α

From LSJ
Revision as of 02:44, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (0)

Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück

Menander, Monostichoi, 417

Greek Monolingual

(I)
και παρατεταμένο αά, άα, ααά, άαα (Α ἆ)
επιφώνημα που εκφράζει έντονη συναισθηματική κατάσταση.———————— (II)
και άι (προτρεπτικό μόριο)
πήγαινε.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το α < άι < αε < ἀγε (αντίστοιχο αρχ. προτρεπτικό μόριο)].———————— ἁ (Α)
δωρ. τύπος του άρθρου (βλέπε ).———————— ἅ (Α)
δωρ. τύπος της αναφ. αντωνυμίας (βλ. , αντων.).

Greek Monotonic

α: αχώριστο πρόθεμα στα σύνθ.:
I. α- στερητικό· εκφράζει έλλειψη ή απουσία, όπως το Λατ. in- ή το Αγγλ. un-, π.χ. σοφός, σώφρων· ἄ-σοφος, άφρονας· βλ. ἀν-. Αυτό το α σπανίως προηγείται φωνήεντος, όπως στα ἄ-ατος, ἀ-ήθης. Συχνότερα απαντά μπροστά από δασεία, όπως στα ἀ-ήσσητος, ἀ-όρατος, ἀ-όριστος· μερικές φορές το α συνενώνεται με το φωνήεν που ακολουθεί, όπως ἄκων(ἀέκων), ἀργὸς (ἀεργόςπριν από φωνήεν το ἀν- είναι περισσότερο συνηθισμένο. Κανονικά συντίθεται μόνο με ουσ.· για εξαιρέσεις, βλ. ἀβουλέω, ἀνήδομαι, ἀτίζω.
II. α αθροιστικό· εκφράζει ένωση, ομοιότητα· κυρίως με δασεία, όπως στα ἁ-θρόος, ἅ-πας, αλλά και με ψιλή, στα ἄ-κοιτις, ἄ-λοχος, ἀ-δελφός, ἀ-τάλαντος, ἀ-κόλουθος. Είναι πιθ. συγγενές προς το επίρρ. ἅμα. III. α επιτατικό, όπως απαντά στο επίρρ. ἄγαν = πολύ. Η ύπαρξη αυτού του α είναι αμφίβολη· κάποιες λέξεις που αναφέρονται σε αυτό ανήκουν στο α- στερητικό, όπως ἀ-δάκρυτος, ἀ-θέσφατος, ἄ-ξυλος (βλ. αυτ.)· σε άλλες, όπως στις ἄ-σκιος, ἀτενής, ἀ-σπερχές, ἀ-σκελές, το α μπορεί να είναι α αθροιστικό.
IV. α ευφωνικό, σε λέξεις όπως ἀ-βληχρός, ἀ-σπαίρω, ἀ-σταφίς, ἀ-στεροπή αντί βληχρός, σπαίρω, σταφίς, στεροπὴ ( σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, εκτός από εκεί όπου η θέση μεταβάλλει την ποσότητα. Ωστόσο, επίθ. που ξεκινούν με τρεις βραχείες συλλαβές έχουν στο δακτυλικό μέτρο, όπως τα ἀ-δάματος, ἀ-θέμιτος, ἀ-κάματος, ἀ-πάλαμος· ένα επίθ., το ἀ-θάνατος, με τα παράγωγά του, έχει σε όλα τα μέτρα).

Russian (Dvoretsky)

α: (τὸ ἄλφα) альфа (1-я буква греч. алфавита): αʹ = εἷς; ͵α = 1000.