σύμπλεγμα

From LSJ
Revision as of 12:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνονAnaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύμπλεγμα Medium diacritics: σύμπλεγμα Low diacritics: σύμπλεγμα Capitals: ΣΥΜΠΛΕΓΜΑ
Transliteration A: sýmplegma Transliteration B: symplegma Transliteration C: symplegma Beta Code: su/mplegma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A entanglement, name of a sculptured group representing a pair of wrestlers with their limbs entwined, OGI481.5 (Ephesus, ii A.D.); of an erotic subject, Plin.HN36.24, 35.

German (Pape)

[Seite 988] τό, das Zusammengeflochtene, eine Gruppe, bes. von Ringern, die sich gegenseitig mit den Armen umschlungen halten, Plin. H. N. 36, 4.

Greek (Liddell-Scott)

σύμπλεγμα: τό, ὡς καὶ νῦν, ἔργον γλυπτικῆς παριστάνον ζεῦγος παλαιστῶν ἐχόντων τὰ μέλη συμπεπλεγμένα, Λατ. symplegma, Plin. 36. 4, 6 καὶ 10· πρβλ. Müller Archäol. d. Kunst § 126. 4.

Greek Monolingual

το, ΝΑ συμπλέκω
1. καθετί που έχει προέλθει από πλοκή δύο ή περισσότερων πραγμάτων, το αποτέλεσμα του συμπλέκω
2. ζωγραφική ή γλυπτή παράσταση με πρόσωπα, ζώα ή φυτά συμπλεγμένα μεταξύ τους («το σύμπλεγμα του Λαοκόοντος»)
νεοελλ.
1. ενιαία παράσταση δύο ή περισσότερων κεφαλαίων γραμμάτων πλεγμένων μεταξύ τους σε μονόγραμμα
2. σύστημα διακλαδώσεων δρόμων, σιδηροδρομικών γραμμών, ποταμών, αγωγών
3. γεωλ. λιθοστρωματογραφική ενότητα που περιλαμβάνει διάφορους τύπους πετρωμάτων και χαρακτηρίζεται από πολύ περιπλεγμένη δομή
4. (κατά τη θεωρία της ψυχανάλυσης) σύνολο ασύνειδων τάσεων της προσωπικότητας ενός ατόμου, οι οποίες έχουν δημιουργηθεί στη βάση ορισμένων οικογενειακών και κοινωνικών σχέσεων, σύνολο που επηρεάζει με τη σειρά του τα συναισθήματα και τη μετέπειτα συμπεριφορά του ατόμου
5. φρ. α) «σύμπλεγμα κατωτερότητας» — βλ. κατωτερότητα
β) «οιδιπόδειο σύμπλεγμα» — βλ. οιδιπόδειος
γ) «γωνιώδες σύμπλεγμα»
(αρχιτ.-δομ.) διάταξη τών κυβολίθων ή τών πλίνθων στις γωνίες της τοιχοδομής κατά τρόπο ώστε να μη συμπίπτουν οι αρμοί τών επάλληλων στρώσεων και να εξασφαλίζεται μεγαλύτερη στερεότητα.

Greek Monolingual

το, ΝΑ συμπλέκω
1. καθετί που έχει προέλθει από πλοκή δύο ή περισσότερων πραγμάτων, το αποτέλεσμα του συμπλέκω
2. ζωγραφική ή γλυπτή παράσταση με πρόσωπα, ζώα ή φυτά συμπλεγμένα μεταξύ τους («το σύμπλεγμα του Λαοκόοντος»)
νεοελλ.
1. ενιαία παράσταση δύο ή περισσότερων κεφαλαίων γραμμάτων πλεγμένων μεταξύ τους σε μονόγραμμα
2. σύστημα διακλαδώσεων δρόμων, σιδηροδρομικών γραμμών, ποταμών, αγωγών
3. γεωλ. λιθοστρωματογραφική ενότητα που περιλαμβάνει διάφορους τύπους πετρωμάτων και χαρακτηρίζεται από πολύ περιπλεγμένη δομή
4. (κατά τη θεωρία της ψυχανάλυσης) σύνολο ασύνειδων τάσεων της προσωπικότητας ενός ατόμου, οι οποίες έχουν δημιουργηθεί στη βάση ορισμένων οικογενειακών και κοινωνικών σχέσεων, σύνολο που επηρεάζει με τη σειρά του τα συναισθήματα και τη μετέπειτα συμπεριφορά του ατόμου
5. φρ. α) «σύμπλεγμα κατωτερότητας» — βλ. κατωτερότητα
β) «οιδιπόδειο σύμπλεγμα» — βλ. οιδιπόδειος
γ) «γωνιώδες σύμπλεγμα»
(αρχιτ.-δομ.) διάταξη τών κυβολίθων ή τών πλίνθων στις γωνίες της τοιχοδομής κατά τρόπο ώστε να μη συμπίπτουν οι αρμοί τών επάλληλων στρώσεων και να εξασφαλίζεται μεγαλύτερη στερεότητα.