίη, άνοιξε το κρασί διαπερνώντας το πώμα του, σε Ομήρ. Οδ.· πρὸς φίλους οἴγειν στόμα, σε Αισχύλ.