σίνομαι
κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes
English (LSJ)
Aeol. σίννομαι dub. in Sapph.12; 2sg. pres. or aor. subj.
A σίνηαι Od.12.139: Ion. impf. σινέσκετο, -οντο, Hes.Fr.117, Od.6.6: fut. σινήσομαι f.l. in Hp.Mul.1.52: aor. 3pl. ἐσίναντο Hdt.8.31, -έατο Id.7.147 codd.:—codd. give a form σινέομαι in Hdt.4.123, 5.81, Hp. Morb.4.41,53, etc.; but σίνομαι is the only form in Hom., and prob. should be restored everywhere:—Act. σίνω Ion. for βλάπτω acc. to Gal.15.662; σίνομαι Pass., IG22.1126.42 (Amphict. Delph.), Orph. A.211. [ῑ in the Verb (exc. perh. in Sapph.12); ῐ in σίνις, σίνος, ἀσῐνής.] I harm, hurt, do one harm or mischief, Hom., only in Od. (but v. infr. 11, and cf. σίντης), of plunderers and marauders, οἵ σφεας σινέσκοντο, of the Cyclopes who used to plunder the Phaeacians, Od.6.6; ὅτε μοι σίνοιτό γ' ἑταίρους, of Scylla destroying Odysseus' comrades, 12.114; εἰ δέ κε σίνηαι (sc. Ἠελίου βόας) 11.112, cf. ἀσινής; οὐ σινέσκετο καρπόν Hes.Fr.117; in later Ep., ἀλώπηξ . . σινομένα τὰν τρώξιμον plundering the grapes, Theoc.1.49; σ. ἔπαυλα καὶ . . ἄνδρας AP6.262 (Leon.), cf.A.R.1.951,1260, etc.; in Prose, pillage, waste a country, Hdt.5.74, 6.97, 8.31; τὴν Μηδικήν X.Cyr.5.5.4; waste, destroy the crops, Hdt.1.17, 4.123; αἰ δέ κα σίνηται [τοὺς καρπούς], ἀποτεισάτω τὰ ἐπιτίμια ὁ σινόμενος GDI5040.28 (Crete), cf. Tab.Heracl.1.129, X.Cyr. 3.3.15; ἐὰν ὑποζύγιον . . σίνηταί τι τῶν πέλας Pl.Lg.936e. II generally, injure, αἰδώς, ἥ τ' ἄνδρας μέγα σίνεται Hes.Op.318 (interpol. in Il.24.45, v. Sch.), cf. Phld.Piet.p.93 G.; [ὁ κροκόδειλος] οὐδὲν σ. τὸν τροχίλον Hdt.2.68; τὴν ἕδραν τοῦ ἵππου μὴ σ. not to hurt his back, X. Eq.12.9, cf. Thphr.HP9.18.3; αἰ δὲ σίναιτο ἀφακεσάσθω if he damages the utensils, he must make it good, Mnemos.57.208 (Argos, vi B.C.); esp. in war, injure, harass, σ. τὸν στρατόν Hdt.5.27; τοὺς πολεμίους μέγα σ. Id.7.147, cf. 9.49, X.An.3.4.16; opp. ὠφελεῖν, Id.Lac.12.5.—Never in Trag., once in Pl., freq. in X.; once in non-literary Pap., BGU248.17 (i A.D.).
German (Pape)
[Seite 883] ion. σινέομαι (s. oben),gew. nur praes. u. impf., Her. 8, 31 hat auch den aor. ἐσινάμην, wegrauben, Menschen od. Vieh als Beute wegschleppen, also von räuberischen od. sonst feindseligen Anfällen; bei Hom. immer von lebenden Wesen: ὅτε μοι σίνοιτό γ' ἑταίρους, Od. 12, 114, wenn sie (die Skylla) mir die Gefährten wegraffen od. räuberisch anfallen sollte; eben so von den Kyklopen, οἵ σφεας σινέσκοντο, welche die Phäaken räuberisch anzufallen pflegten, 6, 6; vom Raube der Rinder des Helios durch Odysseus, 11, 112. 12, 139. – Bei Her. gew. von dem Schaden, den ein Kriegsheer dem andern zufügt, σίνεσθαι τὸν στρατόν, τοὺς πολεμίους μέγα ἐσινέατο, μεγάλως Ἀθηναίους ἐσινέοντο, Her. 1, 17. 5, 27. 81. 7, 147. 9, 49. 51; Xen. An. 3, 4, 16, wo die v. l. ἐπέκειντο ist. – Auch von leblosen Dingen, wie οὐ σινέσκετο καρπόν, Hes. frg. 2, 3; γῆν, χώραν σίνεσθαι, ein Land berauben, ausplündern, Her. 6, 97. 8, 31. 9, 13. 31; Xen. Cyr. 3, 3, 15. 5, 5, 4; πολεμίους, Lac. 12, 5. – Uebh. beschädigen, unglücklich machen, im Ggstz von ὀνίνημι, αἰδὼς ἄνδρας μέγα σίνεται ἠδ' ὀνίνησιν, Il. 24, 45; Hes. O. 320; oft bei Her. u. den Att., ἐὰν ὑποζύγιον σίνηταί τι τῶν πέλας, Plat. Legg. XI, 936 e; Xen. Equit. 12, 9; verwunden, Her. 2, 68. – Das act. scheint nicht vorzukommen, aber Orph. Arg. 211, σίνετο δὲ σφυρὰ δισσά, ist es passivisch, = ἐβλάφθη zu nehmen, er war an beiden Füßen beschädigt, wie sich auch das perf. σεσιμμένος in einer Inschrift findet.
Greek (Liddell-Scott)
σίνομαι: Αἰολ. σίννομαι Σαπφὼ 14· β΄ ἑνικ. σίνηαι Ὀδ. Μ. 139· Ἰων. παρατ. σινέσκετο, -οντο Ἡσ. Ἀποσπ. 137 Marksch., Ὀδ. Ζ. 6· ― μέλλ. σινήσομαι Ἱππ. 610. 10· ― ἀορ. γ΄ πληθ. ἐσίναντο Ἡρόδ. 8. 31, -έατο 7. 147· ― τὰ Ἀντίγραφα ἔχουσι τὸν τύπον σινέομαι ἐν Ἡροδ. 4. 123., 5. 81, κτλ., Ἱππ. 500. 47 κἑξ., 510. 52· ἀλλὰ ὁ τύπος σίνομαι εἶναι ὁ μόνος παρ’ Ὁμ., καὶ πιθανῶς διορθωτέον οὕτως ἁπανταχοῦ, ἴδε Δινδ. Διάλ. Ἡροδ. σ. xlii· - τὸ ἐνεργ. σίνω δὲν ἀπαντᾷ (εἰμὴ παρὰ Γαληνῷ). ἀλλὰ τὸ σίνομαι κεῖται ὡς παθ. ἐν Ὀρφ. Ἀργ. 212. (Ἐκ τῆς √ΣΙΝ παράγονται ὡσαύτως τὰ σίνος, σίνις, σίντωρ, Σίντιες, Σίνων, σινάμωρος). [ῑ παρ’ Ὁμ., Ἡσ. καὶ μεταγεν. Ἐπικ.· ἀλλὰ ῐ ἐν τῷ ἀσινής· καὶ ὁ Αἰσχύλ. δὲ καὶ ὁ Σοφ. ἔχουσι σίνος, σίνις μετὰ ῐ]. Ι. βλάπτω, ἐπιφέρω βλάβην ἢ ζημίαν εἴς τινα, παρ’ Ὁμήρ., ὅστις ποιεῖται χρῆσιν τοῦ ῥήματος μόνον ἐν τῇ Ὀδ. (ἀλλ’ ἴδε κατωτ. ΙΙ, καὶ πρβλ. σίντης) ἐπὶ λῃστῶν, οἳ σφέας σινέσκοντο, ἐπὶ Κυκλώπων, οἱ ὁποῖοι ἐλῄστευον καὶ διήρπαζον τὰ τῶν Φαιάκων, Ὀδ. Ζ. 6· ὅτε μοι σίνοιτό γ’ ἑταίρους, ἐπὶ τῆς Χαρύβδεως, ἥτις κατέστρεψε τοὺς συντρόφους του, Μ. 114· εἰ δέ κε σίνηαι (ἐξυπακ. Ἠελίου βόας) Λ. 112, Μ. 139 (πρβλ. βόες ἀσινέες αὐτόθι 110)· οὕτως, οὐ σινέσκετο καρπὸν Ἡσ. Ἀποσπ. 2. 3· καὶ παρὰ μεταγενεστ. Ἐπικ., ἀλώπηξ ... σινομένα τὰν τρώξιμον, διαρπάζουσα τὰς σταφυλάς, Θεόκρ. 1. 49· σ. ἔπαυλα καὶ ... ἄνδρας Ἀνθ. Π. 6. 272, πρβλ. Ἀπολλ. Ροδ. Α. 951, 1260, κτλ.· - οὕτω παρὰ τοῖς Ἴωσι πεζογράφοις, διαρπάζω, λαφυραγωγῶ, λῃστεύω χώραν, Ἡρόδ. 5. 74, 2., 6. 97, 2., 8. 31, 3· καταστρέφω, φθείρω τὰ γεννήματα, ὁ αὐτ. 1. 17, 3., 4. 123, 1· οὕτως ἔν τινι Κρητικῇ ἐπιγραφῇ, αἱ δέ κα σίνηται [τοὺς καρπούς], ἀποτεισάτω τὰ ἐπιτίμια ὁ σινόμενος Συλλ. Ἐπιγρ. 2556. 28· ἔν τινι Δελφικῇ ἐπιγραφῇ, 1688. 42· ἔν τινι Σικελικῇ ἐπιγραφ. 5774. 81· σ. τὴν Μηδικὴν Ξεν. Κύρ. 5. 5, 4, πρβλ. 3. 3, 5· ἐὰν ὑποζύγιον ... σίνηταί τι τῶν πέλας Πλάτ. Νόμ. 936Ε. ΙΙ. καθόλου, ἐπιφέρω βλάβην, ὡς τὸ Ἀττ. βλάπτω· αἰδώς, ἥ τ’ ἄνδρας μέγα σίνεται Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡσ. 316 (παρεμβάλλεται καὶ ἐν Ἰλ. Ω. 45, ἴδε Σχόλ. Ἑνετ.)· [ὁ κροκόδειλος] οὐδὲν σ. τὸν τροχίλον Ἡρ. 2. 68, 5· τὴν ἕδραν τοῦ ἵππου μὴ σ., νὰ μὴ βλάπτωνται τὰ ὀπίσθια αὐτοῦ, Ξεν. Ἱππ. 12, 9· μάλιστα ἐν πολέμῳ, βλάπτω, συνταράττω, σ. τὸν στρατὸν Ἡρόδ. 5. 27, 2· τοὺς πολεμίους μέγα σ. ὁ αὐτ. 7. 147, 1, πρβλ. 9. 49. 2, Ξεν. Ἀν. 3. 4. 16· ἀντίθετον τῷ ὠφελεῖν, ὁ αὐτ. ἐν Λακ. 12. 5. - Ἡ λέξις εἶναι Ἰωνικὴ τὴν ἀρχὴν καὶ οὐδαμοῦ εὕρηται παρὰ τοῖς Ἀττικοῖς ποιηταῖς, καὶ ἐκ τῶν Ἀττικῶν πεζογράφων κυρίως ποιεῖται χρῆσιν αὐτῆς ὁ Ξενοφ.· ἀλλὰ πρβλ. σίνος, σίνις, Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
v. σίνω.
English (Autenrieth)
ipf. iter. σῖνέσκοντο: rob, plunder; τινί τι, Od. 12.114; ‘harm’ in a spurious verse, Il. 24.45.
Greek Monolingual
και σινοῡμαι και αμφβλ. ιων. τ. σινέομαι και αιολ. τ. σίννομαι και ενεργ
τ. σίνω και σινῶ Α
βλάπτω, καταστρέφω (α. [για τη Χάρυβδη] «ὅτε μοι σίνοιτό γ' ἑταίρους», Ομ. Οδ.
β) «ἐσίνοντο ἐπιόντες χώρους τῆς Ἀττικῆς», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Το ρ. σῑνομαι έχει σχηματιστεί από άγνωστο ενεστ. θ. με έρρινο πρόσφυμα -ν- (το οποίο επεκτάθηκε και στους υπόλοιπους χρόνους και στα παράγωγα) και κατάλ. -yo (πρβλ. κλί-νω, κρί-νω). Η άποψη ότι το ρ. ανάγεται στο προελληνικό γλωσσ. υπόστρωμα με θ. τFι-ν και ότι συνδέεται με τον τ. σής (πιθ. < τFηι-ς), καθώς και η σύνδεση με το αγγλοσαξ. pwī-nam παραμένουν ανεπιβεβαίωτες και, τελικά, μάλλον απίθανες].
Greek Monotonic
σίνομαι: [ῑ], Επικ. βʹ ενικ. σίνηαι· Ιων. παρατ. σινέσκετο, -οντο· μέλ. σινήσομαι· γʹ πληθ. αορ. αʹ ἐσίναντο, Ιων. -έατο·
I. προκαλώ σε κάποιον βλάβη ή ζημιά, βλάπτω, λυμαίνομαι, ληστεύω, λεηλατώ, σε Ομήρ. Οδ.· καταστρέφω, στο ίδ.· λεηλατώ, λαφυραγωγώ ή ερημώνω μια χώρα, αφανίζω ή καταστρέφω τις σοδειές, σε Ηρόδ.
II. γενικά, πλήττω, βλάπτω, ζημιώνω, σε Ησίοδ., Ηρόδ.· κατά τον πόλεμο, τραυματίζω, βασανίζω, σε Ηρόδ., Ξεν.