σκιάς
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
English (LSJ)
άδος, ἡ, (σκιά)
A canopy or arbour (in form like a sunshade), Eup.445, Theoc.15.119, Demetr.Sceps. ap. Ath.4.141f, AP9.488 (Trypho, pl.), Plu.Them.16; of Dionysus (cf. σκιάδειον), Poll.7.174, Hsch. 2 esp. the θόλος at Athens, IG22.1013.39; ἐπὶ Σκιάδος warden of the Σ., ib.3.1041 (ii A.D.), 1051.22 (ii/iii A.D.), etc., cf. Ammon. ap. Harp. s.v. θόλος: also, a rotunda at Sparta in which the assemblies of the people were held, Paus.3.12.10. II umbel of plants, Phanias ap.Ath.9.371d (σκίλλα cj. Wilamowitz). III = ἀναδενδράς, Hsch.
German (Pape)
[Seite 898] άδος, ἡ, 1) ein jedes Schattendach, bes. von abgerundeter Kuppelform, z. B. ein Theater od. Odeum in Lacedämon, Paus. 3, 12; vgl. Ath. IV, 141 e; Plut. Them. 16 Ant. 26. Nach Poll. 10, 127 = σκιάδιον, vgl. 7, 174. – 2) der Schirm, die Dolde der Dolden tragenden Pflanzen, umbella. – Bei Hesych. = ἀναδενδράς.
Greek (Liddell-Scott)
σκιάς: -άδος, ἡ, (σκιὰ) πᾶν ὅ,τι χρησιμεύει πρὸς σκιάν, εἶδος εὐρέος σκιαδείου ἐν εἴδει οὐρανοῦ (τὸ σχῆμα ἔχοντος ἀλεξηλίου), «τέντα» μὲ θολωτὴν ὀροφήν, «κιόσκι», Θεόκρ. 15. 119, Καλλίξ. παρ’ Ἀθην. 141F, Πλουτ. Θεμιστ. 16· οἷον τὸ τοῦ Διονύσου (πρβλ. σκιάδειον), Πολυδ. Ζ΄, 174, Ἡσύχ. 2) Σκιὰς = ὁ ἐν Ἀθήναις θόλος, Ἐπιγραφ. Ἀττ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 123. 39· ἐπὶ σκιάδος, tholo praefectus, αὐτόθι 184, 191-4, ἴδε Böckh σ. 326, Ἀμμών. παρ’ Ἁρποκρ.· ὡσαύτως, κυκλικόν τι οἰκοδόμημα ἐν Σπάρτῃ ἐν ᾧ ἠθροίζετο ὁ λαὸς ἐν Ἐκκλησίᾳ, Παυσ. 3. 12, 8, Ἀνθ. Π. 9. 488. ΙΙ. ὁ κόρυμβος, τῶν κορυμβοειδῶν φυτῶν, Φανίας παρ’ Ἀθην. 371D. III. = ἀναδενδράς, Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
άδος (ἡ) :
tout abri contre le soleil (ombrelle, parasol, etc.).
Étymologie: σκιά.
Greek Monolingual
(I)
-άδος, ἡ, Α
βλ. σκιάδα.———————— (II)
Ν
επίρρ. τουλάχιστον («και σκιάς εις το δακτύλι μου αυτός δε θέλ' απλώσει», Ερωτόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται μάλλον για διαλ. τ.].———————— (III)
ο, Ν
1. απότομος, τραχύς άνθρωπος
2. συνεκδ. κακοποιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. eskiya «ληστής»].
Greek Monotonic
σκῐάς: -άδος, ἡ (σκιά), οτιδήποτε χρησιμεύει στο να παρέχει σκιά, παραπέτασμα, στέγαστρο, υπόστεγο, ομπρέλα, καπέλο, σε Θεόκρ., Πλούτ.