οἰκονομέω
τὸ ζῷον τοῦτο οὐ μονῆρες καὶ αὐθέκαστον, ἀλλὰ κοινωνικὸν καὶ πολιτικόν → this animal is not solitary and self-sufficient, but social and political
English (LSJ)
A manage as a house-steward, order, regulate, θαλάμους πατρός S.El.190 (lyr.) ; τὴν οἰκίαν Pl.Ly.209d ; τὰ ἴδια X.Mem.3.4.12, etc. ; τὸν ἴδιον βίον Euphro 4 ; ταῦτα (i.e. meats) Alex.110.20 ; ὄχλον Com.Adesp.119 :—Med., Arist.Oec.1343a23 : c. dat., ἄνθρωπος . . μεγίστοις -εῖται πράγμασιν Men.531.14. 2 dispense, Pl.Phdr. 256e ; disburse, SIG667.20 (Athens, ii B. C.). 3 treat a substance with another, πυρίτην ὀξάλμῃ Ps.-Democr.Alch.p.44 B. : metaph., of a poet, εἰ τὰ ἄλλα μὴ εὖ οἰ. treat, handle, Arist.Po.1453a29 ; so (in Med.) of an artist, οἰ. τὴν ὕλην Luc.Hist.Conscr.51 :—Pass., τὰ σκέμματα . . ᾠκονομήσθω Phld.D.3.8. 4 of public officers, administer, Plb.4.26.6, 4.67.9 :—Pass., πολιτεία ἀρίστη ἡ ὑπὸ τῶν ἀρίστων -ουμένη Arist.Pol.1288a34. II intr., to be a house-steward, Ev.Luc.16.2.
Greek (Liddell-Scott)
οἰκονομέω: κυβερνῶ ὡς οἰκονόμος, τακτοποιῶ, διευθετῶ, διοικῶ, διευθύνω, θαλάμους πατρὸς Σοφ. Ἠλ. 190· τὴν οἰκίαν Πλάτ. Λῦσ. 209D· τὰ ἴδια Ξεν. Ἀπομν. 3. 4, 12· τὸν ἴδιον βίον Εὔφρων ἐν «Διδύμοις» 1· ἀλλ’ ἐγὼ σοφῶς ταῦτ’ οἰκονομήσω (δηλ. τὰ ἐδέσματα) Ἄλεξις ἐν «Κρατεύᾳ» 1. 20· - Μέσ., Ἀριστ. Οἰκ. 1. 2, 2. 2) διανέμω, ἀπονέμω, παρέχω, Πλάτ. Φαῖδρ. 256Β. 3) μεταφορ., ἐπὶ ποιητοῦ, εἰς τὰ ἄλλα μὴ εὖ οἰκ., πραγματεύεται, διεξάγει, χειρίζεται, Ἀριστ. Ποιητ. 13, 10· οὕτως (ἐν τῷ μέσ. τύπῳ) ἐπὶ τεχνίτου, οἰκ. τὴν ὕλην Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 51. 4) οὕτως, ἐπὶ ἀρχόντων ἔθνους τινός, Πολύβ. 4. 26, 6 καὶ 67, 9. - Παθ., πολιτεία ἀρίστη ἡ ὑπὸ τῶν ἀρίστων οἰκονομουμένη Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 18, 1. ΙΙ. ἀμετάβ., εἶμαι οἰκονόμος, Εὐαγ. κ. Λουκ. ις΄, 2.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 diriger une maison, administrer les affaires d’une maison;
2 p. ext. diriger, gouverner, acc.;
Moy. οἰκονομέομαι-οῦμαι manier, travailler (la matière) acc..
Étymologie: οἰκονόμος.
English (Strong)
from οἰκονόμος; to manage (a house, i.e. an estate): be steward.
English (Thayer)
ὀικονόμω; (οἰκονόμος); to be a steward; to manage the affairs of a household: absolutely, to manage, dispense, order, regulate: Sophocles, Xenophon, Plato, Polybius, Josephus, Plutarch, others; 2 Maccabees 3:14.)
Greek Monotonic
οἰκονομέω: μέλ. -ήσω (οἰκονόμος),·
I. 1. διαχειρίζομαι σαν επιστάτης, διοικώ, διευθετώ, ρυθμίζω, σε Σοφ., Ξεν.
2. μεταφ., λέγεται για ποιητή, πραγματεύομαι, χειρίζομαι ένα θέμα, σε Αριστ., Λουκ.
II. αμτβ., είμαι επιστάτης, οικονόμος, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
οἰκονομέω: 1) заведовать, управлять (τὴν οἰκίαν Plat.; θαλάμους πατρός Soph.; med. μεγίστοις πράγμασιν Plut.): τὰ οἰκονομούμενα Polyb. управление;
2) полит. править, руководить (πολιτεία ὑπό τινος οἰκονομουμένη Arst.);
3) (о художнике) обрабатывать (τὴν ὕλην Luc.).